ἐνώπια: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(13_6a) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0861.png Seite 861]] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. [[προνώπια]]) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν [[ἕνεκα]] τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0861.png Seite 861]] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. [[προνώπια]]) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν [[ἕνεκα]] τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐνώπια''': τά, ὁ ἐσωτερικὸς [[τοῖχος]] ὁ κείμενος [[ἀπέναντι]] τῶν εἰσερχομένων εἴς τι [[οἰκοδόμημα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ [[προνώπια]], τὰ βλέποντα εἰς τὴν ὁδόν, Ὁμ. (ἂν καὶ ἄλλοι ἐκλαμβάνουσι τὰ [[ἐνώπια]] ὡς σημαίνοντα τοὺς [[ἑκατέρωθεν]] τῆς εἰσόδου τοίχους, ἴδε Εὐστ. 722. 3)· πρὸς τὸν τοῖχον τοῦτον ἔκλινον τὰ ἅρματα, ἅρματα δ᾿ ἔκλιναν πρὸς [[ἐνώπια]] παμφανόωντα, «πρὸς τοὺς ἐξ ἐναντίας τῶν εἰσόδων τοίχους» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 435, Ὀδ. Δ. 42· [[ὡσαύτως]] ἐναπέθετον καὶ τὰ ἐκ τῶν πολεμίων σκυλευθέντα ὅπλα, Ἰλ. Ν. 261, πρβλ. Ὀδ. Χ. 121· παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε παμφανόωντα, [[διότι]] ἦσαν λεῖα καὶ τὸ φῶς ἀντανεκλᾶτο ἐπ᾿ αὐτῶν: ‒ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 145, [[ἐνώπια]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] οἱ τοῖχοι τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 5 August 2017
English (LSJ)
τά, perh.
A face of a wall, ἐ. παμφανόωντα Il.8.435, Od.22.121, al.; perh. facade, A.Supp.146(lyr.): later in sg., ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν SIG2588.245 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 861] τά, 1) die inneren Wände der Vorhalle zu beiden Seiten des Einganges (vgl. προνώπια) die dem Eintretenden zuerst in die Augen fallen, woran die Wagen gestellt wurden, Il. 8, 435 Od. 4, 42, u. erbeutete Waffen aufgehängt wurden, Il. 13, 261; παμφανόωντα hießen sie, da sie mit geglättetem Gyps überzogen waren, Od. 22, 121 u. sonst, Hesych. τὰ καταντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν ἕνεκα τῶν παριόντων. – 2) das Antlitz, der Blick, Διὸς κόρα (Athene) ἔχουσα σέμν' ἐνώπι' ἀσφαλές Aesch. Suppl. 138.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνώπια: τά, ὁ ἐσωτερικὸς τοῖχος ὁ κείμενος ἀπέναντι τῶν εἰσερχομένων εἴς τι οἰκοδόμημα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ προνώπια, τὰ βλέποντα εἰς τὴν ὁδόν, Ὁμ. (ἂν καὶ ἄλλοι ἐκλαμβάνουσι τὰ ἐνώπια ὡς σημαίνοντα τοὺς ἑκατέρωθεν τῆς εἰσόδου τοίχους, ἴδε Εὐστ. 722. 3)· πρὸς τὸν τοῖχον τοῦτον ἔκλινον τὰ ἅρματα, ἅρματα δ᾿ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα, «πρὸς τοὺς ἐξ ἐναντίας τῶν εἰσόδων τοίχους» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 435, Ὀδ. Δ. 42· ὡσαύτως ἐναπέθετον καὶ τὰ ἐκ τῶν πολεμίων σκυλευθέντα ὅπλα, Ἰλ. Ν. 261, πρβλ. Ὀδ. Χ. 121· παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε παμφανόωντα, διότι ἦσαν λεῖα καὶ τὸ φῶς ἀντανεκλᾶτο ἐπ᾿ αὐτῶν: ‒ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 145, ἐνώπια φαίνεται ὅτι εἶναι οἱ τοῖχοι τοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος.