ἄλογος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(13_6b) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] 1) unvernünftig, καὶ [[θηριώδης]], [[ἡδονή]] Plat. Rep. IX, 591 c, u. so öfter Plut.; dem [[ἔλλογος]] entgegenges., Arist. Eth. Nic. 10, 2, 1; τὰ ἄλογα, Thiere, Xen. Hier. 7, 3. – 2) widersinnig, abgeschmackt, dem λόγον ἔχον entgegengesetzt, Plat. Soph. 258 e. – 3) unerwartet, Thuc. 6, 46, wo der Ggstz προσδεχομένῳ ἦν; so neben [[ἀπροσδόκητος]] Dem. 23, 58, außer der Berechnung liegend. – 4) durch Worte nicht auszudrücken, unaussprechlich, Soph. frg. 241; [[ἐπιστήμη]] Plat. Theaet. 201 d; στοιχεῖα 203 b u. öfter; bei den Mathem. irrational; auch sprachlos, [[σιγή]] Plat. Legg. III, 696 d; Luc. dom. 1; [[ἡμέρα]], zu öffentlichen Verhandlungen nicht geeignet, Lexiph. 9. – Adv. schweigend, Soph. O. C. 130; widersinnig, dem [[εἰκότως]] entgegenges., Isocr. 4, 150; ἀλόγως ἔχειν, unverständig sein, Dem. Lpt. 24 u. öfter, ohne Grund. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] 1) unvernünftig, καὶ [[θηριώδης]], [[ἡδονή]] Plat. Rep. IX, 591 c, u. so öfter Plut.; dem [[ἔλλογος]] entgegenges., Arist. Eth. Nic. 10, 2, 1; τὰ ἄλογα, Thiere, Xen. Hier. 7, 3. – 2) widersinnig, abgeschmackt, dem λόγον ἔχον entgegengesetzt, Plat. Soph. 258 e. – 3) unerwartet, Thuc. 6, 46, wo der Ggstz προσδεχομένῳ ἦν; so neben [[ἀπροσδόκητος]] Dem. 23, 58, außer der Berechnung liegend. – 4) durch Worte nicht auszudrücken, unaussprechlich, Soph. frg. 241; [[ἐπιστήμη]] Plat. Theaet. 201 d; στοιχεῖα 203 b u. öfter; bei den Mathem. irrational; auch sprachlos, [[σιγή]] Plat. Legg. III, 696 d; Luc. dom. 1; [[ἡμέρα]], zu öffentlichen Verhandlungen nicht geeignet, Lexiph. 9. – Adv. schweigend, Soph. O. C. 130; widersinnig, dem [[εἰκότως]] entgegenges., Isocr. 4, 150; ἀλόγως ἔχειν, unverständig sein, Dem. Lpt. 24 u. öfter, ohne Grund. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄλογος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] λόγου καὶ [[ἑπομένως]], Ι. ὁ μὴ ὁμιλῶν, ὁ μή ἐκπέμπων φωνὴν ἔναρθρον, [[ἄφωνος]], Πλάτ. Νόμ. 696Ε· οὕτω Σοφ. Ο. Κ. 131, ὡς ἐπίρρ. ἀλόγως: - ἄλ. ἡμέραι, Λατ. dies nefastus, = [[ἡμέρα]] [[ἀργίας]] καθ’ ἥν οὐδεμία [[ἐργασία]] γίνεται, Λουκ. Λεξιφάν. 9. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραστήσῃ διὰ λόγου, [[ἀνεκφώνητος]], περὶ τοῦ στοιχείου ὡς ὄντος ἀφώνου καὶ ἀποτελοῦντος ψόφον τινὰ μόνον, Πλάτ. Θεαίτ. 203Α· πρβλ. 205C: [[ἀνέκφραστος]], ἄρρητος, Λατ. infandus, Σοφ. Ἀποσπ. 241. ΙΙ. [[ἄνευ]] λόγου, [[ἄλογος]], [[παράλογος]], [[ἡδονή]], [[ὄχλος]], κτλ., Πλάτ. Πολ. 591C, Τίμ. 42D, κτλ.: τὰ ἄλογα = τὰ ἄλογα ζῷα, ὁ αὐτ. Πρωτ. 321Β, Ξεν. Ἱέρ. 7. 3, (πρβλ. τῆς καθωμιλημένης τὸ ἄλογον = [[ἵππος]]· πρβλ. καὶ [[ἀλογοτροφεῖον]]). 2) οὐχὶ [[σύμφωνος]] πρὸς τὸν ὀρθὸν λόγον, μὴ ὁδηγούμενος ὑπ’ [[αὐτοῦ]], μὴ πηγάζων ἐξ [[αὐτοῦ]]· ἄλ. [[δόξα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φράσιν: ἡ [[μετὰ]] λόγου [[δόξα]], Πλάτ. Θεαίτ. 201C· ἄλ. τριβὴ καὶ [[ἐμπειρία]] = ἁπλῆ, μηχανικὴ τριβὴ καὶ [[ἐμπειρία]], ὁ αὐτ. Γοργ. 501Α· ἀλόγῳ πάθει τήν ἄλογον συνασκεῖν αἴσθησιν, ἐν τῇ ἐκτιμήσει ἔργου καλλιτεχνικοῦ, Διον. Ἁλ. [[περί]] Λυσ. 11. 3) ὁ [[ἐναντίος]] τοῦ λογικοῦ, [[ἀνόητος]], [[παράλογος]], Θουκ. 6. 85, Πλάτ. Θεαίτ. 203D: [[ἀκατανόητος]], [[ἀνεξήγητος]], Λυσ. 177. 9: [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνάρμοστος]] πρὸς τὸν σκοπόν του, Θουκ. 1. 32· ἀβάσιμος, Πολύβ. 3. 15, 9: - τὸ ἐπίρρ. [[εἶναι]] κοινότατον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Πλάτ. Πολ. 439D, Ἰσοκρ. 28Β, κτλ.: οὐκ ἀλόγως, οὐδ’ ἀκαίρως, ὁ αὐτ. 312Β. ΙΙΙ. [[ἄνευ]] λογισμοῦ, λογαριασμοῦ: 1) ὃν δὲν ἐλογάριαζέ τις, δὲν εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του, [[ἀπροσδόκητος]], Θουκ. 6. 46 (ἐν συνθ.). 2) ὁ μὴ ἀποτίσας τὸ ἀνῆκον εἰς αὐτὸν [[μέρος]] τοῦ λογαριασμοῦ· ἐπὶ ἐρανιστού, Γραμμ. IV. ἐπὶ μεγεθῶν δυσαναλόγων, παραπλησίως τῷ [[ἀσύμμετρος]], Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 3, περὶ ἀτόμων γραμμῶν = 9, ἴδε Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σελ. 130: παρὰ μαθηματ., [[ἄλογος]], ἄρρητος, Εὐκλ. 10, ὁρισμ. 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without λόγος, hence, I speechless, Pl.Lg.696e. Adv. -ως without speech, S.OC131, Isoc.3.9:—ἄ. ἡμέρα, = Lat. dies nefastus, on which no business may be done, Luc.Lex.9. b lacking in eloquence, LXX Ex.6.12. 2 inexpressive, Pl. Tht.203a; unutterable, = ἄρρητος, S.Fr.262. II unreasoning, ἡδονή, ὄχλος, etc., Pl.R.591c, Ti.42d, etc.; τὰ ἄλογα brutes, animals, Democr.164, Pl.Prt.321b, X.Hier.7.3; esp.in late Greek, ἄλογον, τό, = horse, POxy. 138.29 (610 A.D.), PGen.14 (late). 2 not according to reason, irrational, ἄ. δόξα, opp. ἡ μετὰ λόγου δ., Pl.Tht.201c; ἀλόγῳ πάθει τὴν ἄ. συνασκεῖν αἴσθησιν, instinctive feeling, in appreciating works of art, D.H.Lys.11; ἄ. πάθος Id.Comp.23. 3 contrary to reason, absurd, Th.6.85, Pl.Tht.203d; unaccountable, unintelligible, Lys.26.19; unfit, unsuited to its end, Th.1.32; groundless, Plb.3.15.9; ἀηδία PRyl.144.15 (38 A.D.). Adv. most freq. in this sense, Pl.R. 439d, etc.; οὐκ ἀ. οὐδ' ἀκαίρως Isoc.15.10: Sup. -ώτατα Phld.Ir. p.44 W. III without reckoning: 1 not reckoned upon, unexpected, Th.6.46 (Comp.). 2 not counted, null and void, ἡμέραι LXX Nu.6.12. 3 Act., not having paid one's reckoning, of an ἐρανιστής, EM70.31. IV of magnitudes, incommensurable, περὶ ἀλόγων γραμμῶν, title of work by Democr., cf. Arist.APo. 76b9, LI968b18, Euc.10.Def.10, etc. 2 in Rhythm, irrational, of feet or syllables whose time-relations cannot be expressed by a simple ratio, χορεῖος Aristox.Rhyth.2.20; ἄλογοι, sc. συλλαβαί, D.H. Comp.20:—in Music, ἄ. διαστήματα Plu.2.1145d:—of the pulse, unrhythmical, Herophil. ap.Ruf.Syn.Puls.4.3.
German (Pape)
[Seite 108] 1) unvernünftig, καὶ θηριώδης, ἡδονή Plat. Rep. IX, 591 c, u. so öfter Plut.; dem ἔλλογος entgegenges., Arist. Eth. Nic. 10, 2, 1; τὰ ἄλογα, Thiere, Xen. Hier. 7, 3. – 2) widersinnig, abgeschmackt, dem λόγον ἔχον entgegengesetzt, Plat. Soph. 258 e. – 3) unerwartet, Thuc. 6, 46, wo der Ggstz προσδεχομένῳ ἦν; so neben ἀπροσδόκητος Dem. 23, 58, außer der Berechnung liegend. – 4) durch Worte nicht auszudrücken, unaussprechlich, Soph. frg. 241; ἐπιστήμη Plat. Theaet. 201 d; στοιχεῖα 203 b u. öfter; bei den Mathem. irrational; auch sprachlos, σιγή Plat. Legg. III, 696 d; Luc. dom. 1; ἡμέρα, zu öffentlichen Verhandlungen nicht geeignet, Lexiph. 9. – Adv. schweigend, Soph. O. C. 130; widersinnig, dem εἰκότως entgegenges., Isocr. 4, 150; ἀλόγως ἔχειν, unverständig sein, Dem. Lpt. 24 u. öfter, ohne Grund.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλογος: -ον, ὁ ἄνευ λόγου καὶ ἑπομένως, Ι. ὁ μὴ ὁμιλῶν, ὁ μή ἐκπέμπων φωνὴν ἔναρθρον, ἄφωνος, Πλάτ. Νόμ. 696Ε· οὕτω Σοφ. Ο. Κ. 131, ὡς ἐπίρρ. ἀλόγως: - ἄλ. ἡμέραι, Λατ. dies nefastus, = ἡμέρα ἀργίας καθ’ ἥν οὐδεμία ἐργασία γίνεται, Λουκ. Λεξιφάν. 9. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραστήσῃ διὰ λόγου, ἀνεκφώνητος, περὶ τοῦ στοιχείου ὡς ὄντος ἀφώνου καὶ ἀποτελοῦντος ψόφον τινὰ μόνον, Πλάτ. Θεαίτ. 203Α· πρβλ. 205C: ἀνέκφραστος, ἄρρητος, Λατ. infandus, Σοφ. Ἀποσπ. 241. ΙΙ. ἄνευ λόγου, ἄλογος, παράλογος, ἡδονή, ὄχλος, κτλ., Πλάτ. Πολ. 591C, Τίμ. 42D, κτλ.: τὰ ἄλογα = τὰ ἄλογα ζῷα, ὁ αὐτ. Πρωτ. 321Β, Ξεν. Ἱέρ. 7. 3, (πρβλ. τῆς καθωμιλημένης τὸ ἄλογον = ἵππος· πρβλ. καὶ ἀλογοτροφεῖον). 2) οὐχὶ σύμφωνος πρὸς τὸν ὀρθὸν λόγον, μὴ ὁδηγούμενος ὑπ’ αὐτοῦ, μὴ πηγάζων ἐξ αὐτοῦ· ἄλ. δόξα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φράσιν: ἡ μετὰ λόγου δόξα, Πλάτ. Θεαίτ. 201C· ἄλ. τριβὴ καὶ ἐμπειρία = ἁπλῆ, μηχανικὴ τριβὴ καὶ ἐμπειρία, ὁ αὐτ. Γοργ. 501Α· ἀλόγῳ πάθει τήν ἄλογον συνασκεῖν αἴσθησιν, ἐν τῇ ἐκτιμήσει ἔργου καλλιτεχνικοῦ, Διον. Ἁλ. περί Λυσ. 11. 3) ὁ ἐναντίος τοῦ λογικοῦ, ἀνόητος, παράλογος, Θουκ. 6. 85, Πλάτ. Θεαίτ. 203D: ἀκατανόητος, ἀνεξήγητος, Λυσ. 177. 9: ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος πρὸς τὸν σκοπόν του, Θουκ. 1. 32· ἀβάσιμος, Πολύβ. 3. 15, 9: - τὸ ἐπίρρ. εἶναι κοινότατον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Πλάτ. Πολ. 439D, Ἰσοκρ. 28Β, κτλ.: οὐκ ἀλόγως, οὐδ’ ἀκαίρως, ὁ αὐτ. 312Β. ΙΙΙ. ἄνευ λογισμοῦ, λογαριασμοῦ: 1) ὃν δὲν ἐλογάριαζέ τις, δὲν εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του, ἀπροσδόκητος, Θουκ. 6. 46 (ἐν συνθ.). 2) ὁ μὴ ἀποτίσας τὸ ἀνῆκον εἰς αὐτὸν μέρος τοῦ λογαριασμοῦ· ἐπὶ ἐρανιστού, Γραμμ. IV. ἐπὶ μεγεθῶν δυσαναλόγων, παραπλησίως τῷ ἀσύμμετρος, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 3, περὶ ἀτόμων γραμμῶν = 9, ἴδε Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σελ. 130: παρὰ μαθηματ., ἄλογος, ἄρρητος, Εὐκλ. 10, ὁρισμ. 10.