διαβατός: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavatos
|Transliteration C=diavatos
|Beta Code=diabato/s
|Beta Code=diabato/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be crossed]] or [[passed]], [[fordable]], <span class="bibl">Hdt.1.75</span>, <span class="bibl">Th. 2.5</span>, etc.; <b class="b3">νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου</b> [[easily got at]] from the main land, <span class="bibl">Hdt. 4.195</span>:—Aeol. ζάβατος, Sapph.158. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> διάβατον, τό, [[passage for water]], PIand.52.14 (i A. D.).</span>
|Definition=διαβατή, διαβατόν,<br><span class="bld">A</span> [[to be crossed]] or [[to be passed]], [[fordable]], [[Herodotus|Hdt.]]1.75, Th. 2.5, etc.; νῆσον διαβατὸν ἐξ ἠπείρου = [[easily]] got at from the [[mainland]], [[Herodotus|Hdt.]] 4.195:—Aeol. [[ζάβατος]], Sapph.158.<br><span class="bld">II</span> [[διάβατον]], τό, [[passage for water]], PIand.52.14 (i A. D.).
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''διαβᾰτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ [[διαβαίνω]], ὅν δύναταί τις νὰ διέλθῃ ἢ διαβῆ, εὔκολον παρέχων τὴν διάβασιν, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ., κτλ. · νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, εἰς ἣν εὐκόλως δύναταί τις νὰ διαβῇ ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἡρόδ. 4. 195·-Αἰολ. [[ζάβατος]], Σαπφὼ 150.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que se puede atravesar]], [[vadeable]] de un río, Hdt.1.75, Th.2.5, Pl.<i>Lg</i>.892e, X.<i>An</i>.1.4.18, 2.5.9, I.<i>BI</i> 4.437, <i>AI</i> 5.16, Luc.<i>VH</i> 1.8, Aristid.<i>Or</i>.48.61, D.C.37.2.7, Gr.Nyss.<i>V.Gr.Thaum</i>.35.11, Procop.<i>Pers</i>.2.21.22, Poll.2.200, de otras corrientes de agua, Hdt.1.191, Dam.<i>Isid</i>.131, del mar, Arr.<i>An</i>.7.7.3.<br /><b class="num">2</b> [[que se puede alcanzar]], [[al que se puede cruzar]] a pie νῆσον ... διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου Hdt.4.195, νῆσος γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς Paus.5.24.8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut passer <i>ou</i> traverser (fleuve, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qu’on peut facilement atteindre en traversant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαβαίνω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu'on peut passer <i>ou</i> traverser (fleuve, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qu'on peut facilement atteindre en traversant.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαβαίνω]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[que se puede atravesar]], [[vadeable]]de un río, Hdt.1.75, Th.2.5, Pl.<i>Lg</i>.892e, X.<i>An</i>.1.4.18, 2.5.9, I.<i>BI</i> 4.437, <i>AI</i> 5.16, Luc.<i>VH</i> 1.8, Aristid.<i>Or</i>.48.61, D.C.37.2.7, Gr.Nyss.<i>V.Gr.Thaum</i>.35.11, Procop.<i>Pers</i>.2.21.22, Poll.2.200, de otras corrientes de agua, Hdt.1.191, Dam.<i>Isid</i>.131, del mar, Arr.<i>An</i>.7.7.3.<br /><b class="num">2</b> [[que se puede alcanzar]], [[al que se puede cruzar]] a pie νῆσον ... διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου Hdt.4.195, νῆσος γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς Paus.5.24.8.
|ptext=<i>zu [[passieren]]</i>, Her. 4.195 und Folgde.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβᾰτός:''' эол. [[ζάβατος]] 3 и<br /><b class="num">1</b> Her., Thuc., Xen., Plat. = [[διαβατέος]];<br /><b class="num">2</b> [[до которого легко добраться]], [[легко доступный]] ([[νῆσος]] δ. ἐκ τῆς ἠπείρου Her.).
}}
{{ls
|lstext='''διαβᾰτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ [[διαβαίνω]], ὅν δύναταί τις νὰ διέλθῃ ἢ διαβῆ, εὔκολον παρέχων τὴν διάβασιν, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ., κτλ. · νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, εἰς ἣν εὐκόλως δύναταί τις νὰ διαβῇ ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἡρόδ. 4. 195·-Αἰολ. [[ζάβατος]], Σαπφὼ 150.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη [[διάβαση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου</i>, την οποία μπορεί [[κάποιος]] να προσεγγίσει από την [[ξηρά]], στον ίδ.
|lsmtext='''διαβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη [[διάβαση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου</i>, την οποία μπορεί [[κάποιος]] να προσεγγίσει από την [[ξηρά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβᾰτός:''' эол. [[ζάβατος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> Her., Thuc., Xen., Plat. = [[διαβατέος]];<br /><b class="num">2)</b> до которого легко добраться, легко доступный ([[νῆσος]] δ. ἐκ τῆς ἠπείρου Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 33: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[able to be crossed]]
|woodrun=[[able to be crossed]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[qui transiri potest]]'', [[which can be crossed]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.5.2/ 2.5.2].
}}
{{trml
|trtx====[[passable]]===
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: [[passierbar]]; Greek: [[διαβατός]]; Ancient Greek: [[ἀμεύσιμος]], [[βάσιμος]], [[βατός]], [[διαβατός]], [[ἐμβατός]], [[εὔβατος]], [[εὔπορος]], [[ἰτός]], [[ὁδεύσιμος]], [[ὁδοιπόριστος]], [[ὁδωτός]], [[περάσιμος]], [[πορεύσιμος]], [[πορευτός]], [[πόριμος]], [[πρακτός]]; Italian: [[passabile]]; Latin: [[pervius]]; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰτός Medium diacritics: διαβατός Low diacritics: διαβατός Capitals: ΔΙΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: diabatós Transliteration B: diabatos Transliteration C: diavatos Beta Code: diabato/s

English (LSJ)

διαβατή, διαβατόν,
A to be crossed or to be passed, fordable, Hdt.1.75, Th. 2.5, etc.; νῆσον διαβατὸν ἐξ ἠπείρου = easily got at from the mainland, Hdt. 4.195:—Aeol. ζάβατος, Sapph.158.
II διάβατον, τό, passage for water, PIand.52.14 (i A. D.).

Spanish (DGE)

-όν
1 que se puede atravesar, vadeable de un río, Hdt.1.75, Th.2.5, Pl.Lg.892e, X.An.1.4.18, 2.5.9, I.BI 4.437, AI 5.16, Luc.VH 1.8, Aristid.Or.48.61, D.C.37.2.7, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.35.11, Procop.Pers.2.21.22, Poll.2.200, de otras corrientes de agua, Hdt.1.191, Dam.Isid.131, del mar, Arr.An.7.7.3.
2 que se puede alcanzar, al que se puede cruzar a pie νῆσον ... διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου Hdt.4.195, νῆσος γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς Paus.5.24.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'on peut passer ou traverser (fleuve, etc.);
2 qu'on peut facilement atteindre en traversant.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.

German (Pape)

zu passieren, Her. 4.195 und Folgde.

Russian (Dvoretsky)

διαβᾰτός: эол. ζάβατος 3 и
1 Her., Thuc., Xen., Plat. = διαβατέος;
2 до которого легко добраться, легко доступный (νῆσος δ. ἐκ τῆς ἠπείρου Her.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβᾰτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ διαβαίνω, ὅν δύναταί τις νὰ διέλθῃ ἢ διαβῆ, εὔκολον παρέχων τὴν διάβασιν, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ., κτλ. · νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, εἰς ἣν εὐκόλως δύναταί τις νὰ διαβῇ ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἡρόδ. 4. 195·-Αἰολ. ζάβατος, Σαπφὼ 150.

Greek Monolingual

-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM διαβατός, -ή, -όν
Α και αιολ. τ. ζάβατος) διαβαίνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί
2. ο ευκολοδιάβατος, ευκολοπέραστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διαβατό
1. το πεζοδρόμιο
2. μεγάλος, ευρύχωρος δρόμος
αρχ.
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να προσεγγίσει, ο προσιτός.

Greek Monotonic

διαβᾰτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που μπορεί κάποιος να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη διάβαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, την οποία μπορεί κάποιος να προσεγγίσει από την ξηρά, στον ίδ.

Middle Liddell

verb. adj. of διαβαίνω,]
to be crossed or passed, fordable, Hdt., etc.; νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου easily got at from the main land, Hdt.

English (Woodhouse)

able to be crossed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

qui transiri potest, which can be crossed, 2.5.2.

Translations

passable

Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny