κάλλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλλος''': -εος, Ἀττ. ους, τό, ([[καλός]]): - [[εὐμορφία]], ἐπὶ τοῦ Γανυμήδους, κάλλεος [[εἵνεκα]] οἷο Ἰλ. Υ. 235· ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 130, κτλ.· ἐν Ὀδ. Σ. 192, κάλλεϊ μὲν οἱ πρῶτα [[προσώπατα]] καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ [[Κυθέρεια]] χρίεται ἡ [[Ἀθηνᾶ]] κατέστησε τὸ [[πρόσωπον]] τῆς Πηνελόπης λαμπρὸν μὲ ἀθάνατον [[κάλλος]], μὲ τὸ ὁποῖον ἡ [[Ἀφροδίτη]] ἀλείφει ἑαυτήν, - [[ἔνθα]] τὸ χρίεται ἔκαμε καὶ αὐτὸν τὸν Voss νὰ ἐκλάβῃ τὸ [[κάλλος]] ὡς [[μύρον]] τι· ἀλλ’ ὁ [[Ὅμηρος]] θεωρεῖ τὸ [[κάλλος]] ὥς τι ἐξωτερικόν, ἐπιχεόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον, «ἔστι δὲ [[κάλλος]] τοιοῦτον ἀμβρόσιον ἀλληγορικῶς ἡ ἐπιπολάζουσα κατὰ [[πρόσωπον]] φυσικὴ καλλονὴ καὶ [[εὐπρέπεια]]» (Εὐστ.) (πρβλ. [[χάρις]] Ι)· οὕτω, κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασι Ἰλ. Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]] Ὀδ. Ζ. 237· πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 277: - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ. καὶ πεζολόγοις, γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 185· ἀντίθετον τῷ [[αἶσχος]], Πλάτ. Συμπ. 201Α· τῶν ἔργων τό τε [[μέγεθος]] καὶ τὸ [[κάλλος]] Ἰσοκρ. 240Β· χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 3. 17· [[κάλλος]] τῆς ψυχῆς, τῶν μαθημάτων Πλάτ. Πολ. 444D, Γοργ. 475Α· ἐς [[κάλλος]] ἀσκεῖ, προσπαθεῖ νὰ φαίνηται [[ὡραία]], νὰ ἐπιδεικνύῃ τὸ [[κάλλος]] αὐτῆς, Εὐρ. Ἠλ. 1073· οὐ γὰρ ἐς [[κάλλος]] τύχας [[δαίμων]] δίδωσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1201· εἰς [[κάλλος]] ζῆν, [[χάριν]] ἡδονῆς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 33· [[ἀλλά]], ὁ εἰς κ. [[βίος]], ἀντίθετον τῷ [[αἰσχρουργία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 6: - [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., κατά τε σωμάτων κάλλη καὶ κατὰ τὴν τῶν ψυχῶν.. ἀρετὴν ἐλλόγιμοί τε ἦσαν καὶ ὀνομαστότατοι πάντων τῶν [[τότε]] Πλάτ. Κριτίας 112Ε, 115D, κτλ.· [[κάλλος]], [[γλαφυρότης]] ὕφους, Λογγῖνος 5. 1. 2) ὡς συγκεκριμένον, ἐπὶ προσώπων, [[καλλονή]], [[ὡραιότης]], Σοφ. (ἴδε ἐν λ. [[ὕπουλος]]), Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν, τὴν θυγατέρα, δεινόν τι [[κάλλος]] καὶ [[μέγεθος]] Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· Γαλάτεια, [[κάλλος]] Ἐρώτων Φιλόξ. 8· Ἑλένη καὶ [[Λήδα]] καὶ [[ὅλως]] τὰ ἀρχαῖα κάλλη Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 18. 1, πρβλ. Εἰκ. 2· ὡς ὁ Τερέντιος (ἐν Εὐνούχω) 2. 2, 70) λέγει forma ἀντὶ formosa puella. 3) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], ὡραῖα πράγματα, [[οἷον]] ἐνδύματα καὶ ὑφάσματα, ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 923· βάπτειν τὰ κάλλ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 45· πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 110Α, Κριτίαν 115D, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 64, Ἡσ. ἐν λ.· κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Πλάτ. Νόμ. 625Β· κάλλεα κηροῦ, ὡραῖα ἔργα ἐκ κηροῦ, δηλ. κηρῆθραι, Ἀνθ. Π. 9. 363, 15· κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἱερῶν Δημ. 35. 15· κάλλη οἰκοδομημάτων = καλὰ οἰκοδομήματα Πλούτ. 2. 409Α, πρβλ. 935, Δίων Κ. 65. 16. - Ὅρα [[ὡσαύτως]] κάλλαια.
|lstext='''κάλλος''': -εος, Ἀττ. ους, τό, ([[καλός]]): - [[εὐμορφία]], ἐπὶ τοῦ Γανυμήδους, κάλλεος [[εἵνεκα]] οἷο Ἰλ. Υ. 235· ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 130, κτλ.· ἐν Ὀδ. Σ. 192, κάλλεϊ μὲν οἱ πρῶτα [[προσώπατα]] καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ [[Κυθέρεια]] χρίεται ἡ [[Ἀθηνᾶ]] κατέστησε τὸ [[πρόσωπον]] τῆς Πηνελόπης λαμπρὸν μὲ ἀθάνατον [[κάλλος]], μὲ τὸ ὁποῖον ἡ [[Ἀφροδίτη]] ἀλείφει ἑαυτήν, - [[ἔνθα]] τὸ χρίεται ἔκαμε καὶ αὐτὸν τὸν Voss νὰ ἐκλάβῃ τὸ [[κάλλος]] ὡς [[μύρον]] τι· ἀλλ’ ὁ [[Ὅμηρος]] θεωρεῖ τὸ [[κάλλος]] ὥς τι ἐξωτερικόν, ἐπιχεόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον, «ἔστι δὲ [[κάλλος]] τοιοῦτον ἀμβρόσιον ἀλληγορικῶς ἡ ἐπιπολάζουσα κατὰ [[πρόσωπον]] φυσικὴ καλλονὴ καὶ [[εὐπρέπεια]]» (Εὐστ.) (πρβλ. [[χάρις]] Ι)· οὕτω, κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασι Ἰλ. Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]] Ὀδ. Ζ. 237· πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 277: - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ. καὶ πεζολόγοις, γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 185· ἀντίθετον τῷ [[αἶσχος]], Πλάτ. Συμπ. 201Α· τῶν ἔργων τό τε [[μέγεθος]] καὶ τὸ [[κάλλος]] Ἰσοκρ. 240Β· χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 3. 17· [[κάλλος]] τῆς ψυχῆς, τῶν μαθημάτων Πλάτ. Πολ. 444D, Γοργ. 475Α· ἐς [[κάλλος]] ἀσκεῖ, προσπαθεῖ νὰ φαίνηται [[ὡραία]], νὰ ἐπιδεικνύῃ τὸ [[κάλλος]] αὐτῆς, Εὐρ. Ἠλ. 1073· οὐ γὰρ ἐς [[κάλλος]] τύχας [[δαίμων]] δίδωσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1201· εἰς [[κάλλος]] ζῆν, [[χάριν]] ἡδονῆς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 33· [[ἀλλά]], ὁ εἰς κ. [[βίος]], ἀντίθετον τῷ [[αἰσχρουργία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 6: - [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., κατά τε σωμάτων κάλλη καὶ κατὰ τὴν τῶν ψυχῶν.. ἀρετὴν ἐλλόγιμοί τε ἦσαν καὶ ὀνομαστότατοι πάντων τῶν [[τότε]] Πλάτ. Κριτίας 112Ε, 115D, κτλ.· [[κάλλος]], [[γλαφυρότης]] ὕφους, Λογγῖνος 5. 1. 2) ὡς συγκεκριμένον, ἐπὶ προσώπων, [[καλλονή]], [[ὡραιότης]], Σοφ. (ἴδε ἐν λ. [[ὕπουλος]]), Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν, τὴν θυγατέρα, δεινόν τι [[κάλλος]] καὶ [[μέγεθος]] Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· Γαλάτεια, [[κάλλος]] Ἐρώτων Φιλόξ. 8· Ἑλένη καὶ [[Λήδα]] καὶ [[ὅλως]] τὰ ἀρχαῖα κάλλη Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 18. 1, πρβλ. Εἰκ. 2· ὡς ὁ Τερέντιος (ἐν Εὐνούχω) 2. 2, 70) λέγει forma ἀντὶ formosa puella. 3) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], ὡραῖα πράγματα, [[οἷον]] ἐνδύματα καὶ ὑφάσματα, ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 923· βάπτειν τὰ κάλλ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 45· πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 110Α, Κριτίαν 115D, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 64, Ἡσ. ἐν λ.· κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Πλάτ. Νόμ. 625Β· κάλλεα κηροῦ, ὡραῖα ἔργα ἐκ κηροῦ, δηλ. κηρῆθραι, Ἀνθ. Π. 9. 363, 15· κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἱερῶν Δημ. 35. 15· κάλλη οἰκοδομημάτων = καλὰ οἰκοδομήματα Πλούτ. 2. 409Α, πρβλ. 935, Δίων Κ. 65. 16. - Ὅρα [[ὡσαύτως]] κάλλαια.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> beauté;<br /><b>1</b> <i>dans Hom., en parl. de la beauté physique</i>;<br /><b>2</b> <i>postér. en parl. soit de la beauté physique des <i>pers.</i> ou des choses, soit de la beauté morale</i>;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> <b>1</b> belle chose (bel ouvrage, beau vêtement) ; τὰ κάλλη de belles choses;<br /><b>2</b> belle femme, une beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλος Medium diacritics: κάλλος Low diacritics: κάλλος Capitals: ΚΑΛΛΟΣ
Transliteration A: kállos Transliteration B: kallos Transliteration C: kallos Beta Code: ka/llos

English (LSJ)

εος, Att. ους, τό, (καλός)

   A beauty, esp. of body, Il.9.130, 20.235, etc.; κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν 3.392; κάλλεϊ καὶ Χάρισι στίλβων Od.6.237; περί τ' ἀμφί τε κ. ἄητο h.Cer.276: in a concrete sense, as though external to the body, κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια Χρίεται Od.18.192: freq. i<*> Trag. and Prose, γυναῖκε . . κάλλει ἀμώμω A.Pers.185; κ. σώματος Democr.105; opp. αἶσχος, Pl.Smp.201a: in a general sense, τῶν ἔργων τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει Χαλεπὸν ἐξισῶσαι τοὺς ἐπαίνους Isoc.12.36; Χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Hdt.8.144, cf. Pl.Chrm.157e, D.S.1.30; of ships, Th.[3.17]; ἀρετὴ ἂν εἴη κ. ψυχῆς Pl.R.444d; τὸ τῶν μαθημάτων κ. Id.Grg.475a; ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, E.El.1073; οὐ γὰρ ἐς κ. τύχας δαίμων δίδωσιν so as to regard beauty or show, Id.Tr.1201; ὁ εἰς κ. βίος, opp. αἰσχρουργία, X. Ages.9.1; ἐς κ. ζῆν Id.Cyr.8.1.33; but ἐς κ. κυνηγετεῖν hunt for pleasure, Arr.Cyn.25.9: in pl., σωμάτων κάλλη, opp. ψυχῶν ἀρετή, Pl. Criti.112e.    2 concrete, of persons, κ. κακῶν ὕπουλον S.OT1396; of a bird, Clitarch.21 J. codd.; mostly of women, a beauty, τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος X.Cyr.5.2.7; Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Philox.8 (nisi leg. θάλος) ; Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc.DMort.18.1, cf. Im.2.    3 in pl., beautiful things, as garments and stuffs, ἐν ποικίλοις . . κάλλεσιν βαίνειν A.Ag.923; βάπτειν τὰ κ. Eup.333, cf. Pl.Phd.110a, Poll.7.63, Hsch. s.v.; κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg.625c; μεγέθεσιν κάλλεσίν τε ἔργων Id.Criti.115d, etc.; τὰ κ. τῆς ἑρμηνείας beauties of style, Longin.5.1 (also in sg., τὸ κ. τῆς ἑρμ. D.H.Comp.3); κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i.e. honeycombs, AP9.363.15 (Mel.); κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἱερῶν D.3.25; κ. οἰκοδομημάτων, = καλὰ οἰκοδομήματα, Plu.2.409a, cf. 935a, D.C.65.15.    4 Pythag. name for six, Iamb.in Nic. p.34 P.

German (Pape)

[Seite 1311] τό (καλός), körperliche Schönheit; vom Ganymedes Il. 20, 234; häufiger von weiblicher Schönheit, αἳ κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν 9, 130, Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od. 6, 18, öfter; so auch Od. 18, 192 κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια χρίεται, mit ambrosischer Schönheit, wo die alten Ausleger ohne Grund an eine wohlriechende Salbe denken, Passow aber mit Recht bemerkt, daß bei Hom. die Schönheit als etwas für sich bestehendes Körperliches angesehen wird, das die Götter den Menschen wie ein Kleid an- u. abthun können (vgl. κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασι Il. 3, 392, κὰκι κεφαλῆς χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀθήνη Od. 23, 156, δπόδυθι τὸ κάλλος Luc. D. Mort. 10), u. daß χρίεσθαι von Allem gebraucht wird, was sich auf die Oberfläche des Leibes bezieht, keineswegs von Salben allein; Voß übersetzt »in ambrosischer Schöne verklärt ihr Gesicht sie«. – Tragg., Aesch. Pers. 181 Soph. Tr. 25. 465, Eur. oft, gew. von weiblicher Schönheit; in Prosa, Plat. u. A.; Ggstz αἶσχος, Plat. Conv. 201 a. – Auch geistig, ψοχῆς Plat. Rep. IV, 444 b, τῶν μαθημάτων Gorg. 474 e, τῶν ὀνομάτων καὶ ῤημάτων Conv. 198 b, μεγέθεσι καὶ κάλλεσιν ἔργων Critia. 115 d. – Τὰ κάλλη, der Schmuck, ἐν ποικίλοις κάλλεσι βαίνειν, bunte Teppiche, Aesch. Ag. 897, VLL. τὰ πορφυρᾶ ὶμάτια; übh. kunstvolle Arbeiten, ἱερῶν, Pracht der Tempel, Dem. 3, 25; κάλλεα κηροῦ, schöne Honigwaben, Mel. 110 (IX, 363). – Luc. D. Mort. 18, 1 vrbdt Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ δρχαἶα κάλλη πάντα, wie auch wir sagen »die altberühmten Schönheiten«; vgl. Imag. 2.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλος: -εος, Ἀττ. ους, τό, (καλός): - εὐμορφία, ἐπὶ τοῦ Γανυμήδους, κάλλεος εἵνεκα οἷο Ἰλ. Υ. 235· ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 130, κτλ.· ἐν Ὀδ. Σ. 192, κάλλεϊ μὲν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια χρίεται ἡ Ἀθηνᾶ κατέστησε τὸ πρόσωπον τῆς Πηνελόπης λαμπρὸν μὲ ἀθάνατον κάλλος, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Ἀφροδίτη ἀλείφει ἑαυτήν, - ἔνθα τὸ χρίεται ἔκαμε καὶ αὐτὸν τὸν Voss νὰ ἐκλάβῃ τὸ κάλλος ὡς μύρον τι· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρος θεωρεῖ τὸ κάλλος ὥς τι ἐξωτερικόν, ἐπιχεόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον, «ἔστι δὲ κάλλος τοιοῦτον ἀμβρόσιον ἀλληγορικῶς ἡ ἐπιπολάζουσα κατὰ πρόσωπον φυσικὴ καλλονὴ καὶ εὐπρέπεια» (Εὐστ.) (πρβλ. χάρις Ι)· οὕτω, κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασι Ἰλ. Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Ὀδ. Ζ. 237· πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 277: - συχνάκις ὡσαύτως παρὰ Τραγ. καὶ πεζολόγοις, γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 185· ἀντίθετον τῷ αἶσχος, Πλάτ. Συμπ. 201Α· τῶν ἔργων τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος Ἰσοκρ. 240Β· χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 3. 17· κάλλος τῆς ψυχῆς, τῶν μαθημάτων Πλάτ. Πολ. 444D, Γοργ. 475Α· ἐς κάλλος ἀσκεῖ, προσπαθεῖ νὰ φαίνηται ὡραία, νὰ ἐπιδεικνύῃ τὸ κάλλος αὐτῆς, Εὐρ. Ἠλ. 1073· οὐ γὰρ ἐς κάλλος τύχας δαίμων δίδωσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1201· εἰς κάλλος ζῆν, χάριν ἡδονῆς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 33· ἀλλά, ὁ εἰς κ. βίος, ἀντίθετον τῷ αἰσχρουργία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 6: - συχν. ἐν τῷ πληθ., κατά τε σωμάτων κάλλη καὶ κατὰ τὴν τῶν ψυχῶν.. ἀρετὴν ἐλλόγιμοί τε ἦσαν καὶ ὀνομαστότατοι πάντων τῶν τότε Πλάτ. Κριτίας 112Ε, 115D, κτλ.· κάλλος, γλαφυρότης ὕφους, Λογγῖνος 5. 1. 2) ὡς συγκεκριμένον, ἐπὶ προσώπων, καλλονή, ὡραιότης, Σοφ. (ἴδε ἐν λ. ὕπουλος), Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν, τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Φιλόξ. 8· Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 18. 1, πρβλ. Εἰκ. 2· ὡς ὁ Τερέντιος (ἐν Εὐνούχω) 2. 2, 70) λέγει forma ἀντὶ formosa puella. 3) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ὡραῖα πράγματα, οἷον ἐνδύματα καὶ ὑφάσματα, ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 923· βάπτειν τὰ κάλλ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 45· πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 110Α, Κριτίαν 115D, Πολυδ. Ζ΄, 64, Ἡσ. ἐν λ.· κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Πλάτ. Νόμ. 625Β· κάλλεα κηροῦ, ὡραῖα ἔργα ἐκ κηροῦ, δηλ. κηρῆθραι, Ἀνθ. Π. 9. 363, 15· κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἱερῶν Δημ. 35. 15· κάλλη οἰκοδομημάτων = καλὰ οἰκοδομήματα Πλούτ. 2. 409Α, πρβλ. 935, Δίων Κ. 65. 16. - Ὅρα ὡσαύτως κάλλαια.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. beauté;
1 dans Hom., en parl. de la beauté physique;
2 postér. en parl. soit de la beauté physique des pers. ou des choses, soit de la beauté morale;
II. particul. 1 belle chose (bel ouvrage, beau vêtement) ; τὰ κάλλη de belles choses;
2 belle femme, une beauté.
Étymologie: καλός.