ὁμόφυλος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόφῡλος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, (εὐρύτερον κατ’ ἔννοιαν τοῦ [[ὁμοεθνής]], ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀερ. 289, Θουκ. 1. 141, κτλ.· οἱ ὁμόφυλοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 27· [[φιλία]] ὁμόφ., [[φιλία]] πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν καταγωγήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1200· ὁμ. [[Ζεὺς]] Πλάτ. Νόμ. 843Α· - τὸ ὁμόφυλον, = [[ὁμοφυλία]], Εὐρ. Ι. Τ. 346, Δημ. 290. 20· τὸ μὴ ὁμόφυλον, ἐπὶ πόλεως κατοικουμένης ὑπὸ διαφόρων φυλῶν, Ἀριστ. Πολιτκ. 5. 3, 11. 2) [[καθόλου]], ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, ἢ εἴδους, ὄρνιθες Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· πρὸς τὸ ὁμ. ἀπιέναι [[αὐτόθι]] 8. 7, 20, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 3· τὸ πῦρ συγκρίνει τὰ ὁμ., τὰς ὁμογενεῖς οὐσίας, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 5. 2, 4, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 8, 12.
|lstext='''ὁμόφῡλος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, (εὐρύτερον κατ’ ἔννοιαν τοῦ [[ὁμοεθνής]], ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀερ. 289, Θουκ. 1. 141, κτλ.· οἱ ὁμόφυλοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 27· [[φιλία]] ὁμόφ., [[φιλία]] πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν καταγωγήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1200· ὁμ. [[Ζεὺς]] Πλάτ. Νόμ. 843Α· - τὸ ὁμόφυλον, = [[ὁμοφυλία]], Εὐρ. Ι. Τ. 346, Δημ. 290. 20· τὸ μὴ ὁμόφυλον, ἐπὶ πόλεως κατοικουμένης ὑπὸ διαφόρων φυλῶν, Ἀριστ. Πολιτκ. 5. 3, 11. 2) [[καθόλου]], ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, ἢ εἴδους, ὄρνιθες Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· πρὸς τὸ ὁμ. ἀπιέναι [[αὐτόθι]] 8. 7, 20, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 3· τὸ πῦρ συγκρίνει τὰ ὁμ., τὰς ὁμογενεῖς οὐσίας, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 5. 2, 4, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 8, 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de même tribu, de même race : τὸ ὁμόφυλον XÉN, <i>p. crase</i> [[θοὐμόφυλον]] EUR communauté de race;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’animaux</i> de même famille, de même espèce.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φῦλον]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόφῡλος Medium diacritics: ὁμόφυλος Low diacritics: ομόφυλος Capitals: ΟΜΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: homóphylos Transliteration B: homophylos Transliteration C: omofylos Beta Code: o(mo/fulos

English (LSJ)

ον,

   A of the same race or stock, akin (wider in sense than ὁμοεθνής, q.v.), Hp.Aër.12, Th.1.141, etc.; opp. ἀλλόφυλος, Epicur.Sent.39 ; οἱ ὁ. those of the same race, X.Cyr.5.4.27 ; φιλία ὁ. friendship based on kinship, E.HF 1200 (lyr.), Pl.Mx.244a ; ὁ. Ζεύς Id.Lg.843a; θοὑμόφυλον, = ὁμοφυλία, E.IT346, Decr. ap. D.18.186 ; τὸ μὴ ὁ. a city peopled by different races, Arist.Pol.1303a25.    2 generally, of the same breed or kind, ἀρχαὶ οὐχ ὁ. Philol.6 ; ὄρνιθες X.Cyr.1.6.39 ; ἀπιέναι πρὸς τὸ ὁ. ib.8.7.20, cf. Arist.Mu.396b10 ; [τὸ πῦρ] συγκρίνει τὰ ὁ. homogeneous matter, Id.Cael.307b1, cf. GC329b28.

German (Pape)

[Seite 342] von gleichem Stamme, Geschlechte, stammverwandt; φιλία, Eur. Herc. Fur. 1200; θοὐμόφυλον, das gleiche Geschlecht, I. T. 346, wie Plat. Menex. 242 d; Thuc. 1, 141; ὄρνιθες, von derselben Art, Xen. Cyr. 1, 6, 39; int allgemeinern Sinne, der Verwandte, 8, 7, 20; Ζεὺς ὁμόφυλος, Plat. Legg. VIII, 843 a; Folgde; es hat einen weitern Begriff als ὁμοεθνής, s. dasselbe; οἱ γειτνιῶντες καὶ ὁμόφυλοι βάρβαροι, Hdn. 6, 2, 10; Plut. Arat. 45 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, τοῦ αὐτοῦ γένους, (εὐρύτερον κατ’ ἔννοιαν τοῦ ὁμοεθνής, ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀερ. 289, Θουκ. 1. 141, κτλ.· οἱ ὁμόφυλοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 27· φιλία ὁμόφ., φιλία πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν καταγωγήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1200· ὁμ. Ζεὺς Πλάτ. Νόμ. 843Α· - τὸ ὁμόφυλον, = ὁμοφυλία, Εὐρ. Ι. Τ. 346, Δημ. 290. 20· τὸ μὴ ὁμόφυλον, ἐπὶ πόλεως κατοικουμένης ὑπὸ διαφόρων φυλῶν, Ἀριστ. Πολιτκ. 5. 3, 11. 2) καθόλου, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους, ἢ εἴδους, ὄρνιθες Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· πρὸς τὸ ὁμ. ἀπιέναι αὐτόθι 8. 7, 20, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 3· τὸ πῦρ συγκρίνει τὰ ὁμ., τὰς ὁμογενεῖς οὐσίας, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 5. 2, 4, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 8, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de même tribu, de même race : τὸ ὁμόφυλον XÉN, p. crase θοὐμόφυλον EUR communauté de race;
2 en parl. d’animaux de même famille, de même espèce.
Étymologie: ὁμός, φῦλον.