ἐπεργασία: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(CSV import)
 
Line 34: Line 34:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[encroachment]]
|woodrun=[[encroachment]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[cultura]]'', [[cultivation]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.139.2/ 1.139.2], [<i>olim</i> <i>formerly</i> ἐπ᾽ ἐργ.]
}}
}}

Latest revision as of 14:21, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεργᾰσία Medium diacritics: ἐπεργασία Low diacritics: επεργασία Capitals: ΕΠΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: epergasía Transliteration B: epergasia Transliteration C: epergasia Beta Code: e)pergasi/a

English (LSJ)

ἡ,
A cultivation of another's land, encroachment upon sacred ground (cf. ἐπεργάζομαι 1.2), τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Th.1.139, cf. Pl.Lg.843c.
II right of mutual tillage in each other's territory, X.Cyr.3.2.23.
III treatment, discussion, Steph.in Hp.1.107 D.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, 1) die widerrechtliche Bestellung eines im fremden Gebiete belegenen oder heiligen Ackers, τῆς ἱερᾶς γῆς ἐπεργασίαν Μεγαρεῦσιν ἐπικαλοῦντες Thuc. 1, 139; vgl. Plat. Legg. VIII, 843 c. – 2) das Recht der Bürger zweier Nachbarstaaten, auf beiden Gebieten Ländereien besitzen u. bestellen zu dürfen, καὶ ἐπιγαμία Xen. Cyr. 3, 2, 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de cultiver le terrain d'autrui, empiètement;
2 droit, pour deux voisins, de cultiver réciproquement le domaine l'un de l'autre.
Étymologie: ἐπεργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεργᾰσία:
1 обработка чужой земли (sc. τὰ τῶν γειτόνων Plat., преимущ. принадлежащей храмам: τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Thuc.);
2 право взаимного землепользования (для граждан соседних государств) (ἐπιγαμία καὶ ἐ. Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεργᾰσία: ἡ, καλλιέργεια ξένων ἀγρῶν, κατάληψις ἱεροῦ ἐδάφους (πρβλ. ἐπεργάζομαι), τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς Θουκ. 1. 139, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 843C. ΙΙ. τὸ δικαίωμα τοῦ ἀμοιβαίως καλλιεργεῖν καὶ καρποῦσθαι τοὺς ἀγροὺς ἀλλήλων, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 23· πρβλ. ἐπιγαμία.

Greek Monolingual

ἐπεργασία, η (Α) επεργάζομαι
παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῦν τες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.)
2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ' εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας», Ξεν.)
3. συζήτηση.

Greek Monotonic

ἐπεργᾰσία: ἡ,
I. καλλιέργεια ξένου αγρού, κατάληψη, οικειοποίηση ιερού εδάφους, σε Θουκ.
II. δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας αγρών μεταξύ διαφορετικών ιδιοκτητών, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπεργᾰσία, ἡ,
I. cultivation of another's land, encroachment upon sacred ground, Thuc.
II. the right of mutual tillage on each other's ground, Xen.

English (Woodhouse)

encroachment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

cultura, cultivation, 1.139.2, [olim formerly ἐπ᾽ ἐργ.]