κατακαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακαίνω''': [[κατακτείνω]], «κατακαίνειν, ἀναιρεῖν, φονεύειν» Σουΐδ., εὔχρηστον [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἀορ. β΄ κατέκανον (ὁ τετελ. μέλλ., ἄνδρα κατακεκονότες ἔσεσθε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36), συχνὸν παρὰ Ξεν. καὶ μεταγενεστ., Λ. Δινδ. εἰς Ἀν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 1. 6, 2· κατέκανον (ἢ κατὰ Ἔρμαννον κάκτανον) ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Σοφ. Ἀντ. 1340· κατακανὼν Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 6, 5· ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Ἰνδ. 11. 10, Παρθεν. 7. 24, Διόδ. 1. 89. Πρβλ. [[καταξαίνω]].
|lstext='''κατακαίνω''': [[κατακτείνω]], «κατακαίνειν, ἀναιρεῖν, φονεύειν» Σουΐδ., εὔχρηστον [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἀορ. β΄ κατέκανον (ὁ τετελ. μέλλ., ἄνδρα κατακεκονότες ἔσεσθε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36), συχνὸν παρὰ Ξεν. καὶ μεταγενεστ., Λ. Δινδ. εἰς Ἀν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 1. 6, 2· κατέκανον (ἢ κατὰ Ἔρμαννον κάκτανον) ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Σοφ. Ἀντ. 1340· κατακανὼν Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 6, 5· ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Ἰνδ. 11. 10, Παρθεν. 7. 24, Διόδ. 1. 89. Πρβλ. [[καταξαίνω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[κατέκανον]], <i>inf. dor.</i> [[κακκανῆν]] <i>p.</i> κατακανεῖν, <i>part. pf. pl.</i> [[κατακεκανότες]];<br />tuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[καίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαίνω Medium diacritics: κατακαίνω Low diacritics: κατακαίνω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΙΝΩ
Transliteration A: katakaínō Transliteration B: katakainō Transliteration C: katakaino Beta Code: katakai/nw

English (LSJ)

   A = κατακτείνω, kill, in early writers in aor. 2 κατέκανον, X.Cyr.4.6.5 (v.l. -καίνων), An.3.2.12; 3sg. subj. κατακάνῃ Anon. inPSI9.1091.4; κατέκανον (for -έκτανον) is required by the metre in S.Ant.1340: pf. part. -κεκονότες (cf. καίνω) shd. be read in X.An. 7.6.36: pres. in later Prose, Parth.7.2, Arr.Ind.11.10, App.Pun.1, Eun.Hist.p.212D.; Hsch. has κατακαινιῶ· ἀποκτενῶ (fort. leg. κατακενίω, Dor. fut.).

German (Pape)

[Seite 1351] = κατακτείνω; Sp., wie Parthen. 7 App. Hisp. 35; bei Soph. Ant. 1321 ist κατέκανον emend. für κατέκτανον des Metrums wegen; dieser aor. steht auch bei Xen. einigemal, gewöhnlich mit der v. l. κατέκτανον, s. κατακτείνω; κατακάνοιεν An. 3, 2, 12, κατακανών Cyr. 4, 6, 5; κατακεκανότες bessere Lesart für κατακανόντες An. 7, 6, 36.

Greek (Liddell-Scott)

κατακαίνω: κατακτείνω, «κατακαίνειν, ἀναιρεῖν, φονεύειν» Σουΐδ., εὔχρηστον μάλιστα ἐν τῷ ἀορ. β΄ κατέκανον (ὁ τετελ. μέλλ., ἄνδρα κατακεκονότες ἔσεσθε ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 6, 36), συχνὸν παρὰ Ξεν. καὶ μεταγενεστ., Λ. Δινδ. εἰς Ἀν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 1. 6, 2· κατέκανον (ἢ κατὰ Ἔρμαννον κάκτανον) ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Σοφ. Ἀντ. 1340· κατακανὼν Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 6, 5· ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Ἰνδ. 11. 10, Παρθεν. 7. 24, Διόδ. 1. 89. Πρβλ. καταξαίνω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 κατέκανον, inf. dor. κακκανῆν p. κατακανεῖν, part. pf. pl. κατακεκανότες;
tuer.
Étymologie: κατά, καίνω.