ἄκριτος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκρῐτος''': -ον, ([[κρίνω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ, συγκεχυμένος, ἄτακτος, [[μῦθος]], Ἰλ. Β. 796· ἄκριτα πόλλ’ ἀγόρευον, Ὀδ. Θ. 505· [[τύμβος]] ἄκρ., [[κοινός]], [[ἀδιάκριτος]] [[τάφος]], Ἰλ. Η. 337· ἄκρ. [[πάγος]], συγκεχυμένος [[ὄγκος]] ἢ [[φύραμα]], Ἱππ. παρὰ Γαλην., πρβλ. Πλατ. Γοργ. 465D. 2) [[συνεχής]], [[ἀδιάλειπτος]]· ἄχεα, Ἰλ. Γ. 412· οὐδ. ὡς ἐπίρρ. [[πενθήμεναι]] ἄκριτον [[αἰεί]], Ὀδ. Σ. 174., Τ. 120· δηρὸν καὶ ἄκριτον, Ὕμ. Ὀμ. εἰς Ἑρμ. 126: ― [[ὄρος]] ἄκρ., συνεχὴς σειρὰ ὀρέων, Ἀνθ. Π. 6. 225. 3) μεθ’ Ὅμηρον παρὰ ποιηταῖς = [[ἀναρίθμητος]], ἀκρ. ἄστρων [[ὄχλος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 596· μυρία φῦλα καὶ ἄκρ., Ὀππ. Ἁλ. 1.80· ἄκριτον πλήθει, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Βαβρ., κτλ. ΙΙ. ἀναποφάσιστος, [[ἀμφίβολος]], νείκεα, ἄεθλος, Ἰλ. Ξ. 205, Ἡσ. Ἀσπ. 311· ἀκρίτων ὄντων, ἐνῷ τὸ [[ἀποτέλεσμα]] ἦτο ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 20· ἄκρ. [[ἔρις]] καὶ [[ταραχή]], Δημ. 231. 8: [[ἀβέβαιος]] ὡς πρὸς τὸν χρόνον, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 4· πυρετὸς ἄκρ., μὴ ἱκνούμενος εἰς κρίσιμον [[σημεῖον]], Ἱππ. 399. 22· οὕτω καὶ ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 941· τὸ ἀκρίτως ξυνεχὲς τῆς ἁμίλλης, [[ἄνευ]] ἀποφασιστικού ἀποτελέσματος, Θουκ. 7. 71. 2) ὁ μὴ κριθείς, μὴ δικασθείς, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκριτόν τινα κτίνειν, ἀναιρεῖν, ἀπολλύναι, θανατώνω τινὰ χωρὶς νὰ δικάσω αὐτόν, Λατ. indicta causa, Ἡρόδ. 3. 80, Θουκ. 2. 67· πρβλ. 8. 48, Δημ. 212. 23· ἄκρ. ἀποθανεῖν, Ἀντιφῶν 135.10, κτλ.· [[πρᾶγμα]] ἄκρ., [[ὑπόθεσις]] [[μήπω]] δικασθεῖσα, Ἰσοκρ. 385Α· πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 51C: ― [[ὡσαύτως]], ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς κριτήν τινα· [[πρύτανις]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 371: ― Ἐπίρρ. ἀκρίτως ἀποκτείνειν, Διον. Ἁλ. 11. 43. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παρέχων κρίσιν, Ἡρόδ. 8. 124· ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κρίνῃ, [[τραχύς]], [[ἰσχυρογνώμων]], Πολύβ. 3.19, 9· [[οὕτως]]: ἄκριτα μηχανώμενοι, ἀσχολούμενοι εἰς ἀπερισκέπτους προσπαθείας, Αὐρ. Ἀνδρ. 549. 2) ὁ μὴ ἐξασκῶν κρίσιν, μὴ ποιῶν διάκρισιν, περὶ τῶν Μοιρῶν, Ἀνθ. Π. 7. 439· πρβλ. 5. 284· ἄκριτε δαῖμον, περὶ τοῦ θανάτου. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 204. 3.
|lstext='''ἄκρῐτος''': -ον, ([[κρίνω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ, συγκεχυμένος, ἄτακτος, [[μῦθος]], Ἰλ. Β. 796· ἄκριτα πόλλ’ ἀγόρευον, Ὀδ. Θ. 505· [[τύμβος]] ἄκρ., [[κοινός]], [[ἀδιάκριτος]] [[τάφος]], Ἰλ. Η. 337· ἄκρ. [[πάγος]], συγκεχυμένος [[ὄγκος]] ἢ [[φύραμα]], Ἱππ. παρὰ Γαλην., πρβλ. Πλατ. Γοργ. 465D. 2) [[συνεχής]], [[ἀδιάλειπτος]]· ἄχεα, Ἰλ. Γ. 412· οὐδ. ὡς ἐπίρρ. [[πενθήμεναι]] ἄκριτον [[αἰεί]], Ὀδ. Σ. 174., Τ. 120· δηρὸν καὶ ἄκριτον, Ὕμ. Ὀμ. εἰς Ἑρμ. 126: ― [[ὄρος]] ἄκρ., συνεχὴς σειρὰ ὀρέων, Ἀνθ. Π. 6. 225. 3) μεθ’ Ὅμηρον παρὰ ποιηταῖς = [[ἀναρίθμητος]], ἀκρ. ἄστρων [[ὄχλος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 596· μυρία φῦλα καὶ ἄκρ., Ὀππ. Ἁλ. 1.80· ἄκριτον πλήθει, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Βαβρ., κτλ. ΙΙ. ἀναποφάσιστος, [[ἀμφίβολος]], νείκεα, ἄεθλος, Ἰλ. Ξ. 205, Ἡσ. Ἀσπ. 311· ἀκρίτων ὄντων, ἐνῷ τὸ [[ἀποτέλεσμα]] ἦτο ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 20· ἄκρ. [[ἔρις]] καὶ [[ταραχή]], Δημ. 231. 8: [[ἀβέβαιος]] ὡς πρὸς τὸν χρόνον, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 4· πυρετὸς ἄκρ., μὴ ἱκνούμενος εἰς κρίσιμον [[σημεῖον]], Ἱππ. 399. 22· οὕτω καὶ ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 941· τὸ ἀκρίτως ξυνεχὲς τῆς ἁμίλλης, [[ἄνευ]] ἀποφασιστικού ἀποτελέσματος, Θουκ. 7. 71. 2) ὁ μὴ κριθείς, μὴ δικασθείς, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκριτόν τινα κτίνειν, ἀναιρεῖν, ἀπολλύναι, θανατώνω τινὰ χωρὶς νὰ δικάσω αὐτόν, Λατ. indicta causa, Ἡρόδ. 3. 80, Θουκ. 2. 67· πρβλ. 8. 48, Δημ. 212. 23· ἄκρ. ἀποθανεῖν, Ἀντιφῶν 135.10, κτλ.· [[πρᾶγμα]] ἄκρ., [[ὑπόθεσις]] [[μήπω]] δικασθεῖσα, Ἰσοκρ. 385Α· πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 51C: ― [[ὡσαύτως]], ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς κριτήν τινα· [[πρύτανις]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 371: ― Ἐπίρρ. ἀκρίτως ἀποκτείνειν, Διον. Ἁλ. 11. 43. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παρέχων κρίσιν, Ἡρόδ. 8. 124· ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κρίνῃ, [[τραχύς]], [[ἰσχυρογνώμων]], Πολύβ. 3.19, 9· [[οὕτως]]: ἄκριτα μηχανώμενοι, ἀσχολούμενοι εἰς ἀπερισκέπτους προσπαθείας, Αὐρ. Ἀνδρ. 549. 2) ὁ μὴ ἐξασκῶν κρίσιν, μὴ ποιῶν διάκρισιν, περὶ τῶν Μοιρῶν, Ἀνθ. Π. 7. 439· πρβλ. 5. 284· ἄκριτε δαῖμον, περὶ τοῦ θανάτου. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 204. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b><b>A.</b> I.</b> non trié, non séparé, <i>d’où</i><br /><b>1</b> indistinct, confus, mêlé;<br /><b>2</b> continu, sans interruption;<br /><b>II.</b> non décidé, <i>d’où</i><br /><b>1</b> indécis, incertain : [[ἔτι]] ὄντων ἀκρίτων THC l’issue de la guerre étant encore incertaine;<br /><b>2</b> qui ne se décide pas <i>ou</i> ne se termine pas : ἄκριτα νείκεα IL discordes interminables;<br /><b>III.</b> non jugé :<br /><b>1</b> qui n’a pas été jugé;<br /><b>2</b> qui ne peut être jugé, qui ne dépend d’aucun tribunal;<br /><b>B.</b> qui ne rend pas de jugement.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κρίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκρῐτος Medium diacritics: ἄκριτος Low diacritics: άκριτος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: ákritos Transliteration B: akritos Transliteration C: akritos Beta Code: a)/kritos

English (LSJ)

ον, (κρίνω)

   A undistinguishable, confused, ἄκριτα πόλλ' ἀγορεύειν Od.8.505; τύμβος ἄ. one common undistinguished grave, Il. 7.337; ἄ. πάγος confused mass, Hp.Septim.6, cf. Pl.Grg.465d, Philostr. Gym.26; ἄ. ἔρις καὶ ταραχή D.18.18; ἄ. καιροί Demad.34.    2 continual, unceasing, μῦθοι Il.2.796; ἄχεα 3.412: neut. as Adv., πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί Od.18.174, 19.120; δηρὸν καὶ ἄ. h.Merc.126; ὄρος ἄ. continuous chain of mountains, AP6.225 (Nicaen.).    3 after Hom. in poets, countless, ἄστρων ὄχλος Critias 19; μυρία φῦλα καὶ ἄ. Opp.H.1.80; ἄ. πλήθει Babr.33.3.    II undecided, doubtful, νείκεα, ἄεθλος, Il.14.205, Hes.Sc.311; ἄ. τελευταί which cannot be predicted, B.9.45; ἀκρίτων ὄντων while the issue is doubtful, Th.4.20; uncertain, of weather-signs, Ὠρίων Arist.Mete.361b31; πυρετὸς ἄ. fever that will not come to a crisis, Hp.Acut.(Sp.) 17. Adv. -τως Id.Epid.1.3; τὸ ἀκρίτως ξυνεχὲς τῆς ἁμίλλης without decisive issue, Th.7.71: neut.pl.as Adv., ἄκριτα δηρινθέντες Euph.94.3.    2 unjudged, untried, of persons and things, ἀκρίτους κτείνειν, ἀποκτεῖναι without trial, Hdt.3.80, Th.2.67, cf.Lys.19.7, D.17.3; ἄ. ἀποθανεῖν Antipho 5.48, cf. Th.8.48, etc.; πρᾶγμα ἄ. cause not yet tried, Isoc.19.2, cf. Pl.Ti.51c:—also, subject to no judge, πρύτανις A.Supp.371. Adv. ἀκρίτως, ἀποκτείνειν D.H.11.43, cf. Conon 28.1, LXX 1 Ma. 2.37.    III Act., not giving judgement, Hdt.8.124; not capable of judging, Parm.6.7, Plb.3.19.9, cf. Luc.Am.37; ἄκριτα μηχανώμενοι engaged in rash attempts, E.Andr.549; κατ' ἄκριτον recklessly, Phld. Ir.p.69 W. Adv. -τως rashly, indiscreetly, Plb.2.7.2, Epict.Gnom. 65; indiscriminately, ἐκφέρειν Procl.in Prm.p.553S.    2 not exercising judgement, undiscriminating, of fate, AP7.439 (Theodorid.), cf. 5.283 (Rufin.); ἄκριτε δαῖμον, of death, Epigr.Gr.204.3 (Cnid.).

German (Pape)

[Seite 82] 1) nicht gesondert, verworren, durcheinander, τύμβος, ein Grab, in das viele ohne Unterschied geworfen werden, Il. 7, 337; μῦθοι, Geschwätz, Il. 2, 796; Plut. Symp. 9, 1; προσκλήσεις Plat. Gorg. 465 d. An Wendungen wie τοὶ δ' ἄκριτα πόλλ' ἀγόρευον Od. 8, 505 reihen sich ἄχεα ἄκριτα Il. 3, 412, πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί Od. 18, 174. 19, 120, sehr betrauern; δηρὸν καὶ ἄκριτον H. h. Merc. 126; so bei Sp. D., z. B. μυρία μὲν δὴ φῦλα καὶ ἄκριτα Opp. H. 1, 80. – 2) nicht urtheilend, willkührlich, Her. 8, 124; ἄκριτε μοῖρα, keinen Unterschied machend, Theodorid. 11 (VII, 439), vgl. Rufin. (V, 284). Von den Winden Arat. 930, unbeständig. – 3) unentschieden, ungeschlichtet, νείκεα Il. 14, 205; ἄεθλον Hes. Sc. 311; ἔτιδὲ ὄντων ἀκρίτων, da der Krieg noch unentschieden war, Thuc. 4, 20; vgl. Pol. 16, 4, 3; neben ἀδίκαστος Plat. Tim. 51 c. Einzeln steht πρύτανις ἄκριτος Aesch. Suppl. 366, der keinem Richter unterworfen. Bei medic. ohne Krisis. – 4) ohne Richterspruch, ohne Urtheil u. Recht, ἀποκτείνειν, hinrichten, Her. 3, 80; Thuc. 2, 67; Lys. 12, 82, wo der Ggstz κατὰ τὸν νόμον κρίνειν; Isocr. 4, 113, u. öfter bei den Rednern. – Adv. ἀκρίτως.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρῐτος: -ον, (κρίνω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ, συγκεχυμένος, ἄτακτος, μῦθος, Ἰλ. Β. 796· ἄκριτα πόλλ’ ἀγόρευον, Ὀδ. Θ. 505· τύμβος ἄκρ., κοινός, ἀδιάκριτος τάφος, Ἰλ. Η. 337· ἄκρ. πάγος, συγκεχυμένος ὄγκοςφύραμα, Ἱππ. παρὰ Γαλην., πρβλ. Πλατ. Γοργ. 465D. 2) συνεχής, ἀδιάλειπτος· ἄχεα, Ἰλ. Γ. 412· οὐδ. ὡς ἐπίρρ. πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί, Ὀδ. Σ. 174., Τ. 120· δηρὸν καὶ ἄκριτον, Ὕμ. Ὀμ. εἰς Ἑρμ. 126: ― ὄρος ἄκρ., συνεχὴς σειρὰ ὀρέων, Ἀνθ. Π. 6. 225. 3) μεθ’ Ὅμηρον παρὰ ποιηταῖς = ἀναρίθμητος, ἀκρ. ἄστρων ὄχλος, Εὐρ. Ἀποσπ. 596· μυρία φῦλα καὶ ἄκρ., Ὀππ. Ἁλ. 1.80· ἄκριτον πλήθει, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Βαβρ., κτλ. ΙΙ. ἀναποφάσιστος, ἀμφίβολος, νείκεα, ἄεθλος, Ἰλ. Ξ. 205, Ἡσ. Ἀσπ. 311· ἀκρίτων ὄντων, ἐνῷ τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 20· ἄκρ. ἔρις καὶ ταραχή, Δημ. 231. 8: ἀβέβαιος ὡς πρὸς τὸν χρόνον, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 4· πυρετὸς ἄκρ., μὴ ἱκνούμενος εἰς κρίσιμον σημεῖον, Ἱππ. 399. 22· οὕτω καὶ ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 941· τὸ ἀκρίτως ξυνεχὲς τῆς ἁμίλλης, ἄνευ ἀποφασιστικού ἀποτελέσματος, Θουκ. 7. 71. 2) ὁ μὴ κριθείς, μὴ δικασθείς, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκριτόν τινα κτίνειν, ἀναιρεῖν, ἀπολλύναι, θανατώνω τινὰ χωρὶς νὰ δικάσω αὐτόν, Λατ. indicta causa, Ἡρόδ. 3. 80, Θουκ. 2. 67· πρβλ. 8. 48, Δημ. 212. 23· ἄκρ. ἀποθανεῖν, Ἀντιφῶν 135.10, κτλ.· πρᾶγμα ἄκρ., ὑπόθεσις μήπω δικασθεῖσα, Ἰσοκρ. 385Α· πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 51C: ― ὡσαύτως, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς κριτήν τινα· πρύτανις, Αἰσχύλ. Ἱκ. 371: ― Ἐπίρρ. ἀκρίτως ἀποκτείνειν, Διον. Ἁλ. 11. 43. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παρέχων κρίσιν, Ἡρόδ. 8. 124· ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κρίνῃ, τραχύς, ἰσχυρογνώμων, Πολύβ. 3.19, 9· οὕτως: ἄκριτα μηχανώμενοι, ἀσχολούμενοι εἰς ἀπερισκέπτους προσπαθείας, Αὐρ. Ἀνδρ. 549. 2) ὁ μὴ ἐξασκῶν κρίσιν, μὴ ποιῶν διάκρισιν, περὶ τῶν Μοιρῶν, Ἀνθ. Π. 7. 439· πρβλ. 5. 284· ἄκριτε δαῖμον, περὶ τοῦ θανάτου. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 204. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
A. I. non trié, non séparé, d’où
1 indistinct, confus, mêlé;
2 continu, sans interruption;
II. non décidé, d’où
1 indécis, incertain : ἔτι ὄντων ἀκρίτων THC l’issue de la guerre étant encore incertaine;
2 qui ne se décide pas ou ne se termine pas : ἄκριτα νείκεα IL discordes interminables;
III. non jugé :
1 qui n’a pas été jugé;
2 qui ne peut être jugé, qui ne dépend d’aucun tribunal;
B. qui ne rend pas de jugement.
Étymologie: ἀ, κρίνω.