ἀνεπίξεστος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepiksestos | |Transliteration C=anepiksestos | ||
|Beta Code=a)nepi/cestos | |Beta Code=a)nepi/cestos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπίξεστον, [[not polished]], [[not finished]], δόμος Hes.''Op.''746, Them.''Or.''26.388b. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht überglättet, unvollendet, [[δόμος]] Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] [[nicht überglättet]], [[unvollendet]], [[δόμος]] Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[non poli]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> non achevé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπιξέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεπίξεστος:''' досл. [[не обтесанный]], перен. [[незаконченный]] ([[δόμος]] Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίξεστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, [[ἀκόσμητος]], [[ἀτελής]], [[μηδὲ]] δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ [[φράσις]] χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει [[μήπως]] τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 [[ἀνάγκη]] ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία [[ἀνάγκη]] τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει. | |lstext='''ἀνεπίξεστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, [[ἀκόσμητος]], [[ἀτελής]], [[μηδὲ]] δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ [[φράσις]] χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει [[μήπως]] τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 [[ἀνάγκη]] ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία [[ἀνάγκη]] τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεπίξεστος:''' -ον ([[ἐπί]], [[ξέω]]), μη γυαλισμένος ([[αγυάλιστος]]) ή [[ακόσμητος]], [[ατελής]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἀνεπίξεστος:''' -ον ([[ἐπί]], [[ξέω]]), μη γυαλισμένος ([[αγυάλιστος]]) ή [[ακόσμητος]], [[ατελής]], σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἐπί, ξέω]<br />not [[polished]] or [[finished]], Hes. | |mdlsjtxt=[ἐπί, ξέω]<br />not [[polished]] or [[finished]], Hes. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:48, 23 November 2024
English (LSJ)
ἀνεπίξεστον, not polished, not finished, δόμος Hes.Op.746, Them.Or.26.388b.
Spanish (DGE)
-ον
no pulido, no acabado, δόμος Hes.Op.746, ἀνδρών Them.Or.26.322b.
German (Pape)
[Seite 225] nicht überglättet, unvollendet, δόμος Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non poli;
2 p. ext. non achevé.
Étymologie: ἀ, ἐπιξέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίξεστος: досл. не обтесанный, перен. незаконченный (δόμος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, ἀκόσμητος, ἀτελής, μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ φράσις χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει μήπως τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 ἀνάγκη ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία ἀνάγκη τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει.
Greek Monolingual
ἀνεπίξεστος, -ον (AM)
(για οικοδόμημα)
ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»].
Greek Monotonic
ἀνεπίξεστος: -ον (ἐπί, ξέω), μη γυαλισμένος (αγυάλιστος) ή ακόσμητος, ατελής, σε Ησίοδ.