πρῴ: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(CSV import)
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 24: Line 24:
{{lxth
{{lxth
|lthtxt=''[[prora]]'', [[prow]], [[bow]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.83.5/ 2.83.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.36.2/ 7.36.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.36.2/ 7.36.2][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.65.2/ 7.65.2].
|lthtxt=''[[prora]]'', [[prow]], [[bow]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.83.5/ 2.83.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.36.2/ 7.36.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.36.2/ 7.36.2][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.65.2/ 7.65.2].
}}
{{lxth
|lthtxt=<i>vel</i> <i>or</i> πρωΐ, ''[[mane]]'', [[in the morning]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.78.4/ 7.78.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.79.1/ 7.79.1],<br>''[[mature]]'', [[early]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.6.1/ 4.6.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> πρωῒ]<br>COMP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.39.1/ 7.39.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> πρωϊαίτερον]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.101.3/ 8.101.3],<br>SUP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.19.1/ 7.19.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> πρωϊαίτατα]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ex prora]]'', [[from the prow]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.36.2/ 7.36.2],<br>''[[prorae]]'', [[of the prow]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.36.3/ 7.36.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.36.3/ 7.36.3]
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῴ Medium diacritics: πρῴ Low diacritics: πρω Capitals: ΠΡΩ
Transliteration A: prṓi Transliteration B: prō Transliteration C: pro Beta Code: prw/|

English (LSJ)

v. sub πρωΐ: early, prematurely, early in the morning, in the morning, too soon.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρῴ ook πρωΐ [πρό; ~ πρώην] adv.; comp. πρωΐτερον en πρῴτερον, πρωϊαίτερον en πρῳαίτερον; superl. πρωΐτατα en πρῴτατα, πρωϊαίτατα en πρῳαίτατα ‘s ochtends vroeg:; πρῲ τῇ ὑστεραίᾳ = de volgende ochtend vroeg Xen. Cyr. 1.4.16; ἀπὸ πρωῒ ἕως ἑσπέρας van de vroege ochtend tot de avond NT Act. Ap. 28.23; met gen. (part.). πρωῒ ἔτι τῆς ἡμέρης nog vroeg in de ochtend Hdt. 9.101.2; ἑκάστης ἡμέρας πρῴ elke ochtend vroeg Xen. Hell. 1.1.30; τῆς ὥρας πρῴτερον op een vroeger uur Thuc. 7.39.1. uitbr. vroeg:; πρῴτατα... ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐσέβαλλον zeer vroeg in het jaar vielen ze Attica binnen Thuc. 7.17.1; met gen.. πρωῒ τοῦ ἦρος vroeg in de lente Hp. Epid. 1.1. te vroeg, voortijdig:. δέδοικα γὰρ μὴ πρῲ λέγοις ἄν ik ben bang dat je misschien voortijdig spreekt Soph. Tr. 631.

French (Bailly abrégé)

v. πρωΐ.

German (Pape)

att. = πρωΐ. cf. πρώ.

Greek Monolingual

πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α
επίρρ. χρον.
1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν
2. κατά το διάστημα της ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι
3. (με άρθρο ως ουσ.) το πρωί ή τo πρωΐ
ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου, η πρωία (α. «έφυγε το πρωί» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ πρωί εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πρωί πρωί» — κατά τα χαράματα, πολύ πρωί, πολύ νωρίς
β) «από το πρωί ώς το βράδυ» — σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
γ) «από το βράδυ ώς το πρωί» — σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, όλη τη νύχτα
2. παροιμ. α) «ο που δεν είδε το πρωί, ούτ' όλη την ημέρα» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε κατά τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει ποτέ
β) «η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί» — η καλή αρχή προοιωνίζεται και καλό τέλος
αρχ.
1. νωρίς, έγκαιρα ή γρήγοραπρωί μάλα σπεύδων», Ησίοδ.)
2. πάρα πολύ νωρίς («πρῴ γε στενάζεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρωί έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην πρόθεση πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά προς τα ἦρι, πέρυσι (βλ. και λ. πρώην)].

Lexicon Thucydideum

prora, prow, bow, 2.83.5, 7.36.2, 7.36.27.65.2.

Lexicon Thucydideum

vel or πρωΐ, mane, in the morning, 7.78.4, 7.79.1,
mature, early, 4.6.1, [vulgo commonly πρωῒ]
COMP. 7.39.1, [vulgo commonly πρωϊαίτερον]. 8.101.3,
SUP. 7.19.1, [vulgo commonly πρωϊαίτατα]

Lexicon Thucydideum

ex prora, from the prow, 7.36.2,
prorae, of the prow, 7.36.3, 7.36.3