μεμπτός: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(sl1) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=memptos | |Transliteration C=memptos | ||
|Beta Code=mempto/s | |Beta Code=mempto/s | ||
|Definition= | |Definition=μεμπτή, μεμπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[blameworthy]], E.''Hel.''462, Phld.''Oec.''p.70 J.: Comp. μεμπτότερος Th.2.61: mostly with a neg., Pi.''Fr.''220, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1036, Th.3.57, etc.; [[οὐ μεμπτός]] not [[contemptible]], Id.6.13, [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''187c; in a question, [[Herodotus|Hdt.]]7.48. Adv., οὐδὲ τῶν ξένων μεμπτῶς μαχεσαμένων Plu.''Cleom.''28.<br><span class="bld">II</span> Act., [[throwing blame upon]], τινι S.''Tr.''446, where [[μεμπτός]] is fem. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0129.png Seite 129]] adj. verb. zu [[μέμφομαι]], getadelt, zu tadeln, tadelhaft; Her. 7, 48; Xen. Mem. 3, 5, 3; [[μισθός]], zu verachten, Plat. Theaet. 187 c; aber auch trans., εἴ τι τὠμῷ τ' ἀνδρὶ τῇ νόσῳ ληφθέντι [[μεμπτός]] εἰμι, Soph. Trach. 446, = μεμφοίμην. – Adv., Plut. Cleom. 28 οὐ μεμπτῶς ἀγωνίζεσθαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0129.png Seite 129]] adj. verb. zu [[μέμφομαι]], [[getadelt]], [[zu tadeln]], [[tadelhaft]]; Her. 7, 48; Xen. Mem. 3, 5, 3; [[μισθός]], zu verachten, Plat. Theaet. 187 c; aber auch trans., εἴ τι τὠμῷ τ' ἀνδρὶ τῇ νόσῳ ληφθέντι [[μεμπτός]] εἰμι, Soph. Trach. 446, = μεμφοίμην. – Adv., Plut. Cleom. 28 οὐ μεμπτῶς ἀγωνίζεσθαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui mérite des reproches]], [[blâmable]];<br /><b>2</b> [[qui fait des reproches]];<br /><i>Cp.</i> μεμπτότερος.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μέμφομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεμπτός:''' 3, [[редко]] Soph.<br /><b class="num">1</b> [[заслуживающий порицания]], [[неудовлетворительный]] (τὴν ἰδέαν οὐ μ. [[Ion]] ap. Plut.): μ. κατὰ τὸ [[πλῆθος]] Her. численно недостаточный; οὐ μ. [[μισθός]] Plat. немаловажное приобретение; τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν [[ἐστί]] σοι [[γάνος]]; Eur. чем же, по-твоему, плоха красота Нила?;<br /><b class="num">2</b> [[порицающий]], [[упрекающий]] (τινι Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεμπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεφθῇ, [[ἄξιος]] μομφῆς, ἀξιόμεμπτος, Ἡρόδ. 7. 48, Εὐρ. Ἑλ. 462· συγκρ. μεμπτότερος, Θουκ. 2. 61· τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., Πινδ. Ἀποσπ. 241, Σοφ. Ο. Κ. 1036, Θουκ. 3. 57, κτλ.· οὐ μ., οὐχὶ [[ἄξιος]] μομφῆς, ὁ αὐτ. 6. 13, Πλάτ. Θεαίτ. 187C· Ἐπίρρ. μεμπτῶς, οὐ μεμπτῶς Πλουτ. Κλεομ. 28. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιρρίπτων μομφὴν ἐπί τινος, τινι Σοφ. Τρ. 446, [[ἔνθα]] τὸ μεμπτὸς [[εἶναι]] θηλ. ἀντὶ τοῦ -τή, πρβλ. Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1125. | |lstext='''μεμπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεφθῇ, [[ἄξιος]] μομφῆς, ἀξιόμεμπτος, Ἡρόδ. 7. 48, Εὐρ. Ἑλ. 462· συγκρ. μεμπτότερος, Θουκ. 2. 61· τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., Πινδ. Ἀποσπ. 241, Σοφ. Ο. Κ. 1036, Θουκ. 3. 57, κτλ.· οὐ μ., οὐχὶ [[ἄξιος]] μομφῆς, ὁ αὐτ. 6. 13, Πλάτ. Θεαίτ. 187C· Ἐπίρρ. μεμπτῶς, οὐ μεμπτῶς Πλουτ. Κλεομ. 28. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιρρίπτων μομφὴν ἐπί τινος, τινι Σοφ. Τρ. 446, [[ἔνθα]] τὸ μεμπτὸς [[εἶναι]] θηλ. ἀντὶ τοῦ -τή, πρβλ. Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1125. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=[[μεμπτός]] [[contemptible]] [[οὔτε]] τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (''[[sc.]]'' τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεμπτός]], -ή, -όν) [[μέμφομαι]]<br />[[άξιος]] μομφής, αξιοκατάκριτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαταφρόνητος]] («[[καίτοι]] οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῦτος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου («ὥστ' εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ [[τῇδε]] τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτὸς [[εἰμί]], [[κάρτα]] [[μαίνομαι]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεμπτώς</i> και -ά (Α μεμπτῶς)<br />με αξιόμεμπτο τρόπο. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεμπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. <i>μεμπτότερος</i>, σε Θουκ.· οὐ [[μεμπτός]], δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. [[μεμπτῶς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Σοφ.· όπου το [[μεμπτός]] είναι θηλ. αντί <i>-τή</i>. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μεμπτός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> to be blamed, [[blameworthy]], Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not [[contemptible]], Thuc.:—adv. [[μεμπτῶς]] Plut.<br /><b class="num">II.</b> act. throwing [[blame]] [[upon]], τινι Soph.; [[where]] [[μεμπτός]] is fem. for -τή. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[reprehensione dignus]]'', [[deserving censure]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.57.1/ 3.57.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.13.1/ 6.13.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.15.1/ 7.15.1],<br>COMP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.61.1/ 2.61.1]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[blameworthy]]=== | ||
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: [[afkeurenswaardig]]; Finnish: moitittava; French: [[blâmable]]; German: [[verdammenswert]]; Greek: [[αξιοκατάκριτος]], [[αξιοκατηγόρητος]], [[αξιόμεμπτος]], [[επιλήψιμος]], [[επίμεμπτος]], [[επίμομφος]], [[επίμωμος]], [[επίψογος]], [[κατακριτέος]], [[μεμπτός]], [[ψεκτός]]; Ancient Greek: [[αἴτιος]], [[ἐπαίτιος]], [[ἐπίμομφος]], [[ἐπιμωμητός]], [[ἐπίμωμος]], [[ἐπίψογος]], [[ἐπονείδιστος]], [[εὐκατάγνωστος]], [[μεμπτός]], [[μωμηλός]], [[μωμητός]], [[ὑπαίτιος]], [[ψεκτός]], [[ψόγειος]], [[ψογερός]]; Ido: blaminda; Italian: [[biasimabile]], [[deprecabile]], [[vituperabile]]; Korean: 책임이 있는; Latin: [[accusabilis]], [[reprehensibilis]], [[vituperabilis]]; Middle English: blame worthy; Portuguese: [[culpável]]; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: [[culpable]], [[reprensible]], [[reprehensible]]; Swedish: klandervärd | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:26, 16 November 2024
English (LSJ)
μεμπτή, μεμπτόν,
A blameworthy, E.Hel.462, Phld.Oec.p.70 J.: Comp. μεμπτότερος Th.2.61: mostly with a neg., Pi.Fr.220, S.OC1036, Th.3.57, etc.; οὐ μεμπτός not contemptible, Id.6.13, Pl.Tht.187c; in a question, Hdt.7.48. Adv., οὐδὲ τῶν ξένων μεμπτῶς μαχεσαμένων Plu.Cleom.28.
II Act., throwing blame upon, τινι S.Tr.446, where μεμπτός is fem.
German (Pape)
[Seite 129] adj. verb. zu μέμφομαι, getadelt, zu tadeln, tadelhaft; Her. 7, 48; Xen. Mem. 3, 5, 3; μισθός, zu verachten, Plat. Theaet. 187 c; aber auch trans., εἴ τι τὠμῷ τ' ἀνδρὶ τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτός εἰμι, Soph. Trach. 446, = μεμφοίμην. – Adv., Plut. Cleom. 28 οὐ μεμπτῶς ἀγωνίζεσθαι.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
1 qui mérite des reproches, blâmable;
2 qui fait des reproches;
Cp. μεμπτότερος.
Étymologie: adj. verb. de μέμφομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεμπτός: 3, редко Soph.
1 заслуживающий порицания, неудовлетворительный (τὴν ἰδέαν οὐ μ. Ion ap. Plut.): μ. κατὰ τὸ πλῆθος Her. численно недостаточный; οὐ μ. μισθός Plat. немаловажное приобретение; τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν ἐστί σοι γάνος; Eur. чем же, по-твоему, плоха красота Нила?;
2 порицающий, упрекающий (τινι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μεμπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεφθῇ, ἄξιος μομφῆς, ἀξιόμεμπτος, Ἡρόδ. 7. 48, Εὐρ. Ἑλ. 462· συγκρ. μεμπτότερος, Θουκ. 2. 61· τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., Πινδ. Ἀποσπ. 241, Σοφ. Ο. Κ. 1036, Θουκ. 3. 57, κτλ.· οὐ μ., οὐχὶ ἄξιος μομφῆς, ὁ αὐτ. 6. 13, Πλάτ. Θεαίτ. 187C· Ἐπίρρ. μεμπτῶς, οὐ μεμπτῶς Πλουτ. Κλεομ. 28. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιρρίπτων μομφὴν ἐπί τινος, τινι Σοφ. Τρ. 446, ἔνθα τὸ μεμπτὸς εἶναι θηλ. ἀντὶ τοῦ -τή, πρβλ. Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1125.
English (Slater)
μεμπτός contemptible οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM μεμπτός, -ή, -όν) μέμφομαι
άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος
αρχ.
1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῦτος», Πλάτ.)
2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ' εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτὸς εἰμί, κάρτα μαίνομαι», Σοφ.).
επίρρ...
μεμπτώς και -ά (Α μεμπτῶς)
με αξιόμεμπτο τρόπο.
Greek Monotonic
μεμπτός: -ή, -όν,
I. αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. μεμπτότερος, σε Θουκ.· οὐ μεμπτός, δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. μεμπτῶς, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει κατηγορία σε κάποιον, τινι, σε Σοφ.· όπου το μεμπτός είναι θηλ. αντί -τή.
Middle Liddell
μεμπτός, ή, όν
I. to be blamed, blameworthy, Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not contemptible, Thuc.:—adv. μεμπτῶς Plut.
II. act. throwing blame upon, τινι Soph.; where μεμπτός is fem. for -τή.
Lexicon Thucydideum
reprehensione dignus, deserving censure, 3.57.1, 6.13.1, 7.15.1,
COMP. 2.61.1.
Translations
blameworthy
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd