puro: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(CSV3 import)
mNo edit summary
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[διειδής]], [[εἰλικρινής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἀβέβηλος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμιγής]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀσκηθής]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀφίλης]], [[ἀχραής]], [[ἀχρανής]], [[ἁγής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἁγνός]], [[ἁπλόος]], [[ἄδολος]], [[ἄκακος]], [[ἄκρατος]], [[ἄμικτος]], [[ἄμιξος]], [[ἄμωμος]], [[ἄνοθος]], [[ἄρρυπος]], [[ἄφθορος]], [[ἄχραντος]], [[ἐκλεκτός]], [[ἐνόβρυζος]]
|sltx=[[ἀβέβηλος]], [[ἁγής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἁγνός]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄδολος]], [[ἄθικτος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἄκακος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἄκρατος]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμιγής]], [[ἄμικτος]], [[ἄμιξος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἄνοθος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἁπλόος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἄρρυπος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀσκηθής]], [[ἀσύνθετος]], [[ἄφθορος]], [[ἀφίλης]], [[ἀχραής]], [[ἀχρανής]], [[ἄχραντος]], [[διειδής]], [[εἰλικρινής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἐκλεκτός]], [[ἐνόβρυζος]], [[εὐαγής]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ὅσιος]]
}}
}}
{{LaZh
{{LaZh
|lnztxt=puro, as, are. :: [[拭淨]]
|lnztxt=puro, as, are. :: [[拭淨]]
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 16 November 2024

Latin > English (Lewis & Short)

pūro: āre, v. a. purus,
I to purify with religious rites (very rare, perh. ἅπαξ εἰρ.): sacra, Fest. s. v. prophetas, p. 229 Müll.

Latin > French (Gaffiot 2016)

(1) pūrō, āre (purus), tr., purifier : Fest. 229, 12.
(2) pūrō, āre (pus), intr., suppurer : M. Emp. 14.

Latin > German (Georges)

(1) pūro1, āre (purus), reinigen, Fest. 229 (a), 12.
(2) pūro2, āre (pus), eitern, Marc. Emp. 14.

Spanish > Greek

ἀβέβηλος, ἁγής, ἁγνευτικός, ἁγνός, ἀδιάφθορος, ἄδολος, ἄθικτος, ἀθόλωτος, ἄκακος, ἀκατάμικτος, ἀκέραιος, ἀκεραιοφανής, ἀκηλίδωτος, ἀκηράσιος, ἀκήρατος, ἀκραιφνής, ἄκρατος, ἀλώβητος, ἀμίαντος, ἀμιγής, ἄμικτος, ἄμιξος, ἀμόλυντος, ἀμύσακτος, ἀμώμητος, ἄμωμος, ἀνέπαφος, ἀνεπιθόλωτος, ἀνθέμινος, ἄνοθος, ἀπαράχυτος, ἀπαρέγχυτος, ἁπλόος, ἀπρόσκοπος, ἀρᾳδιούργητος, ἀρρύπαντος, ἀρρύπαρος, ἄρρυπος, ἀρρύπωτος, ἀσκηθής, ἀσύνθετος, ἄφθορος, ἀφίλης, ἀχραής, ἀχρανής, ἄχραντος, διειδής, εἰλικρινής, εἰλικρινοειδής, ἐκλεκτός, ἐνόβρυζος, εὐαγής, καθαρός, λαμπρός, ὅσιος