φοβέω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(13_7_2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1294.png Seite 1294]] in Furcht, Schrecken setzen, <b class="b2">schrecken</b>, scheuchen; bes. in die Flucht jagen, τινά, Hom. in der Il. (nie in der Od.), Ζεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ 16, 689, [[ἤδη]] μὲν σέ γε καὶ [[ἄλλοτε]] δουρὶ φόβησα 20, 187; Hes. Sc. 162; μὴ φίλους φόβει Aesch. Spt. 244; λόγοις τινά Pers. 211; Soph. verbindet ᾡ μή στι δρῶντι [[τάρβος]] οὐδ' [[ἔπος]] φοβεῖ O. R. 296; [[τίς]] φοβεῖ σε [[φήμη]] Eur. Hipp. 573. u. sonst. So auch Her. 7, 235; Plat. Tim. 71 b Legg. XI, 933 c; ἡ [[δύναμις]] φοβοῦσα Antiph. 4 γ 2. – Pass., fut. neben φοβηθήσομαι, Xen. Cyr. 3, 3,30, häufiger φοβήσομαι (vgl. Plat. Apol. 29 b Rep. V, 470 a), in gleicher Bdtg, Xen. Cyr. 1, 4,19. 7, 15; aor. ἐφοβήθην, ἐφοβησάμην erst bei Sp., wie Anacr. 31, 11; πεφόβηται, er fürchtet sich, Thuc. 7, 67; – in Furcht gesetzt werden, <b class="b2">sich fürchten</b>, bei Hom. nach Aristarch. immer in Flucht gejagt werden, <b class="b2">fliehen</b>; κὰμ μέσσον [[πεδίον]] φοβέοντο, βόες ὥς, ἅς τε [[λέων]] ἐφόβησε Il. 11, 172, u. öfter, auch c. acc., οὐ σ' ἔτι φοβήσομαι 22, 250, ich werde nicht länger vor dir fliehen; ὑπό τινος, 8, 149; ὑπό τινι, 15, 637; Ggstz [[ὑπομένω]], z. B. ὑπέμειναν ἀολλέες, οὐδ' ἐφόβηθεν 5, 498, u. öfter; in der O, d. nur einmal, 16, 163; so auch Her. 9, 70; μηδὲν φοβηθῇς, fürchte Nichts, Aesch. Prom. 128; Διὸς γνώμην 1005, und öfter; Soph. u. Eur., der auch φόβον φοβεῖσθαι verbdt, Troad. 1166; Plat. Prot. 360 b; φοβεῖσθαι [[πρός]] τι, sich in Beziehung auf Etwas, vor Etwas fürchten, Soph. Trach. 1211, [[περί]] τινος, um Einen oder um Etwas besorgt sein, Plat. Euthyd. 275 b; auch [[περί]] τινι, Plat. Prot. 322 b; τῷ χωρίῳ Thuc. 2, 90; [[ἀμφί]] τινι Her. 6, 62; – c. int., sich scheuen, Etwas zu thun, Plat. Gorg. 457 a, wie Aesch. φοβοῦμαι δ' [[ἔπος]] τόδ' ἐκβαλεῖν, Ch. 46; Eur. Ion 628; Xen. Cyr. 8, 7,15; aber auch = fürchten, φοβεῖται ἐξοστρακισθῆναι Plut. Pericl. 7; sonst in der Bedtg »fürchten« gew. mit μή, Plat. Phil. 16 a Charm. 171 e und Folgende überall (s. μή), selten [[ὅπως]] μή, Thuc. 6, 13; Xen. Mem. 2, 9,2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1294.png Seite 1294]] in Furcht, Schrecken setzen, <b class="b2">schrecken</b>, scheuchen; bes. in die Flucht jagen, τινά, Hom. in der Il. (nie in der Od.), Ζεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ 16, 689, [[ἤδη]] μὲν σέ γε καὶ [[ἄλλοτε]] δουρὶ φόβησα 20, 187; Hes. Sc. 162; μὴ φίλους φόβει Aesch. Spt. 244; λόγοις τινά Pers. 211; Soph. verbindet ᾡ μή στι δρῶντι [[τάρβος]] οὐδ' [[ἔπος]] φοβεῖ O. R. 296; [[τίς]] φοβεῖ σε [[φήμη]] Eur. Hipp. 573. u. sonst. So auch Her. 7, 235; Plat. Tim. 71 b Legg. XI, 933 c; ἡ [[δύναμις]] φοβοῦσα Antiph. 4 γ 2. – Pass., fut. neben φοβηθήσομαι, Xen. Cyr. 3, 3,30, häufiger φοβήσομαι (vgl. Plat. Apol. 29 b Rep. V, 470 a), in gleicher Bdtg, Xen. Cyr. 1, 4,19. 7, 15; aor. ἐφοβήθην, ἐφοβησάμην erst bei Sp., wie Anacr. 31, 11; πεφόβηται, er fürchtet sich, Thuc. 7, 67; – in Furcht gesetzt werden, <b class="b2">sich fürchten</b>, bei Hom. nach Aristarch. immer in Flucht gejagt werden, <b class="b2">fliehen</b>; κὰμ μέσσον [[πεδίον]] φοβέοντο, βόες ὥς, ἅς τε [[λέων]] ἐφόβησε Il. 11, 172, u. öfter, auch c. acc., οὐ σ' ἔτι φοβήσομαι 22, 250, ich werde nicht länger vor dir fliehen; ὑπό τινος, 8, 149; ὑπό τινι, 15, 637; Ggstz [[ὑπομένω]], z. B. ὑπέμειναν ἀολλέες, οὐδ' ἐφόβηθεν 5, 498, u. öfter; in der O, d. nur einmal, 16, 163; so auch Her. 9, 70; μηδὲν φοβηθῇς, fürchte Nichts, Aesch. Prom. 128; Διὸς γνώμην 1005, und öfter; Soph. u. Eur., der auch φόβον φοβεῖσθαι verbdt, Troad. 1166; Plat. Prot. 360 b; φοβεῖσθαι [[πρός]] τι, sich in Beziehung auf Etwas, vor Etwas fürchten, Soph. Trach. 1211, [[περί]] τινος, um Einen oder um Etwas besorgt sein, Plat. Euthyd. 275 b; auch [[περί]] τινι, Plat. Prot. 322 b; τῷ χωρίῳ Thuc. 2, 90; [[ἀμφί]] τινι Her. 6, 62; – c. int., sich scheuen, Etwas zu thun, Plat. Gorg. 457 a, wie Aesch. φοβοῦμαι δ' [[ἔπος]] τόδ' ἐκβαλεῖν, Ch. 46; Eur. Ion 628; Xen. Cyr. 8, 7,15; aber auch = fürchten, φοβεῖται ἐξοστρακισθῆναι Plut. Pericl. 7; sonst in der Bedtg »fürchten« gew. mit μή, Plat. Phil. 16 a Charm. 171 e und Folgende überall (s. μή), selten [[ὅπως]] μή, Thuc. 6, 13; Xen. Mem. 2, 9,2.
}}
{{ls
|lstext='''φοβέω''': ([[φόβος]])· γ΄ πληθ. προστακτ. φοβεόντων Ἡρόδ. 7. 235· Ἰωνικ. παρατ. φοβέεσκον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 162· ― μέλλ. -ήσω Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 557, (ἐκ-) Θουκ. 4. 126· ― ἀόρ. ἐφόβησα Ἰλ. Ο. 15, Ἀττ. -Παθ. καὶ μέσ., Ἰωνικ. β΄ ἑνικ. φόβεαι Ἡρόδ. 1. 39· Ἰωνικ. προστ. φόβεο ἢ φοβεῦ ὁ αὐτ. 1. 9., 7. 52. ― Ἐπικ. γ΄ πληθ. παρατατ. φοβέοντο Ἰλ. Ζ. 41· ― μέλλ. φοβήσομαι Χ. 250, Πλάτ., κλπ.· φοβηθήσομαι Πλουτ. Βροῦτ. 40, Λουκ. Ζεῦξις 9· ἀλλ’ ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 30, Πλάτ. Πολ. 470Α, Δημ. 197. 13, φοβήσομαι φέρεται ἤδη κατὰ διόρθωσιν, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων γενομένην· ― παθ. ἀόρ. ἐφοβήθην ἀεὶ παρ’ Ἀττικ., Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐφόβηθεν ἢ φόβηθεν Ὅμηρ.· μέσ. ἀόρ. ἐφοβησάμην μόνον ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 34. 11· ― πρκμ. πεφόβημαι Ὅμηρ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. -ηνται Πλάτ. Κρατ. 403Ε· ὑπερσ. ἐπεφοβήμην Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 32· γ΄ πληθ. -ηντο Θουκ. 5. 5, Ἐπικ. -ήατο Ἰλ. Φ. 206. Α. Ἐνεργ. παρ’ Ὁμήρ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.) ἀείποτε, [[τρέπω]] εἰς φυγήν, Λατ. fugo, [[[ἵρηξ]]] ἐφόβησε κολοιοὺς Ἰλ. Π. 583· [[Ζεὺς]] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ [[αὐτόθι]] 689· Τρώων οὓς ἐφόβησας Χ. 11· φοβῆσαί τε στίχας ἀνδρῶν Ρ. 505· ἐφόβησε δὲ λαοὺς [σὸς [[δόλος]]] Ο. 15· σέ γέ φημι... δουρὶ φοβήσειν Υ. 187· [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡσιόδῳ ἔνθ’ ἀνωτ., φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ’ ἀνθρώπων. ΙΙ. ἐμποιῶ φόβον εἴς τινα, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ φοβηθῇ, ἐκφοβῶ, φοβίζω, πτοῶ, Λατιν. terreo, Ἡρόδ. 7. 235 καὶ Ἀττ.· μὴ φίλους φόβει Αἰσχύλ. Θήβ. 262· ᾧ μή ’στι δρῶντι [[τάρβος]] οὐδ’ [[ἔπος]] φοβεῖ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 296, πρβλ. 1013, Εὐρ. Ἱππόλ. 572· [[πόνος]] ὁ μὴ φοβῶν, [[ἐλεύθερος]] φόβου, Σοφ. Φιλοκτ. 864· ἡ [[δύναμις]] φοβοῦσα Ἀντιφῶν 127. 23· αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τοὺς ἵππους Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 1, 48· τὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν μή... λέγωσιν Θουκ. 5. 45· ― [[μετὰ]] δοτ. τοῦ τρόπου, λόγοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 215· μεγαληγορίαισι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 357· ξυνέβαινε δὲ τῷ Ἀλκιβιάδῃ τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φοβεῖν, ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην, διὰ μὲν τοῦ Τισσαφέρνους νὰ φοβίζῃ τοὺς Ἀθηναίους, διὰ δὲ ἐκείνων τὸν Τισσαφέρνην, Θουκ. 8. 82· ― οὕτω [[μετὰ]] μετοχ., φ. τινα λέγων Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 8· λέγοντες ὡς ἥξει βασιλεὺς Δημ. 185. 5· ― ἀπολ., [[πόνος]] ὁ μὴ φοβῶν [[κράτιστος]] Σοφ. Φιλ. 864· φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν, διὰ τοῦ φόβου, Πλάτ. Πολ. 551Β. Β. Παθ. καὶ μέσ., παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, τρέπομαι εἰς φυγήν, [[φεύγω]] [[περίφοβος]], [[φεύγω]], [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδ., κύνες… διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Π. 163· [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ., ὑπέμειναν ἀολλέες, οὐδ’ ἐφόβηθεν Ε. 498· τοὶ δ’ ἐφόβηθεν… θεσπεσίῳ ὁμάδῳ Π. 295· κὰμ μέσσον [[πεδίον]] φοβέοντο, βόες ὣς ἅς τε [[λέων]] ἐφόβησε Λ. 172· ― [[συχν]]. ἐν τῇ μετοχ., μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθῃς Κ. 510, πρβλ. Ο. 4, Φ. 606· φοβηθεὶς δύσεθ’ ἁλὸς κατὰ [[κῦμα]], τραπεὶς εἰς φυγήν, Ζ. 135· βῆ δὲ φοβηθεὶς Χ. 137· ― ὑπό τινος φοβέεσθαι, τρέπεσθαι εἰς φυγήν, Θ. 149· ὑπό τινι Ο. 637· καὶ μετ’ αἰτ., φοβεῖσθαι τινα Χ. 250. ― Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ὡς καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[φέβομαι]], μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Lehrs Ἀρίσταρχ. σ. 89, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 223, Ζ. 41., Φ. 606· καὶ τοιαύτη [[ἴσως]] [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] ἐν Ἡροδ. 9. 70. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ φόβου, «φοβοῦμαι», Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ― Συντακτικῶς τίθεται, 1) ἀπολ., πεφόβημαι πτηνῆς ὡς [[ὄμμα]] πελείας Σοφ. Αἴ. 139· φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες, καταληφθέντες ὑπὸ φόβου ἀπῆλθον φεύγοντες, Αἰσχίν. 7. 3, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κλπ.· ― [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, φ. μάστιγι Εὐρ. Ρῆσ. 37· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., μ. φόβον ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1166, πρβλ. Ἱκ. 548· φόβους Πλάτ. Πρωτ. 360Β. 2) [[μετὰ]] ἐμπροθέτων πτώσεων, φ. ἀπό τινος, φοβοῦμαί τινα (πιθανῶς Ἑβραϊσμός), Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚϚ΄, 2, Ἱερεμ. Α΄, 8), Εὐαγγ. Ματθ. ι΄, 28, κ. Λουκ. ιβ΄, 4· ἔκ τινος, ἔκ τινος αἰτίας, Σοφ. Τραχ. 671· εἴς ἢ [[πρός]] τι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ φόβου διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τυρ. 980, Τραχ. 1211, πρβλ. Λουκ. Προμηθ. εἶ ἐν λ. 4· ἐπί τινι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 4· ― [[ἀλλά]], φ. [[ἀμφί]] τινι, φοβοῦμαι [[περί]] τινος, Ἡρόδ. 6. 62· [[περί]] τινος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 2, 35, κλπ.· [[περί]] τινος Θουκ. 2. 90, Πλάτ. Εὐθύδ. 275Β· (τι [[περί]] τινι Θουκ. 3. 123)· ὑπέρ τινος Ἀνδοκ. 33. 43, Πλάτ. Πολ. 387C· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Ε· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 29Β· [[πρός]] τινος Σοφ. Τραχ. 150. 3) μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, φοβεῖσθαι μή..., Λατ. vereri ne..., Εὐρ. Ὀρ. 770, Ἀριστοφ. Εἰρ. 606, Θουκ., κλπ.· (πρβλ. μὴ Β. 8)· οὕτω, φ. [[ὅπως]] μή... Θουκ. 6. 13, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 2· φ. μὴ οὐ [[αὐτόθι]] 1. 2, 7, Οἰκον. 16, 6 (πρβλ. μὴ οὐ Ι)· [[λίαν]] [[συχνάκις]] μετ’ αἰτιατικῆς ἑπομένης προτάσεως διὰ τοῦ μή, ταῦτ’ οὖν φοβοῦμαι μή... Σοφ. Τραχ. 550, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 1, 2, Πλάτ.· [[ὡσαύτως]], φ. ὑπέρ τινος, μή... Πλάτ. Πολ. 387C· ἢ μετ’ ἀπαρ. ἑπομ. προτάσεως διὰ τοῦ μή, φοβοίμην ἂν τῷ ἡγεμόνι ἕπεσθαι, μὴ ἀγάγῃ Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 3, 17, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 134Ε, Γοργ. 457Ε· ― [[ὡσαύτως]], φ. ὅτι..., ὡς..., οὐχὶ ὡς τὸ Λατ. vereri ut..., ἀλλὰ = φ. μή..., ἐπὶ θετικωτέρας ἐννοίας, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 1· φ. τόδε, ὅτι..., Θουκ. 7. 67, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 479Α· διὰ τοῦτο φ. τινας, ὅτι... Ἰσοκρ. 128C· σπανιώτερον, φ. ὡς... Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 2, 12· φ. πῶς χρή... [[αὐτόθι]] 4. 5, 19· φ. εἰ δεήσει... [[αὐτόθι]] 6. 1, 17. 4) μετ’ ἀπαρ. συνάρθρου, φ. τὸ ἀποθνήσκειν = φ. θάνατον, Πλάτ. Νόμ. 522Ε, κλπ.· ἀλλὰ συνηθέστερον [[μετὰ]] μόνου ἀπαρ., φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Χο. 46, Σοφ. Αἴ. 254, Εὐρ. Ἴων 628, Θουκ., κλπ.· σπανίως [[μετὰ]] τοῦ μὴ παρεμβαλλομένου, φ. μὴ ἐξοστρακισθῆναι Πλουτ. Περικλ. 7. 5) μετ’ αἰτ. προσώπου, κατέχομαι ὑπὸ φόβου ἐνώπιόν τινος, φοβοῦμαι, [[τρέμω]] τινά, δαίμονας τοὺς [[ἐνθάδε]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 893· στρατὸν Ἀργείων Σοφ. Φιλ. 1250· τοὺς ἄνω θεοὺς Πλάτ. Νόμ. 927Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 5Β, κλπ.· τὰς κύνας Ξεν. Κυνηγ. 5. 16, κλπ. 6) μετ’ αἰτ. πράγμ., φοβοῦμαί τι ἢ [[περί]] τινος, βρόμον Αἰσχύλ. Θήβ. 476 τὸ προσέρπον Σοφ. Αἴ. 227· μέμψιν Εὐρ. Ἄλκ. 1057 τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· δουλείαν, δεσμὸν κλπ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 24, κλπ.· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 3. 7) [[μετὰ]] μετοχ., προδιδοὺς ἐφοβήθη Λυκοῦργ. 150. 6, πρβλ. δείδω ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 65.
}}
}}

Revision as of 10:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβέω Medium diacritics: φοβέω Low diacritics: φοβέω Capitals: ΦΟΒΕΩ
Transliteration A: phobéō Transliteration B: phobeō Transliteration C: foveo Beta Code: fobe/w

English (LSJ)

3pl. imper.

   A φοβεόντων Hdt.7.235: Ion. impf. φοβέεσκον Hes.Sc.162: fut. -ήσω E.Heracl.357 (lyr.), (ἐκ-) Th.4.126 (dub.): aor. ἐφόβησα Il.15.15, etc.:—Pass. and Med., Ion. 2 sing. φοβέαι Hdt.1.39; Ion. imper. φοβεῦ or φοβέο, Id.1.9, 7.52: Ep. 3pl. impf. φοβέοντο Il.6.41: fut. φοβήσομαι 22.250, Pl.Lg.649c, D.15.23, etc.; φοβηθήσομαι X.Cyr.3.3.30, Plu.Brut.40, Luc.Zeux.9, v.l. in Pl.R. 470a: aor. Pass. ἐφοβήθην Hdt.8.27, etc., Ep. 3pl. ἐφόβηθεν or φόβηθεν, Il.15.326,5.498; aor. Med. ἐφοβησάμην only Anacreont.31.11: pf. πεφόβημαι Il.10.510, etc.: plpf. 3pl. ἐπεφόβηντο X.HG7.4.32, Th.5.50, Ep. πεφοβήατο Il.21.206.    A Act., in Hom. (never in Od.) always in the sense put to flight, [ἴρηξ] ἐφόβησε κολοιούς Il.16.583; [Ζεὺς] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ ib. 689; Τρώων οὓς ἐφόβησας 22.11; φοβῆσαίτε στίχας ἀνδρῶν 17.505; σὸς δόλος . . ἐφόβησε δὲ λαούς 15.15; σέ γέ φημι . . δουρὶ φοβῆσαι 20.187; once in Hes., φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων l.c.    II terrify, alarm, Hdt.7.235, etc.; μὴ φίλους φόβει A.Th.262; ᾧ μή 'στι δρῶντι τάρβος οὐδ' ἔπος φοβεῖ S.OT296, cf. 1013, E.Hipp.572 (lyr.); ἡ δύναμις τῶν νέων φοβοῦσά τινας Antipho 4.3.2; αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τους ἵππους X.Cyr.7.1.48; ρὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν, μὴ . . ἐπαγάγωνται Th.5.45; c. dat.modi, λόγοις A.Pers.215 (troch.); μεγαληγορίαισι φρένας E.Heracl. 357 (lyr.); τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φ., ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην to frighten the Athenians with T., and T. with the Athenians, Th.8.82; c. part., λέγοντες φ. τινάς by saying, X.Eq.Mag.1.8; λέγοντες ὡς ἥξει βασιλεύς D 14.25: abs., πόνος ὁ μὴ φοβῶν κράτιστος S.Ph.864 (lyr.), φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν by terror, Pl.R.551b.    2 c.acc. rei, threaten with, φ. λιμόν D.H.6.51.    B Pass. and Med., in Hom. always in the sense to be put to flight (cf. Sch.A Il.5.223, al.), once in Od., κύνες . . διὰ σταθμοῖο φόβηθεν 16.163; freq. in Il., ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδὲ φόβηθεν 5.498; τοὶ δ' ἐφόβηθεν . . θεσπεσίῳ ὁμάδῳ 16.294; κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο βόες ὣς ἅς τε λέων ἐφόβησε 11.172; also part., μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθης 10.510, cf. 15.4, 21.606; φοβηθεὶς δύσεθ' ἁλὸς κατὰ κῦμα in flight, 6.135; βῆ δὲ φοβηθείς 22.137: ὑπό τινος φοβέεσθαι to flee before him, 8.149; ὑπό τινι 15.637; c. acc., οὔ σ' ἔτι . . φοβήσομαι ὡς τὸ πάρος περ 22.250.    II to be seized with fear, be affrighted, Hdt. 9.70, E.Tr.1166, etc.—Constr.,    1 abs., πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας S.Aj.139 (anap.); φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες flying in terror, Aeschin.1.43; ἃ μὴ οἶδα . . οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι, Pl.Ap.29b, etc.: c. dat. instrum., μάστιγι φ. E.Rh.37 (anap.): c. acc. cogn., φ. αἰσχροὺς φόβους Pl.Prt.360b; ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν Ev.Marc.4.41; τὸν φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε 1 Ep.Pet.3.14.    2 folld. by Preps., φ. ἀπό τινος to be afraid of one (prob. a Hebraism), LXXLe.26.2, Je.1.8, Ev.Matt.10.28, Ev.Luc.12.4; ἔκ τινος from some cause, S.Tr.671; εἴς τι to be alarmed at a thing, Id.OT980; πρός τι Id.Tr.1211, Luc.Prom.Es4, Lib.Or.50.18; ἐπί τινι fear for . . Luc. DMar.14.4; but φ. ἀμφὶ γυναικί fear about... Hdt.6.62; περὶ ἡμῶν X. Cyr.5.2.35, etc.; περί τινι Pl.Euthd.275b (περὶ σφίσιν αὐτοῖς τὸ κατάδηλον Th.4.123); περὶ χωρίῳ Id.2.90; ὑπὲρ τῶν μελλόντων And.4.36; περί τι Pl.Cra.404e; πρὸς ἀνδρὸς ἢ τέκνων S.Tr.150.    3 folld. by a relat. clause, φοβεῑσθαι μὴ . . fear lest a thing will be... E.Or.770 (troch.), Ar.Pax606 (troch.), Th.1.95, etc.; φ. ὅπως μὴ . . Id.6.13, X.Mem.2.9.3; φ. μὴ οὐ . . Id.Oec.16.6; freq. c.acc. folld. by μή, ταῦτ' οὖν φοβοῦμαι, μὴ . . S.Tr.550, cf. X.An.7.1.2; φ. τοὺς οὐσίαν κεκτημένους, μὴ . . Pl.Phdr. 232c, cf. Th.1.88, etc.; φ. ὑπέρ τινος, μὴ . . Pl.R.387c; c. inf. folld. by μή, φοβοίμην ἂν τῷ ἡγεμόνι ἕπεσθαι, μὴ ἀγάγῃ κτλ. X.An.1.3.17, cf. Pl.Tht.143e, Grg.457e: also φ. ὅτι . ., = φ. μὴ... in a more positive sense, X.Cyr.3.1.1, D.C.52.26; φ. τόδε, ὅτι . . Th.7.67 (but φ. τὸ κάεσθαι, ὅτι ἀλγεινόν because... Pl.Grg.479a): διὰ τοῦτο φ. τινας, ὅτι . . lsoc.6.60; less freq. φ. ὡς . . X.Cyr.5.2.12; φ. πῶς χρὴ . . ib.4.5.19; φ. εἰ δεήσει . . ib.6.1.17.    4 c. inf. with Art., φ. τὸ ἀποθνῄσκειν Pl.Grg.522e, etc.: more freq. c. inf. alone, fear to do, be afraid of doing, A.Ch.46 (lyr.), S.Aj.253 (lyr.), E.Ion628, etc.: c. inf. fut., Th. 5.105.    5 c. acc. pers., stand in awe of, dread, δαίμονας τοὺς ἐνθάδε A.Supp.893; στρατὸν Ἀχαιῶν S.Ph.1250; τοὺς ἄνω θεούς Pl.Lg. 927b, cf. Isoc.1.16, etc.; τὰς κύνας X.Cyn.5.16, etc.    6 c. acc. rei, fear or fear about a thing, βρόμον A.Th.476; τὸ προσέρπον S.Aj.227 (lyr.); μέμψιν E.Alc.1057; τὸ τοιοῦτον σῶμα Pl.Phdr.239d; δουλείαν καὶ δεσμόν X.Cyr.3.1.24.    7 c. gen., πεφοβημένος νυκτός, θαλάσσης, Arat.290, 766.    8 c. part., προδιδοὺς φοβηθείς Lycurg.17.

German (Pape)

[Seite 1294] in Furcht, Schrecken setzen, schrecken, scheuchen; bes. in die Flucht jagen, τινά, Hom. in der Il. (nie in der Od.), Ζεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ 16, 689, ἤδη μὲν σέ γε καὶ ἄλλοτε δουρὶ φόβησα 20, 187; Hes. Sc. 162; μὴ φίλους φόβει Aesch. Spt. 244; λόγοις τινά Pers. 211; Soph. verbindet ᾡ μή στι δρῶντι τάρβος οὐδ' ἔπος φοβεῖ O. R. 296; τίς φοβεῖ σε φήμη Eur. Hipp. 573. u. sonst. So auch Her. 7, 235; Plat. Tim. 71 b Legg. XI, 933 c; ἡ δύναμις φοβοῦσα Antiph. 4 γ 2. – Pass., fut. neben φοβηθήσομαι, Xen. Cyr. 3, 3,30, häufiger φοβήσομαι (vgl. Plat. Apol. 29 b Rep. V, 470 a), in gleicher Bdtg, Xen. Cyr. 1, 4,19. 7, 15; aor. ἐφοβήθην, ἐφοβησάμην erst bei Sp., wie Anacr. 31, 11; πεφόβηται, er fürchtet sich, Thuc. 7, 67; – in Furcht gesetzt werden, sich fürchten, bei Hom. nach Aristarch. immer in Flucht gejagt werden, fliehen; κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο, βόες ὥς, ἅς τε λέων ἐφόβησε Il. 11, 172, u. öfter, auch c. acc., οὐ σ' ἔτι φοβήσομαι 22, 250, ich werde nicht länger vor dir fliehen; ὑπό τινος, 8, 149; ὑπό τινι, 15, 637; Ggstz ὑπομένω, z. B. ὑπέμειναν ἀολλέες, οὐδ' ἐφόβηθεν 5, 498, u. öfter; in der O, d. nur einmal, 16, 163; so auch Her. 9, 70; μηδὲν φοβηθῇς, fürchte Nichts, Aesch. Prom. 128; Διὸς γνώμην 1005, und öfter; Soph. u. Eur., der auch φόβον φοβεῖσθαι verbdt, Troad. 1166; Plat. Prot. 360 b; φοβεῖσθαι πρός τι, sich in Beziehung auf Etwas, vor Etwas fürchten, Soph. Trach. 1211, περί τινος, um Einen oder um Etwas besorgt sein, Plat. Euthyd. 275 b; auch περί τινι, Plat. Prot. 322 b; τῷ χωρίῳ Thuc. 2, 90; ἀμφί τινι Her. 6, 62; – c. int., sich scheuen, Etwas zu thun, Plat. Gorg. 457 a, wie Aesch. φοβοῦμαι δ' ἔπος τόδ' ἐκβαλεῖν, Ch. 46; Eur. Ion 628; Xen. Cyr. 8, 7,15; aber auch = fürchten, φοβεῖται ἐξοστρακισθῆναι Plut. Pericl. 7; sonst in der Bedtg »fürchten« gew. mit μή, Plat. Phil. 16 a Charm. 171 e und Folgende überall (s. μή), selten ὅπως μή, Thuc. 6, 13; Xen. Mem. 2, 9,2.

Greek (Liddell-Scott)

φοβέω: (φόβος)· γ΄ πληθ. προστακτ. φοβεόντων Ἡρόδ. 7. 235· Ἰωνικ. παρατ. φοβέεσκον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 162· ― μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ἡρακλ. 557, (ἐκ-) Θουκ. 4. 126· ― ἀόρ. ἐφόβησα Ἰλ. Ο. 15, Ἀττ. -Παθ. καὶ μέσ., Ἰωνικ. β΄ ἑνικ. φόβεαι Ἡρόδ. 1. 39· Ἰωνικ. προστ. φόβεο ἢ φοβεῦ ὁ αὐτ. 1. 9., 7. 52. ― Ἐπικ. γ΄ πληθ. παρατατ. φοβέοντο Ἰλ. Ζ. 41· ― μέλλ. φοβήσομαι Χ. 250, Πλάτ., κλπ.· φοβηθήσομαι Πλουτ. Βροῦτ. 40, Λουκ. Ζεῦξις 9· ἀλλ’ ἐν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 30, Πλάτ. Πολ. 470Α, Δημ. 197. 13, φοβήσομαι φέρεται ἤδη κατὰ διόρθωσιν, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων γενομένην· ― παθ. ἀόρ. ἐφοβήθην ἀεὶ παρ’ Ἀττικ., Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐφόβηθεν ἢ φόβηθεν Ὅμηρ.· μέσ. ἀόρ. ἐφοβησάμην μόνον ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 34. 11· ― πρκμ. πεφόβημαι Ὅμηρ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. -ηνται Πλάτ. Κρατ. 403Ε· ὑπερσ. ἐπεφοβήμην Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 32· γ΄ πληθ. -ηντο Θουκ. 5. 5, Ἐπικ. -ήατο Ἰλ. Φ. 206. Α. Ἐνεργ. παρ’ Ὁμήρ. (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.) ἀείποτε, τρέπω εἰς φυγήν, Λατ. fugo, [[[ἵρηξ]]] ἐφόβησε κολοιοὺς Ἰλ. Π. 583· Ζεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ αὐτόθι 689· Τρώων οὓς ἐφόβησας Χ. 11· φοβῆσαί τε στίχας ἀνδρῶν Ρ. 505· ἐφόβησε δὲ λαοὺς [σὸς δόλος] Ο. 15· σέ γέ φημι... δουρὶ φοβήσειν Υ. 187· ἅπαξ παρ’ Ἡσιόδῳ ἔνθ’ ἀνωτ., φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ’ ἀνθρώπων. ΙΙ. ἐμποιῶ φόβον εἴς τινα, κάμνω αὐτὸν νὰ φοβηθῇ, ἐκφοβῶ, φοβίζω, πτοῶ, Λατιν. terreo, Ἡρόδ. 7. 235 καὶ Ἀττ.· μὴ φίλους φόβει Αἰσχύλ. Θήβ. 262· ᾧ μή ’στι δρῶντι τάρβος οὐδ’ ἔπος φοβεῖ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 296, πρβλ. 1013, Εὐρ. Ἱππόλ. 572· πόνος ὁ μὴ φοβῶν, ἐλεύθερος φόβου, Σοφ. Φιλοκτ. 864· ἡ δύναμις φοβοῦσα Ἀντιφῶν 127. 23· αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τοὺς ἵππους Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 1, 48· τὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν μή... λέγωσιν Θουκ. 5. 45· ― μετὰ δοτ. τοῦ τρόπου, λόγοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 215· μεγαληγορίαισι Εὐρ. Ἡρακλ. 357· ξυνέβαινε δὲ τῷ Ἀλκιβιάδῃ τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φοβεῖν, ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην, διὰ μὲν τοῦ Τισσαφέρνους νὰ φοβίζῃ τοὺς Ἀθηναίους, διὰ δὲ ἐκείνων τὸν Τισσαφέρνην, Θουκ. 8. 82· ― οὕτω μετὰ μετοχ., φ. τινα λέγων Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 8· λέγοντες ὡς ἥξει βασιλεὺς Δημ. 185. 5· ― ἀπολ., πόνος ὁ μὴ φοβῶν κράτιστος Σοφ. Φιλ. 864· φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν, διὰ τοῦ φόβου, Πλάτ. Πολ. 551Β. Β. Παθ. καὶ μέσ., παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, τρέπομαι εἰς φυγήν, φεύγω περίφοβος, φεύγω, ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ., κύνες… διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Π. 163· συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ὑπέμειναν ἀολλέες, οὐδ’ ἐφόβηθεν Ε. 498· τοὶ δ’ ἐφόβηθεν… θεσπεσίῳ ὁμάδῳ Π. 295· κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο, βόες ὣς ἅς τε λέων ἐφόβησε Λ. 172· ― συχν. ἐν τῇ μετοχ., μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθῃς Κ. 510, πρβλ. Ο. 4, Φ. 606· φοβηθεὶς δύσεθ’ ἁλὸς κατὰ κῦμα, τραπεὶς εἰς φυγήν, Ζ. 135· βῆ δὲ φοβηθεὶς Χ. 137· ― ὑπό τινος φοβέεσθαι, τρέπεσθαι εἰς φυγήν, Θ. 149· ὑπό τινι Ο. 637· καὶ μετ’ αἰτ., φοβεῖσθαι τινα Χ. 250. ― Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα τοῦτο ὡς καὶ τὸ ῥῆμα φέβομαι, μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Lehrs Ἀρίσταρχ. σ. 89, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 223, Ζ. 41., Φ. 606· καὶ τοιαύτη ἴσως εἶναισημασία ἐν Ἡροδ. 9. 70. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ φόβου, «φοβοῦμαι», Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ― Συντακτικῶς τίθεται, 1) ἀπολ., πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας Σοφ. Αἴ. 139· φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες, καταληφθέντες ὑπὸ φόβου ἀπῆλθον φεύγοντες, Αἰσχίν. 7. 3, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κλπ.· ― μετὰ δοτ. τρόπου, φ. μάστιγι Εὐρ. Ρῆσ. 37· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., μ. φόβον ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1166, πρβλ. Ἱκ. 548· φόβους Πλάτ. Πρωτ. 360Β. 2) μετὰ ἐμπροθέτων πτώσεων, φ. ἀπό τινος, φοβοῦμαί τινα (πιθανῶς Ἑβραϊσμός), Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚϚ΄, 2, Ἱερεμ. Α΄, 8), Εὐαγγ. Ματθ. ι΄, 28, κ. Λουκ. ιβ΄, 4· ἔκ τινος, ἔκ τινος αἰτίας, Σοφ. Τραχ. 671· εἴς ἢ πρός τι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ φόβου διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τυρ. 980, Τραχ. 1211, πρβλ. Λουκ. Προμηθ. εἶ ἐν λ. 4· ἐπί τινι Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 4· ― ἀλλά, φ. ἀμφί τινι, φοβοῦμαι περί τινος, Ἡρόδ. 6. 62· περί τινος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 2, 35, κλπ.· περί τινος Θουκ. 2. 90, Πλάτ. Εὐθύδ. 275Β· (τι περί τινι Θουκ. 3. 123)· ὑπέρ τινος Ἀνδοκ. 33. 43, Πλάτ. Πολ. 387C· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Ε· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 29Β· πρός τινος Σοφ. Τραχ. 150. 3) μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, φοβεῖσθαι μή..., Λατ. vereri ne..., Εὐρ. Ὀρ. 770, Ἀριστοφ. Εἰρ. 606, Θουκ., κλπ.· (πρβλ. μὴ Β. 8)· οὕτω, φ. ὅπως μή... Θουκ. 6. 13, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 2· φ. μὴ οὐ αὐτόθι 1. 2, 7, Οἰκον. 16, 6 (πρβλ. μὴ οὐ Ι)· λίαν συχνάκις μετ’ αἰτιατικῆς ἑπομένης προτάσεως διὰ τοῦ μή, ταῦτ’ οὖν φοβοῦμαι μή... Σοφ. Τραχ. 550, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 1, 2, Πλάτ.· ὡσαύτως, φ. ὑπέρ τινος, μή... Πλάτ. Πολ. 387C· ἢ μετ’ ἀπαρ. ἑπομ. προτάσεως διὰ τοῦ μή, φοβοίμην ἂν τῷ ἡγεμόνι ἕπεσθαι, μὴ ἀγάγῃ Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 3, 17, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 134Ε, Γοργ. 457Ε· ― ὡσαύτως, φ. ὅτι..., ὡς..., οὐχὶ ὡς τὸ Λατ. vereri ut..., ἀλλὰ = φ. μή..., ἐπὶ θετικωτέρας ἐννοίας, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 1· φ. τόδε, ὅτι..., Θουκ. 7. 67, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 479Α· διὰ τοῦτο φ. τινας, ὅτι... Ἰσοκρ. 128C· σπανιώτερον, φ. ὡς... Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 2, 12· φ. πῶς χρή... αὐτόθι 4. 5, 19· φ. εἰ δεήσει... αὐτόθι 6. 1, 17. 4) μετ’ ἀπαρ. συνάρθρου, φ. τὸ ἀποθνήσκειν = φ. θάνατον, Πλάτ. Νόμ. 522Ε, κλπ.· ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ μόνου ἀπαρ., φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Χο. 46, Σοφ. Αἴ. 254, Εὐρ. Ἴων 628, Θουκ., κλπ.· σπανίως μετὰ τοῦ μὴ παρεμβαλλομένου, φ. μὴ ἐξοστρακισθῆναι Πλουτ. Περικλ. 7. 5) μετ’ αἰτ. προσώπου, κατέχομαι ὑπὸ φόβου ἐνώπιόν τινος, φοβοῦμαι, τρέμω τινά, δαίμονας τοὺς ἐνθάδε Αἰσχύλ. Ἱκ. 893· στρατὸν Ἀργείων Σοφ. Φιλ. 1250· τοὺς ἄνω θεοὺς Πλάτ. Νόμ. 927Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 5Β, κλπ.· τὰς κύνας Ξεν. Κυνηγ. 5. 16, κλπ. 6) μετ’ αἰτ. πράγμ., φοβοῦμαί τι ἢ περί τινος, βρόμον Αἰσχύλ. Θήβ. 476 τὸ προσέρπον Σοφ. Αἴ. 227· μέμψιν Εὐρ. Ἄλκ. 1057 τὸ σῶμα Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· δουλείαν, δεσμὸν κλπ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 1, 24, κλπ.· ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 3. 7) μετὰ μετοχ., προδιδοὺς ἐφοβήθη Λυκοῦργ. 150. 6, πρβλ. δείδω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 65.