Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνώπια: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(13_6a)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0861.png Seite 861]] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. [[προνώπια]]) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν [[ἕνεκα]] τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0861.png Seite 861]] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. [[προνώπια]]) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν [[ἕνεκα]] τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνώπια''': τά, ὁ ἐσωτερικὸς [[τοῖχος]] ὁ κείμενος [[ἀπέναντι]] τῶν εἰσερχομένων εἴς τι [[οἰκοδόμημα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ [[προνώπια]], τὰ βλέποντα εἰς τὴν ὁδόν, Ὁμ. (ἂν καὶ ἄλλοι ἐκλαμβάνουσι τὰ [[ἐνώπια]] ὡς σημαίνοντα τοὺς [[ἑκατέρωθεν]] τῆς εἰσόδου τοίχους, ἴδε Εὐστ. 722. 3)· πρὸς τὸν τοῖχον τοῦτον ἔκλινον τὰ ἅρματα, ἅρματα δ᾿ ἔκλιναν πρὸς [[ἐνώπια]] παμφανόωντα, «πρὸς τοὺς ἐξ ἐναντίας τῶν εἰσόδων τοίχους» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 435, Ὀδ. Δ. 42· [[ὡσαύτως]] ἐναπέθετον καὶ τὰ ἐκ τῶν πολεμίων σκυλευθέντα ὅπλα, Ἰλ. Ν. 261, πρβλ. Ὀδ. Χ. 121· παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε παμφανόωντα, [[διότι]] ἦσαν λεῖα καὶ τὸ φῶς ἀντανεκλᾶτο ἐπ᾿ αὐτῶν: ‒ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 145, [[ἐνώπια]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] οἱ τοῖχοι τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνώπια Medium diacritics: ἐνώπια Low diacritics: ενώπια Capitals: ΕΝΩΠΙΑ
Transliteration A: enṓpia Transliteration B: enōpia Transliteration C: enopia Beta Code: e)nw/pia

English (LSJ)

τά, perh.

   A face of a wall, ἐ. παμφανόωντα Il.8.435, Od.22.121, al.; perh. facade, A.Supp.146(lyr.): later in sg., ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν SIG2588.245 (Delos, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 861] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. προνώπια) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν ἕνεκα τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνώπια: τά, ὁ ἐσωτερικὸς τοῖχος ὁ κείμενος ἀπέναντι τῶν εἰσερχομένων εἴς τι οἰκοδόμημα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ προνώπια, τὰ βλέποντα εἰς τὴν ὁδόν, Ὁμ. (ἂν καὶ ἄλλοι ἐκλαμβάνουσι τὰ ἐνώπια ὡς σημαίνοντα τοὺς ἑκατέρωθεν τῆς εἰσόδου τοίχους, ἴδε Εὐστ. 722. 3)· πρὸς τὸν τοῖχον τοῦτον ἔκλινον τὰ ἅρματα, ἅρματα δ᾿ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα, «πρὸς τοὺς ἐξ ἐναντίας τῶν εἰσόδων τοίχους» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 435, Ὀδ. Δ. 42· ὡσαύτως ἐναπέθετον καὶ τὰ ἐκ τῶν πολεμίων σκυλευθέντα ὅπλα, Ἰλ. Ν. 261, πρβλ. Ὀδ. Χ. 121· παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε παμφανόωντα, διότι ἦσαν λεῖα καὶ τὸ φῶς ἀντανεκλᾶτο ἐπ᾿ αὐτῶν: ‒ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 145, ἐνώπια φαίνεται ὅτι εἶναι οἱ τοῖχοι τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος.