βυσσοδομεύω: Difference between revisions
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βυσσοδομεύω''': ([[δομέω]]) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, [[ὅθεν]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ [[βάθος]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν [[σκέπτομαι]] καὶ [[κρίνω]], Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· [[ὡσαύτως]], μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― [[ὡσαύτως]] -[[δομέω]] Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ. | |lstext='''βυσσοδομεύω''': ([[δομέω]]) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, [[ὅθεν]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ [[βάθος]] καὶ κατ’ ἐμαυτὸν [[σκέπτομαι]] καὶ [[κρίνω]], Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· [[ὡσαύτως]], μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― [[ὡσαύτως]] -[[δομέω]] Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=bâtir au fond (de son esprit <i>ou</i> de son cœur), <i>càd</i> machiner secrètement, <i>d’ord. en mauv. part</i> : κακά OD de mauvais desseins, μύθους OD méditer de mauvaises paroles.<br />'''Étymologie:''' [[βυσσός]], [[δομέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
(δομέω)
A build in the deep: hence, brood over a thing in the depth of one's soul, ponder deeply; Hom. only in Od., always in bad sense, κακὰ φρεσὶ βυσσοδόμευον 17.66, al.; μύθους β. 4.676; δόλον φρεσὶ β. Hes.Sc.30: also in late Prose, ὀργὴν β. Luc.Cal.24; τὰ βυσσοδομευόμενα secret designs, Hld.7.11:—also βυρσοδομέω, Eust. 1513.46, Suid.
German (Pape)
[Seite 468] in der Tiefe bauen; im tiefen Herzensgrund ersinnen, nur von bösen, feindseligen Dingen; Hom. siebenmal. stets Versende: ἀλλ' ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 17, 465. 491. 20, 184; αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 9, 316; βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων Odyss. 8, 273; μνηστῆρες ἠγερέθοντο ἔσθλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 17, 66; μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 4, 676; – δόλον Hes. Sc. 50; όργήν Luc. Calumn. 24; absolut, Opp. C. 1, 250; τὰ βυσσοδομευόμενα, heimliche Anschläge, Hel. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
βυσσοδομεύω: (δομέω) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, ὅθεν, σκέπτομαι περί τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ βάθος καὶ κατ’ ἐμαυτὸν σκέπτομαι καὶ κρίνω, Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· ὡσαύτως, μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― ὡσαύτως -δομέω Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
bâtir au fond (de son esprit ou de son cœur), càd machiner secrètement, d’ord. en mauv. part : κακά OD de mauvais desseins, μύθους OD méditer de mauvaises paroles.
Étymologie: βυσσός, δομέω.