εὔληπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyliptos
|Transliteration C=eyliptos
|Beta Code=eu)/lhptos
|Beta Code=eu)/lhptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easily taken hold of</b>, οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 1.16.2</span>, cf.<span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>11.5</span> (Sup.). Adv., <b class="b3">τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι</b> to give it <b class="b2">so that one can most easily take hold of it</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.3.8</span>: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>7.33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">easy to be taken</b> or [[reduced]], νησιῶται <span class="bibl">Th.6.85</span>; ἧττον εὔ. πόλις <span class="bibl">D.H.3.43</span>; <b class="b3">εὔ. ὀργῇ, κόλαξι</b>, <span class="bibl">Ph.2.590</span>, Plu. 2.66b; <b class="b2">easy to gain or obtain</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>10</span>; [[easy to apprehend]], τοῖς ἀκούουσι <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>4</span>.</span>
|Definition=εὔληπτον,<br><span class="bld">A</span> [[easily taken hold of]], οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ J.''AJ'' 1.16.2, cf.Gal. ''UP''11.5 (Sup.). Adv., <b class="b3">τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι</b> to [[give]] it so that one can most [[easily]] [[take hold]] of it, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.8: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς Iamb.''VP''7.33.<br><span class="bld">2</span> [[easy to be taken]] or [[easy to be reduced]], νησιῶται Th.6.85; ἧττον εὔ. πόλις D.H.3.43; <b class="b3">εὔ. ὀργῇ, κόλαξι</b>, Ph.2.590, Plu. 2.66b; [[easy to gain]], [[easy to obtain]], Luc.''Merc.Cond.''10; [[easy to apprehend]], τοῖς ἀκούουσι Iamb.''Protr.''4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; [[πόλις]] εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1078.png Seite 1078]] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; [[πόλις]] εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[facile à prendre]], [[à enlever]] <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔληπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[без труда захватываемый]], [[которым легко овладеть]] (νησιῶται Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[легко достижимый]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔληπτος''': -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ἔκπτωμα]] εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ποτήριον]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, [[εὐάλωτος]], νησιῶται Θουκ. 6. 85· [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.
|lstext='''εὔληπτος''': -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ἔκπτωμα]] εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ποτήριον]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, [[εὐάλωτος]], νησιῶται Θουκ. 6. 85· [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à prendre, à enlever <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>2.</b> (για ποτά, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο [[εύποτος]], ο [[καλόπιστος]] (α. «οὐδ' εὔληπτον εῑναι τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ιώσ.</b><br />β. «εύληπτα φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο [[πτηνό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο [[ευάλωτος]] («εὔληπτοι νησιῶται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει [[κάποιος]] εύκολα («εὔληπτα γοῡν καὶ οὐ πολλοῡ δεήσει τοῦ πόνου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα<br /><b>4.</b> αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλήπτως</i> (Α εὐλήπτως)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο («τὸ [[ἔκπωμα]] εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔληπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατανοείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>2.</b> (για ποτά, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο [[εύποτος]], ο [[καλόπιστος]] (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ιώσ.</b><br />β. «εύληπτα φάρμακα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο [[πτηνό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο [[ευάλωτος]] («εὔληπτοι νησιῶται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει [[κάποιος]] εύκολα («εὔληπτα γοῦν καὶ οὐ πολλοῦ δεήσει τοῦ πόνου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα<br /><b>4.</b> αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευλήπτως</i> (Α εὐλήπτως)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο («τὸ [[ἔκπωμα]] εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔληπτος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. <i>-τως</i>, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. <i>εὐληπτότα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα κυριεύεται, [[ευάλωτος]], [[ευπόρθητος]], σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ.
|lsmtext='''εὔληπτος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. <i>-τως</i>, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. <i>εὐληπτότα</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που εύκολα κυριεύεται, [[ευάλωτος]], [[ευπόρθητος]], σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> без труда захватываемый, которым легко овладеть (νησιῶται Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> легко достижимый Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-ληπτος, ον<br /><b class="num">1.</b> [[easily]] taken [[hold]] of: adv. -τως so that one can [[easily]] [[take]] [[hold]], Sup. εὐληπτότατα Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[easy]] to be taken or reduced, Thuc.:— [[easy]] to [[gain]] or [[obtain]], Luc.
|mdlsjtxt=εὔ-ληπτος, ον<br /><b class="num">1.</b> [[easily]] taken [[hold]] of: adv. -τως so that one can [[easily]] [[take]] [[hold]], Sup. εὐληπτότατα Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[easy]] to be taken or reduced, Thuc.:— [[easy]] to [[gain]] or [[obtain]], Luc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[easy to crush]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[εὐκολονόητος]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[ληπτός]] τοῦ [[λαμβάνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[captu facilis]]'', [[easy to catch]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.85.2/ 6.85.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔληπτος Medium diacritics: εὔληπτος Low diacritics: εύληπτος Capitals: ΕΥΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: eúlēptos Transliteration B: eulēptos Transliteration C: eyliptos Beta Code: eu)/lhptos

English (LSJ)

εὔληπτον,
A easily taken hold of, οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ J.AJ 1.16.2, cf.Gal. UP11.5 (Sup.). Adv., τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι to give it so that one can most easily take hold of it, X.Cyr.1.3.8: metaph., εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς Iamb.VP7.33.
2 easy to be taken or easy to be reduced, νησιῶται Th.6.85; ἧττον εὔ. πόλις D.H.3.43; εὔ. ὀργῇ, κόλαξι, Ph.2.590, Plu. 2.66b; easy to gain, easy to obtain, Luc.Merc.Cond.10; easy to apprehend, τοῖς ἀκούουσι Iamb.Protr.4.

German (Pape)

[Seite 1078] leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; πόλις εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à prendre, à enlever ou à piller;
2 fig. facile à obtenir.
Étymologie: εὖ, λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

εὔληπτος:
1 без труда захватываемый, которым легко овладеть (νησιῶται Thuc.);
2 легко достижимый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

εὔληπτος: -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ ἔκπτωμα εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ ποτήριον οὕτως ὥστε ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, εὐάλωτος, νησιῶται Θουκ. 6. 85· πόλις Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔληπτος, -ον)
1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος
2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ' εὔληπτον εῖναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ.
β. «εύληπτα φάρμακα»)
νεοελλ.
αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο πτηνό»)
αρχ.
1. αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος («εὔληπτοι νησιῶται», Θουκ.)
2. αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει κάποιος εύκολα («εὔληπτα γοῦν καὶ οὐ πολλοῦ δεήσει τοῦ πόνου», Λουκιαν.)
3. αυτός που μεταφέρεται εύκολα
4. αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα.
επίρρ...
ευλήπτως (Α εὐλήπτως)
1. με εύκολο τρόπο («τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», Ξεν.)
2. με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ληπτος (< λαμβάνω)].

Greek Monotonic

εὔληπτος: -ον, 1. αυτός που λαμβάνεται εύκολα· επίρρ. -τως, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να πιαστεί εύκολα, υπερθ. εὐληπτότα, σε Ξεν.
2. αυτός που εύκολα κυριεύεται, ευάλωτος, ευπόρθητος, σε Θουκ.· αυτό που εύκολα κερδίζεται ή αποκτιέται, σε Λουκ.

Middle Liddell

εὔ-ληπτος, ον
1. easily taken hold of: adv. -τως so that one can easily take hold, Sup. εὐληπτότατα Xen.
2. easy to be taken or reduced, Thuc.:— easy to gain or obtain, Luc.

English (Woodhouse)

easy to crush

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εὐκολονόητος). Ἀπό τό εὖ + ληπτός τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

captu facilis, easy to catch, 6.85.2.