ὑπόστασις: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(13_7_1) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1232.png Seite 1232]] ἡ, 1) eigtl. das Unterstellen, gew. die Unterlage, der Untersatz, die Grundlage, der Unterbau, substructio, D. Sic. 13, 82. Dah. auch Bodensatz, Hefe, u. übh. der zu Boden sinkende Schmutz, dah. Pfütze, Schlamm, – u. [[ὑπόστασις]] τῆς κοιλίας, die dickere Unreinigkeit des Leibes, Unrath, Arist. H. A. 2, 1 u. Medic.; auch dicke Brühe, Ath. IV, 133; Menand. bei Poll. 6, 60. – 2) das, was einer Sache, bes. einer Erzählung, einer Rede, einem Gedichte zu Grunde liegt, Gegenstand, der abgehandelt wird, Stoff, Pol. 4, 2,1 u. öfter, u. Sp.; – übh. Anfang, D. Sic. 1, 66. – 3) die Wirklichkeit, das Wesen, die Substanz, im Ggstz der Erscheinung, καθ' ὑπόστασιν , im Ggstz von κατ' ἔμφασιν, Arist. mund. 4, 21; S. Emp. oft. – Auch die Eigenschaft, daß man sich unter eine Sache stellt, sich ihr unterzieht, Standhaftigkeit, Muth, Pol. 4, 50, 10, καὶ [[τόλμα]] 6, 55, 2; dah. auch das Unternehmen, der Vorsatz, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1232.png Seite 1232]] ἡ, 1) eigtl. das Unterstellen, gew. die Unterlage, der Untersatz, die Grundlage, der Unterbau, substructio, D. Sic. 13, 82. Dah. auch Bodensatz, Hefe, u. übh. der zu Boden sinkende Schmutz, dah. Pfütze, Schlamm, – u. [[ὑπόστασις]] τῆς κοιλίας, die dickere Unreinigkeit des Leibes, Unrath, Arist. H. A. 2, 1 u. Medic.; auch dicke Brühe, Ath. IV, 133; Menand. bei Poll. 6, 60. – 2) das, was einer Sache, bes. einer Erzählung, einer Rede, einem Gedichte zu Grunde liegt, Gegenstand, der abgehandelt wird, Stoff, Pol. 4, 2,1 u. öfter, u. Sp.; – übh. Anfang, D. Sic. 1, 66. – 3) die Wirklichkeit, das Wesen, die Substanz, im Ggstz der Erscheinung, καθ' ὑπόστασιν , im Ggstz von κατ' ἔμφασιν, Arist. mund. 4, 21; S. Emp. oft. – Auch die Eigenschaft, daß man sich unter eine Sache stellt, sich ihr unterzieht, Standhaftigkeit, Muth, Pol. 4, 50, 10, καὶ [[τόλμα]] 6, 55, 2; dah. auch das Unternehmen, der Vorsatz, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπόστᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ὑφίστημι]])· Α. ὡς [[ἐνέργεια]]. 1) [[ὑποστήριξις]], τοῦ βάρους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 7. 2) ἡ [[συμπίεσις]] ὑγρῶν τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ἔλθωσιν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν· [[ἀπόστημα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, ἴδε Foës. Oecon.· ὑπ. τῆς κοιλίης, [[ἔμφραξις]], ὁ αὐτ. 3) τὸ τοποθετεῖν τινα εἰς ἐνέδραν ἢ τὸ κτεῖσθαι ἐν ἐνέδρᾳ, τὸ ἐνεδρεύειν, Σοφ. Ἀποσπ. 644. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθητ.), τὸ ἵστασθαι [[ὑποκάτω]], [[σταθερότης]], ἀντίθετον τῷ [[ἀπόρρυσις]], Ἱππ. 741H, πρβλ. 822D. 2) [[ὑποστροφή]], [[ἐπιστροφή]], τοῦ κύματος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 38. Β. ὡς [[πρᾶγμα]], Ι. ἐπὶ ὑγρῶν, τὸ μένον [[ὑποκάτω]] ἐν τῷ πυθμένι, «καταπάτι», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκχυνόμενον, Ἱππ. 686. 38, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19. 14, Μετεωρολογ. 4. 5, 6, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] δὲ ἡ [[ὑποστάθμη]] τῶν οὔρων, ἡ ὑπ. ἡ εἰς τὴν κύστιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 20· ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑπ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 2. 2, 3· ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑπ. [[αὐτόθι]] 3. 9, 6· καὶ ἐπὶ τῶν ξηρῶν περιττωμάτων ἢ τῆς κόπρου, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπ. [[αὐτόθι]] 2. 2, 3, πρβλ. 4. 2, 7, Μετεωρ. 2. 3, 14· πρβλ. [[ὑπόσταλσις]]. 2) νέφους ὑποστάσεις, διαρκεῖς στάσεις, Διόδ. 1. 48. 3) [[εἶδος]] «πηκτῆς» ἢ πυκνοῦ ζωμοῦ, Ἰωνικὸς [[πλούταξ]] ὑποστάσεις ποιῶν Μένανδρος ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 10, πρβλ. Διεύχη παρ’ Ὀρειβασ., [[Πολυδ]]. ϛʹ, 60. ΙΙ. [[πρᾶγμα]] ὑποβαλλόμενον, τιθέμενον [[ὑποκάτω]], [[ὑποστήριγμα]], ὑπ. ξύλου, κατὰ τὴν τοποθέτησιν ἐξηρθρωμένου μέλους, Ἱππ. Μοχλ. 856· - ἡ βάσις ἢ τὸ θεμέλιον ναοῦ, κλπ, Διόδ. 1. 66., 13. 82. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λόγου ῥητορικοῦ ἢ ποιήματος, ἡ [[ὑπόθεσις]], τὸ περιεχόμενον, ἡ βάσις [[αὐτοῦ]], Πολύβ. 4. 2, 1, πρβλ. Schweigh. 1. 5, 3, Διόδ. 1. 3. κλπ.· - [[ὡσαύτως]], τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως, ἡ πρώτη [[ἀρχή]], ὁ αὐτ. 1. 66· ἡ ἀρχὴ λαοῦ, ἡ [[γένεσις]] [[αὐτοῦ]], Ἰώσηπος κατὰ Ἀπίωνος, 1. 1· - βάσις ἐνεργείας, σχέδιον, [[σκοπός]], Διόδ. 16. 32· κατὰ τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 28, κλπ.· πρὸς τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 3. 3) τὸ θεμέλιον ἢ ἡ βάσις (ὁ [[λόγος]]) τῆς ἐλπίδος, τῆς πεποιθήσεως, τοῦ θάρρους, τῆς ἀποφάσεως, τῆς εὐσταθείας, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 4. 50, 10, Διόδ. 1. 6, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. γ΄, 14· ἡ ὑπ. τῆς καυχήσεως πρὸς Κορ. ια΄, 17, πρβλ. θ΄, 4, πρ. Ἑβρ. γ΄, 14· ὑπ. τῶν ἐλπιζομένων, [[πεποίθησις]] περὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἐλπίζει τις, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 1 (ἐκτὸς ἐὰν ἡ προσεχὴς [[σημασία]] τοῦ [[ὑπόστασις]] ([[οὐσία]], πραγματικότης) ληφθῇ ὡς ἁρμόζουσα [[ἐνταῦθα]]) ΙΙΙ. [[οὐσία]], [[φύσις]], δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑπ. ἔχειν, ξύλα δυσκόλως σχιζόμενα [[ἐπειδὴ]] ἡ [[οὐσία]] αὐτῶν [[εἶναι]] [[κολλώδης]] ([[ῥητινώδης]]), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4· ἡ τοῦ γεώδους ὑπ. [[αὐτόθι]] 6. 7, 4. 2) [[οὐσία]], πραγματικὴ [[ὕπαρξις]], πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαινόμενον, φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπ. δὲ μὴ Ἀρτεμίδ. 3. 14· τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ’ ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ’ ὑπόστασιν (οὐσιώδη, πραγματικά), Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 21, πρβλ., Πλούταρχον 2. 894Β, F, Διογέν. Λαέρτ. 7. 135., 9. 91· [[οὕτως]] ὑποστάσεις καλοῦνται τὰ πραγματικὰ ἀντικείμενα, ὧν κατ’ ἀνάκλασιν εἰκόνες, (αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) φαίνονται ἐν τῷ κατόπτρῳ, Πλούτ. 2. 901C· ὑπ. ἔχειν, ὑφίστασθαι, ὑπάρχειν, Σέξτου Ἐμπ. Π. 2. 94. 176, κλπ.· πρβλ. [[ὑφίστημι]] Β. IV. 2. IV. ἡ πραγματικὴ [[οὐσία]] ἢ [[φύσις]] πράγματός τινος ἅτε ὑπάρχουσα ὡς βάσις καὶ στηρίζουσα τὴν ἐξωτερικὴν [[αὐτοῦ]] μορφήν, [[ὅθεν]] = [[οὐσία]] ἢ ἡ ὑποκειμένη ὕλη, Λατ. substantia, (οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑποστάσεως ἐχρήσαντο Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3. 7)· κατὰ τὴν ὑπ. Λουκ. Παράσ. 27· κατ’ ἰδίαν ὑπ. καὶ οὐσίαν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9, 338· ἀκολούθως παρὰ τοῖς πατράσι τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ παρὰ Θεολογικοῖς συγγραφεῦσιν, ἴδε Suicer 2. 1396· - ἐὰν αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως ἐν τῷ χωρίῳ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑπ. ἐν τῇ πρ. Ἑβρ. Ἐπιστ. α΄, 3, τοῦτο θὰ [[εἶναι]] τὸ ἀρχαιότατον [[παράδειγμα]] τῆς τοιαύτης χρήσεως. V. παρὰ τοῖς μεταγεν. θεολόγοις ἡ [[λέξις]] περιωρίσθη κατὰ σημασίαν, σημαίνουσα τὸ ἰδιαίτερον ἢ χαρακτηριστικὸν φυσικὸν [[ἰδίωμα]] προσώπου ἢ πράγματος, διαφέρει τοῦ [[οὐσία]], ὡς τὸ [[εἶδος]] τοῦ γένους, [[ὅθεν]] καὶ κεῖται ὡς ἰσοδύναμον τῷ τῶν Λατίνων persona ([[πρόσωπον]]), ἴδε Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. ἐν λέξει, πρβλ. Gieseler Kirchengesch. 1, σ. 392, 444, 449 κἑξ. VI. ὡς ῥητορ. [[σχῆμα]], «ὑπόστασίς ἐστι λόγου [[αὔξησις]] καὶ [[ἑρμηνεία]] κατὰ τὸ δεύτερον [[κόμμα]] ἢ [[κῶλον]]» Ρήτορες (Walz) τόμ. 8, σελ. 636, 15, κλπ. VII. = [[ὑπόστημα]] ΙΙΙ, [[στρατόπεδον]], Ἑβδ. (Α΄, Βασ. ΙΓ΄, 23., ιδ΄, 4). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ὑφίστημι, ὑφίσταμαι): A as an act, standing under, supporting, ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ καὶ ὁ αὐχὴν τοῦ ἄρθρου . . ὑπὸ συχνῷ μέρει τοῦ ἰσχίου τὴν ὑ. πεποίηται Hp.Art.55; [τοὺς προσθίους πόδας] ἔχουσιν . . οὐ μόνον ἕνεχ' ὑποστάσεως τοῦ βάρους Arist.PA 659a24; ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑ. LXX Ps.68(69).3. 2 resistance, τοῦ κύματος Arist.Mete.368b12 (unless = settling down); so perh. in Hp.Off.3, Ael.Fr.59. 3 lying in ambush, S.Fr.719. B as a thing, I in liquids, that which settles at the bottom, sediment, Hp.Steril.242, Arist.HA551b29, Mete.382b14, Thphr.HP 9.8.3; esp. of sediment in the urine, Hp.Coac.146,389, Aph.4.69, al., Gal.6.252, al.; but the urine itself is called ἡ ὑ. ἡ εἰς τὴν κύστιν, Arist. Mete.358a8; ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑ. Id.PA647b28; ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑ. ib.671b20; also of the dry excrement, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑ. ib.647b28, cf. 677a15, Mete.358b9. b an accumulation of pus, abscess, Hp.Art.40. 2 νέφους ὑποστάσεις cloud-cumuli, D.S.1.38. 3 a kind of jelly or thick soup, in pl., Men.462.10 (cf. Poll.6.60), Orib.4.8.1. 4 metaph. of time, duration, ἡ στιγμιαία τῶν καιρῶν ὑ. Gal.19.187; μνήσθητι τίς μου ἡ ὑ. remember how short my time is, LXX Ps.88(89).48; ἡ ὑ. μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου mine age is as nothing before thee, ib.38(39).6; ἐφ' ὅσον αὐτοῦ (sc. Ἕκτορος) ἡ ὑ. τῶν χρόνων ὑπῆρχεν as long as his store of years lasted, Vett.Val.347.14. 5 coming into existence, origin, ἡ ὑ. μου ἐν τοῖς κατωτάτω τῆς γῆς LXX Ps.138(139).15; περὶ τοῦ γένους . . τῶν Ἰουδαίων . . ὅτι . . τὴν πρώτην ὑ. ἔσχεν ἰδίαν J.Ap.1.1; ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑ. καθ' ἑαυτήν has no power of originating by itself, Hermog. Id.1.10. II foundation or substructure of a temple, etc., LXX Na.2.7, D.S.1.66, 13.82; ὑποστάσεις ἐπάλξεων lower part of a crenellated wall, Ph.Bel.84.9; ὑ. ξύλου is f.l. for ὑπότασις ξ. in Hp. Mochl.25. 2 metaph. of a narrative, speech, or poem, ground-work, subject-matter, argument, Plb.4.2.1, D.S.1.3, etc. 3 plan, purpose, Id.16.32; κατὰ τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.28, 15.70; πρὸς τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.3; οἱ Αἰγύπτιοι . . ἰδίᾳ τινὶ ὑ. κεχρημένοι εἰσί (sc. in their calendar) Gem.8.16, cf. 25; κατὰ τὴν Καίσαρος ὑ. BMus.Inscr.892.21 (Halic., i B. C./i A. D.). 4 confidence, courage, resolution, steadiness, of soldiers, Plb.4.50.10,6.55.2; hope, ἔστι μοι ὑ. τοῦ γενηθῆναί με ἀνδρί LXX Ru.1.12; ἀπώλετο ἡ ὑ. αὐτῆς ib.Ez.19.5, cf. Ep.Hebr.3.14; ἡ ὑ. τῆς καυχήσεως 2 Ep.Cor.11.17, cf. 9.4; ἔστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις confidence in things hoped for, Ep.Hebr.11.1 (unless substance be the right sense here). 5 undertaking, promise, οἱ ὑπογεγραμμένοι γεωργοὶ ἐπέδωκαν ἡμῖν ὑπόστασιν PEleph.15.3 (iii B. C.), cf. PTheb.Bank1.8 (ii B. C.), PTeb.61 (b).194 (ii B. C.). 6 Astrol., τὰ τούτου (sc. κλήρου τύχης) τετράγωνα ὑπόστασις (fort. -στάσεις) [λέγεται] Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).227. III substantial nature, substance, δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑ. ἔχειν woods hard to cleave, because of their resinous substance, Thphr.CP5.16.4; ἡ τοῦ γεώδους ὑ. ib.6.7.4. 2 substance, actual existence, reality (οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑ. ἐχρήσαντο Socr. HE3.7), opp. semblance, φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑ. δὲ μή Artem.3.14; τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ' ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ' ὑπόστασιν (substantial, actual), Arist.Mu.395a30, cf. Placit.3.6, D.L.7.135, 9.91; so ὑποστάσεις are the substances of which the reflections (αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) appear in the mirror, Placit.4.14.2; ὑ. ἔχειν have substantial existence, Demetr.Lac.Herc.1055.14, S.E. P.2.94, 176, M.Ant.9.42; ἰδίᾳ χρησάμενον ὑποστάσει (ὑποτάσει cod.), πρὸς ἰδίαν ὑ. φυτευθέντα, a separate existence, Sor.1.96, cf. 33; ὑπόστασιν μὴ ἔχειν Id.2.57; ὑποστάσεις τε καὶ μεταβολαί M.Ant.9.1, cf. 10.5; [ἡ παρασιτικὴ] διαφέρει καὶ τῆς ῥητορικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας . . κατὰ τὴν ὑ. (in respect of reality) · ἡ μὲν γὰρ ὑφέστηκεν, αἱ δὲ οὔ Luc. Par.27; κατ' ἰδίαν ὑ. καὶ οὐσίαν S.E.M.9.338. 3 real nature, essence, χαρακτὴρ τῆς ὑ. Ep.Hebr.1.3. IV as a Rhet. figure, the full expression or expansion of an idea, Hermog.Id.1.11, Aristid. Rh.1p.479S., Syrian. in Hermog.1.60 R. V = ὑπόστημα 111, camp, LXX 1 Ki.13.23, 14.4. VI wealth, substance, property, ib.De.11.6, Je.10.17, POxy.1274.15 (iii A. D.), BGU1020.16 (vi A. D.), etc. 2 pl., title deeds, documents recording ownership of property, POxy.237 viii 26 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1232] ἡ, 1) eigtl. das Unterstellen, gew. die Unterlage, der Untersatz, die Grundlage, der Unterbau, substructio, D. Sic. 13, 82. Dah. auch Bodensatz, Hefe, u. übh. der zu Boden sinkende Schmutz, dah. Pfütze, Schlamm, – u. ὑπόστασις τῆς κοιλίας, die dickere Unreinigkeit des Leibes, Unrath, Arist. H. A. 2, 1 u. Medic.; auch dicke Brühe, Ath. IV, 133; Menand. bei Poll. 6, 60. – 2) das, was einer Sache, bes. einer Erzählung, einer Rede, einem Gedichte zu Grunde liegt, Gegenstand, der abgehandelt wird, Stoff, Pol. 4, 2,1 u. öfter, u. Sp.; – übh. Anfang, D. Sic. 1, 66. – 3) die Wirklichkeit, das Wesen, die Substanz, im Ggstz der Erscheinung, καθ' ὑπόστασιν , im Ggstz von κατ' ἔμφασιν, Arist. mund. 4, 21; S. Emp. oft. – Auch die Eigenschaft, daß man sich unter eine Sache stellt, sich ihr unterzieht, Standhaftigkeit, Muth, Pol. 4, 50, 10, καὶ τόλμα 6, 55, 2; dah. auch das Unternehmen, der Vorsatz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόστᾰσις: -εως, ἡ, (ὑφίστημι)· Α. ὡς ἐνέργεια. 1) ὑποστήριξις, τοῦ βάρους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 7. 2) ἡ συμπίεσις ὑγρῶν τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ἔλθωσιν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν· ἀπόστημα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, ἴδε Foës. Oecon.· ὑπ. τῆς κοιλίης, ἔμφραξις, ὁ αὐτ. 3) τὸ τοποθετεῖν τινα εἰς ἐνέδραν ἢ τὸ κτεῖσθαι ἐν ἐνέδρᾳ, τὸ ἐνεδρεύειν, Σοφ. Ἀποσπ. 644. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθητ.), τὸ ἵστασθαι ὑποκάτω, σταθερότης, ἀντίθετον τῷ ἀπόρρυσις, Ἱππ. 741H, πρβλ. 822D. 2) ὑποστροφή, ἐπιστροφή, τοῦ κύματος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 38. Β. ὡς πρᾶγμα, Ι. ἐπὶ ὑγρῶν, τὸ μένον ὑποκάτω ἐν τῷ πυθμένι, «καταπάτι», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκχυνόμενον, Ἱππ. 686. 38, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19. 14, Μετεωρολογ. 4. 5, 6, κ. ἀλλ.· - μάλιστα δὲ ἡ ὑποστάθμη τῶν οὔρων, ἡ ὑπ. ἡ εἰς τὴν κύστιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 20· ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑπ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 2. 2, 3· ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑπ. αὐτόθι 3. 9, 6· καὶ ἐπὶ τῶν ξηρῶν περιττωμάτων ἢ τῆς κόπρου, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπ. αὐτόθι 2. 2, 3, πρβλ. 4. 2, 7, Μετεωρ. 2. 3, 14· πρβλ. ὑπόσταλσις. 2) νέφους ὑποστάσεις, διαρκεῖς στάσεις, Διόδ. 1. 48. 3) εἶδος «πηκτῆς» ἢ πυκνοῦ ζωμοῦ, Ἰωνικὸς πλούταξ ὑποστάσεις ποιῶν Μένανδρος ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 10, πρβλ. Διεύχη παρ’ Ὀρειβασ., Πολυδ. ϛʹ, 60. ΙΙ. πρᾶγμα ὑποβαλλόμενον, τιθέμενον ὑποκάτω, ὑποστήριγμα, ὑπ. ξύλου, κατὰ τὴν τοποθέτησιν ἐξηρθρωμένου μέλους, Ἱππ. Μοχλ. 856· - ἡ βάσις ἢ τὸ θεμέλιον ναοῦ, κλπ, Διόδ. 1. 66., 13. 82. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λόγου ῥητορικοῦ ἢ ποιήματος, ἡ ὑπόθεσις, τὸ περιεχόμενον, ἡ βάσις αὐτοῦ, Πολύβ. 4. 2, 1, πρβλ. Schweigh. 1. 5, 3, Διόδ. 1. 3. κλπ.· - ὡσαύτως, τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως, ἡ πρώτη ἀρχή, ὁ αὐτ. 1. 66· ἡ ἀρχὴ λαοῦ, ἡ γένεσις αὐτοῦ, Ἰώσηπος κατὰ Ἀπίωνος, 1. 1· - βάσις ἐνεργείας, σχέδιον, σκοπός, Διόδ. 16. 32· κατὰ τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 28, κλπ.· πρὸς τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 3. 3) τὸ θεμέλιον ἢ ἡ βάσις (ὁ λόγος) τῆς ἐλπίδος, τῆς πεποιθήσεως, τοῦ θάρρους, τῆς ἀποφάσεως, τῆς εὐσταθείας, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 4. 50, 10, Διόδ. 1. 6, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. γ΄, 14· ἡ ὑπ. τῆς καυχήσεως πρὸς Κορ. ια΄, 17, πρβλ. θ΄, 4, πρ. Ἑβρ. γ΄, 14· ὑπ. τῶν ἐλπιζομένων, πεποίθησις περὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἐλπίζει τις, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 1 (ἐκτὸς ἐὰν ἡ προσεχὴς σημασία τοῦ ὑπόστασις (οὐσία, πραγματικότης) ληφθῇ ὡς ἁρμόζουσα ἐνταῦθα) ΙΙΙ. οὐσία, φύσις, δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑπ. ἔχειν, ξύλα δυσκόλως σχιζόμενα ἐπειδὴ ἡ οὐσία αὐτῶν εἶναι κολλώδης (ῥητινώδης), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4· ἡ τοῦ γεώδους ὑπ. αὐτόθι 6. 7, 4. 2) οὐσία, πραγματικὴ ὕπαρξις, πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαινόμενον, φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπ. δὲ μὴ Ἀρτεμίδ. 3. 14· τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ’ ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ’ ὑπόστασιν (οὐσιώδη, πραγματικά), Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 21, πρβλ., Πλούταρχον 2. 894Β, F, Διογέν. Λαέρτ. 7. 135., 9. 91· οὕτως ὑποστάσεις καλοῦνται τὰ πραγματικὰ ἀντικείμενα, ὧν κατ’ ἀνάκλασιν εἰκόνες, (αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) φαίνονται ἐν τῷ κατόπτρῳ, Πλούτ. 2. 901C· ὑπ. ἔχειν, ὑφίστασθαι, ὑπάρχειν, Σέξτου Ἐμπ. Π. 2. 94. 176, κλπ.· πρβλ. ὑφίστημι Β. IV. 2. IV. ἡ πραγματικὴ οὐσία ἢ φύσις πράγματός τινος ἅτε ὑπάρχουσα ὡς βάσις καὶ στηρίζουσα τὴν ἐξωτερικὴν αὐτοῦ μορφήν, ὅθεν = οὐσία ἢ ἡ ὑποκειμένη ὕλη, Λατ. substantia, (οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑποστάσεως ἐχρήσαντο Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3. 7)· κατὰ τὴν ὑπ. Λουκ. Παράσ. 27· κατ’ ἰδίαν ὑπ. καὶ οὐσίαν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9, 338· ἀκολούθως παρὰ τοῖς πατράσι τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ παρὰ Θεολογικοῖς συγγραφεῦσιν, ἴδε Suicer 2. 1396· - ἐὰν αὕτη εἶναι ἡ σημασία τῆς λέξεως ἐν τῷ χωρίῳ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑπ. ἐν τῇ πρ. Ἑβρ. Ἐπιστ. α΄, 3, τοῦτο θὰ εἶναι τὸ ἀρχαιότατον παράδειγμα τῆς τοιαύτης χρήσεως. V. παρὰ τοῖς μεταγεν. θεολόγοις ἡ λέξις περιωρίσθη κατὰ σημασίαν, σημαίνουσα τὸ ἰδιαίτερον ἢ χαρακτηριστικὸν φυσικὸν ἰδίωμα προσώπου ἢ πράγματος, διαφέρει τοῦ οὐσία, ὡς τὸ εἶδος τοῦ γένους, ὅθεν καὶ κεῖται ὡς ἰσοδύναμον τῷ τῶν Λατίνων persona (πρόσωπον), ἴδε Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. ἐν λέξει, πρβλ. Gieseler Kirchengesch. 1, σ. 392, 444, 449 κἑξ. VI. ὡς ῥητορ. σχῆμα, «ὑπόστασίς ἐστι λόγου αὔξησις καὶ ἑρμηνεία κατὰ τὸ δεύτερον κόμμα ἢ κῶλον» Ρήτορες (Walz) τόμ. 8, σελ. 636, 15, κλπ. VII. = ὑπόστημα ΙΙΙ, στρατόπεδον, Ἑβδ. (Α΄, Βασ. ΙΓ΄, 23., ιδ΄, 4).