ἀστασίαστος: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
mNo edit summary |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astasiastos | |Transliteration C=astasiastos | ||
|Beta Code=a)stasi/astos | |Beta Code=a)stasi/astos | ||
|Definition=[ῐ], ον, < | |Definition=[ῐ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[not torn by faction]], [[undisturbed by factions]], [[calm]], [[tranquil]], [[not factious]], [[that which cannot be referred to the theory of stating a case]], [[Ἀττική]] Th.1.2; [[στρατός]] App.''Hisp.''72; βίος Eus.Mynd.26.<br><span class="bld">2</span> [[not liable to disturbance]], νομή ''Sammelb.''5174 (iv A. D.), etc.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[free from faction]] or [[free from party-spirit]], Lys.2.55, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 459e, etc.; of forms of [[government]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1302a9. Adv. [[ἀστασιάστως]] = [[without partisan struggles]], [[peacefully]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.54, Herm. ''in Phdr.''p.186A.: Comp., D.C.52.30: Sup. ἀστασιαστότατα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 520d. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no afectado por las discordias]], [[libre de discordias]] de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.<i>R</i>.459e, οἱ πολίται Pl.<i>Euthd</i>.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων [[γένη]] Pl.<i>Lg</i>.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, [[Ἑλλάς]] D.Chr.12.74, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.<i>Mag</i>.1.50<br /><b class="num">•</b>de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.<i>Phlb</i>.63e, [[βίος]] Eus.Mynd.26<br /><b class="num">•</b>de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ [[δημοκρατία]] τῆς ὀλιγαρχίας Arist.<i>Pol</i>.1302<sup>a</sup>9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.<i>Or</i>.5.69c<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles</i> Pl.<i>R</i>.520d.<br /><b class="num">2</b> [[que no es objeto de discordia]] νομή <i>SB</i> 5174.5 (VI d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀστασιάστως]] = [[sin discordias]] [[πολιτεύειν]] [[ἀστασιάστως]] <i>IMSipylos</i> 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.54, φέρειν ἀ. Herm.<i>in Phdr</i>.186. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] nicht aufrührerisch, ruhig, παρέχειν τοὺς συμμάχους Lys. 2, 55. 33, 7; nicht durch Aufruhr beunruhigt, Thuc. 1, 2; Plat. u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] nicht aufrührerisch, ruhig, παρέχειν τοὺς συμμάχους Lys. 2, 55. 33, 7; nicht durch Aufruhr beunruhigt, Thuc. 1, 2; Plat. u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[non troublé par des factions]], [[calme]], [[paisible]];<br /><b>2</b> [[étranger aux factions]], [[non factieux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στασιάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστᾰσίαστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[не раздираемый междоусобиями]], [[без междоусобий]] (γῆ Thuc.; πόλεις Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[не склонный к восстаниям]] (σύμμαχοι Lys.; [[ἀγέλη]] τῶν φυλάκων Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστᾰσίαστος''': -ον, ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ διαταρασσομένη ὑπὸ στάσεων, τὴν Ἀττικήν… ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεὶ Θουκ. 1. 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ στασιάζων, [[ἥσυχος]], ἀστασιάστους παρέχοντες τοὺς συμμάχους Λυσ. 195. 38., Πλάτ. Πολ. 459Ε, κτλ.· ἐπὶ πολιτευμάτων, Ἀριστ. Πολ. 5. 1, 15: - Ἐπίρρ. -τως, ἀταράχως καὶ ἀστασιάστως διαμένειν Διόδ. 17. 54 (ἀνθ’ οὗ παρὰ γραμμ. καὶ ἀστασιαστικῶς)· ὑπερθ. -ότατα, Πλάτ. Πολ. 520D. | |lstext='''ἀστᾰσίαστος''': -ον, ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ διαταρασσομένη ὑπὸ στάσεων, τὴν Ἀττικήν… ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεὶ Θουκ. 1. 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ στασιάζων, [[ἥσυχος]], ἀστασιάστους παρέχοντες τοὺς συμμάχους Λυσ. 195. 38., Πλάτ. Πολ. 459Ε, κτλ.· ἐπὶ πολιτευμάτων, Ἀριστ. Πολ. 5. 1, 15: - Ἐπίρρ. -τως, ἀταράχως καὶ ἀστασιάστως διαμένειν Διόδ. 17. 54 (ἀνθ’ οὗ παρὰ γραμμ. καὶ ἀστασιαστικῶς)· ὑπερθ. -ότατα, Πλάτ. Πολ. 520D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀστᾰσίαστος:''' -ον ([[στασιάζω]]), αυτός που δεν διαταράσσεται από στάσεις, διχόνοιες, σε Θουκ.· λέγεται για προσωπα, [[ελεύθερος]] από κομματικό [[πνεύμα]], μη [[φατριαστικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀστᾰσίαστος:''' -ον ([[στασιάζω]]), αυτός που δεν διαταράσσεται από στάσεις, διχόνοιες, σε Θουκ.· λέγεται για προσωπα, [[ελεύθερος]] από κομματικό [[πνεύμα]], μη [[φατριαστικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[free from faction]], [[undisturbed by faction]] | |woodrun=[[free from faction]], [[undisturbed by faction]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[seditionum immunis]]'', [[free from revolt]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.2.5/ 1.2.5]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:34, 21 November 2024
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not torn by faction, undisturbed by factions, calm, tranquil, not factious, that which cannot be referred to the theory of stating a case, Ἀττική Th.1.2; στρατός App.Hisp.72; βίος Eus.Mynd.26.
2 not liable to disturbance, νομή Sammelb.5174 (iv A. D.), etc.
II of persons, free from faction or free from party-spirit, Lys.2.55, Pl.R. 459e, etc.; of forms of government, Arist.Pol.1302a9. Adv. ἀστασιάστως = without partisan struggles, peacefully D.S.17.54, Herm. in Phdr.p.186A.: Comp., D.C.52.30: Sup. ἀστασιαστότατα Pl.R. 520d.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no afectado por las discordias, libre de discordias de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.R.459e, οἱ πολίται Pl.Euthd.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων γένη Pl.Lg.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, Ἑλλάς D.Chr.12.74, cf. IG 22.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.Mag.1.50
•de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.Phlb.63e, βίος Eus.Mynd.26
•de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ δημοκρατία τῆς ὀλιγαρχίας Arist.Pol.1302a9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.Or.5.69c
•neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8
•neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles Pl.R.520d.
2 que no es objeto de discordia νομή SB 5174.5 (VI d.C.).
II adv. ἀστασιάστως = sin discordias πολιτεύειν ἀστασιάστως IMSipylos 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. D.S.17.54, φέρειν ἀ. Herm.in Phdr.186.
German (Pape)
[Seite 374] nicht aufrührerisch, ruhig, παρέχειν τοὺς συμμάχους Lys. 2, 55. 33, 7; nicht durch Aufruhr beunruhigt, Thuc. 1, 2; Plat. u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non troublé par des factions, calme, paisible;
2 étranger aux factions, non factieux.
Étymologie: ἀ, στασιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀστᾰσίαστος:
1 не раздираемый междоусобиями, без междоусобий (γῆ Thuc.; πόλεις Arst.);
2 не склонный к восстаниям (σύμμαχοι Lys.; ἀγέλη τῶν φυλάκων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰσίαστος: -ον, ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ διαταρασσομένη ὑπὸ στάσεων, τὴν Ἀττικήν… ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεὶ Θουκ. 1. 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ στασιάζων, ἥσυχος, ἀστασιάστους παρέχοντες τοὺς συμμάχους Λυσ. 195. 38., Πλάτ. Πολ. 459Ε, κτλ.· ἐπὶ πολιτευμάτων, Ἀριστ. Πολ. 5. 1, 15: - Ἐπίρρ. -τως, ἀταράχως καὶ ἀστασιάστως διαμένειν Διόδ. 17. 54 (ἀνθ’ οὗ παρὰ γραμμ. καὶ ἀστασιαστικῶς)· ὑπερθ. -ότατα, Πλάτ. Πολ. 520D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀστασίαστος, -ον)
1. αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο ειρηνικός
2. εκείνος που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις
νεοελλ.
όποιος γίνεται δεκτός χωρίς διαφωνίες των ειδικών («ερμηνεία αστασίαστη»)
αρχ.
ο νομοταγής.
Greek Monotonic
ἀστᾰσίαστος: -ον (στασιάζω), αυτός που δεν διαταράσσεται από στάσεις, διχόνοιες, σε Θουκ.· λέγεται για προσωπα, ελεύθερος από κομματικό πνεύμα, μη φατριαστικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
στασιάζω
not disturbed by faction, Thuc.: of persons, free from party-spirit, not factious, Plat.
English (Woodhouse)
free from faction, undisturbed by faction