puro: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(6_13)
 
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Lewis
{{Lewis
|lshtext=<b>pūro</b>: āre, v. a. [[purus]],<br /><b>I</b> to [[purify]] [[with]] [[religious]] rites ([[very]] [[rare]], perh. [[ἅπαξ]] εἰρ.): sacra, Fest. s. v. prophetas, p. 229 Müll.
|lshtext=<b>pūro</b>: āre, v. a. [[purus]],<br /><b>I</b> to [[purify]] [[with]] [[religious]] rites ([[very]] [[rare]], perh. [[ἅπαξ]] εἰρ.): sacra, Fest. s. v. prophetas, p. 229 Müll.
}}
{{Gaffiot
|gf=(1) <b>pūrō</b>, āre ([[purus]]), tr., purifier : Fest. 229, 12.<br />(2) <b>pūrō</b>, āre ([[pus]]), intr., suppurer : M. Emp. 14.
}}
{{Georges
|georg=(1) pūro<sup>1</sup>, āre ([[purus]]), [[reinigen]], [[Fest]]. 229 (a), 12.<br />'''(2)''' pūro<sup>2</sup>, āre ([[pus]]), eitern, Marc. Emp. 14.
}}
{{esel
|sltx=[[ἀβέβηλος]], [[ἁγής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἁγνός]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄδολος]], [[ἄθικτος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἄκακος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἀκέραιος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἄκρατος]], [[ἀλώβητος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμιγής]], [[ἄμικτος]], [[ἄμιξος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἄνοθος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἁπλόος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἄρρυπος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀσκηθής]], [[ἀσύνθετος]], [[ἄφθορος]], [[ἀφίλης]], [[ἀχραής]], [[ἀχρανής]], [[ἄχραντος]], [[διειδής]], [[εἰλικρινής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἐκλεκτός]], [[ἐνόβρυζος]], [[εὐαγής]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], [[ὅσιος]]
}}
{{LaZh
|lnztxt=puro, as, are. :: [[拭淨]]
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 16 November 2024

Latin > English (Lewis & Short)

pūro: āre, v. a. purus,
I to purify with religious rites (very rare, perh. ἅπαξ εἰρ.): sacra, Fest. s. v. prophetas, p. 229 Müll.

Latin > French (Gaffiot 2016)

(1) pūrō, āre (purus), tr., purifier : Fest. 229, 12.
(2) pūrō, āre (pus), intr., suppurer : M. Emp. 14.

Latin > German (Georges)

(1) pūro1, āre (purus), reinigen, Fest. 229 (a), 12.
(2) pūro2, āre (pus), eitern, Marc. Emp. 14.

Spanish > Greek

ἀβέβηλος, ἁγής, ἁγνευτικός, ἁγνός, ἀδιάφθορος, ἄδολος, ἄθικτος, ἀθόλωτος, ἄκακος, ἀκατάμικτος, ἀκέραιος, ἀκεραιοφανής, ἀκηλίδωτος, ἀκηράσιος, ἀκήρατος, ἀκραιφνής, ἄκρατος, ἀλώβητος, ἀμίαντος, ἀμιγής, ἄμικτος, ἄμιξος, ἀμόλυντος, ἀμύσακτος, ἀμώμητος, ἄμωμος, ἀνέπαφος, ἀνεπιθόλωτος, ἀνθέμινος, ἄνοθος, ἀπαράχυτος, ἀπαρέγχυτος, ἁπλόος, ἀπρόσκοπος, ἀρᾳδιούργητος, ἀρρύπαντος, ἀρρύπαρος, ἄρρυπος, ἀρρύπωτος, ἀσκηθής, ἀσύνθετος, ἄφθορος, ἀφίλης, ἀχραής, ἀχρανής, ἄχραντος, διειδής, εἰλικρινής, εἰλικρινοειδής, ἐκλεκτός, ἐνόβρυζος, εὐαγής, καθαρός, λαμπρός, ὅσιος