ἕκαστος: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />chacun;<br /><b>1</b> <i>d’ord. au sg.</i> [[ἔβαν]] [[οἶκόνδε]] [[ἕκαστος]] IL ils retournèrent chacun chez soi ; τῆς ἡμέρας ἑκάστης THC chaque jour ; ἕκαστον τὸ [[ζεῦγος]] XÉN chaque attelage ; [[εἷς]] [[ἕκαστος]], ἕκαστός [[τις]] <i>ou</i> [[εἷς]] [[τις]] [[ἕκαστος]] un chacun, chacun ; τὰ ἕκαστα, tout en détail, chaque chose l’une après l’autre ; ἐπ’ ἡμέρης ἑκάστης HDT chaque jour successivement ; κατὰ [[ἔτος]] ἕκαστον THC chaque année ; <i>abs.</i> καθ’ ἕκαστον, en ordre, selon chaque chose, en détail ; <i>ou</i> chaque citoyen en particulier ; καθ’ ἑκάστους, chaque peuple en particulier ; τὸ καθ’ ἕκαστον, τὰ καθ’ ἕκαστα, chaque chose en particulier <i>ou</i> l’une après l’autre ; [[ὡς]] [[ἕκαστος]] ἐδύνατο THC partout où chacun le put;<br /><b>2</b> <i>au plur.</i> ἕκαστοι, αι, α chacun <i>en parl. collectiv. de peuples, de groupes, etc.</i> : [[ῥᾳδίως]] ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες THC abandonnant facilement chacun le pays qu’ils occupaient ; πρὸς ὁμόρους τοὺς σφετέρους ἑκάστοις THC vers les peuples limitrophes de chacun d’eux ; [[ὡς]] ἕκαστοι, chacun pour soi.<br />'''Étymologie:''' p. *σϜέκαστος, de [[ἑκάς]] p. *σϜέκας, <i>litt.</i> chacun pour soi, chacun à part. | |btext=η, ον :<br />chacun;<br /><b>1</b> <i>d’ord. au sg.</i> [[ἔβαν]] [[οἶκόνδε]] [[ἕκαστος]] IL ils retournèrent chacun chez soi ; τῆς ἡμέρας ἑκάστης THC chaque jour ; ἕκαστον τὸ [[ζεῦγος]] XÉN chaque attelage ; [[εἷς]] [[ἕκαστος]], ἕκαστός [[τις]] <i>ou</i> [[εἷς]] [[τις]] [[ἕκαστος]] un chacun, chacun ; τὰ ἕκαστα, tout en détail, chaque chose l’une après l’autre ; ἐπ’ ἡμέρης ἑκάστης HDT chaque jour successivement ; κατὰ [[ἔτος]] ἕκαστον THC chaque année ; <i>abs.</i> καθ’ ἕκαστον, en ordre, selon chaque chose, en détail ; <i>ou</i> chaque citoyen en particulier ; καθ’ ἑκάστους, chaque peuple en particulier ; τὸ καθ’ ἕκαστον, τὰ καθ’ ἕκαστα, chaque chose en particulier <i>ou</i> l’une après l’autre ; [[ὡς]] [[ἕκαστος]] ἐδύνατο THC partout où chacun le put;<br /><b>2</b> <i>au plur.</i> ἕκαστοι, αι, α chacun <i>en parl. collectiv. de peuples, de groupes, etc.</i> : [[ῥᾳδίως]] ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες THC abandonnant facilement chacun le pays qu’ils occupaient ; πρὸς ὁμόρους τοὺς σφετέρους ἑκάστοις THC vers les peuples limitrophes de chacun d’eux ; [[ὡς]] ἕκαστοι, chacun pour soi.<br />'''Étymologie:''' p. *σϜέκαστος, de [[ἑκάς]] p. *σϜέκας, <i>litt.</i> chacun pour soi, chacun à part. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=(ϝεκ.): [[each]], [[each]] [[one]]; in [[sing]]. [[regularly]] w. pl. vb., and in app. to pl. subjects, οἳ μὲν [[κακκείοντες]] [[ἔβαν]] [[οἶκόνδε]] ϝέκαστος, ‘[[each]] to his [[home]],’ Il. 1.606; pl., [[less]] [[common]] and [[strictly]] referring to [[each]] of [[several]] parties or sets of persons, Il. 3.1; [[sometimes]], [[however]], equiv. to the [[sing]]., Od. 14.436. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A each, opp. the whole body, Il.2.805, etc. : sg. with pl. Verb, ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος they went home each to his own house, 1.606 ; δεδμήμεσθα ἕκαστος 5.878, cf. Hdt.3.158 ; so in Att., Ar.Pl. 785, Pl.Prt.327e, etc. ; ὅτι ἕκαστος ἐπίστασθε ἀγαθόν X.Smp.3.3 : sg. in apposition with pl. Noun or Pron., which expresses the whole, Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα ἕκαστον Il.7.215 ; ὔμμι..ἑκάστῳ 15.109 ; αἱ δὲ γυναῖκες..θαύμαζον..ἑκάστη 18.496, etc. ; Περσίδες δ'.. ἑκάστα..λείπεται A.Pers.135 (lyr.) ; αἱ ἄλλαι πᾶσαι [τέχναι] τὸ αὑτῆς ἑκάστη ἔργον ἐργάζεται Pl.R.346d, cf. Grg.503e ; ὅστις ἕκαστος every one which.. (nisi leg. ὥς τις), Hes.Th.459. 2 the Art. is sts. added to the Subst. (so regularly in earlier Att. Inscrr., IG12.22.14, al., exc. ἑκάστου μηνός ib.6.125) with which ἕκαστος agrees, in which case ἕκαστος is commonly put first, καθ' ἑ. τὴν ἡμέραν every single day, Isoc.12.211, etc. ; περὶ ἑ. τῆς τέχνης Pl.Phdr.274e : also following the Subst., κατὰ τὸν οξπλίτην ἕκαστον Th.5.49 ; κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην Id.6.63, al. II in pl., all and each severally, Il.1.550, al., A. Supp.932, etc. ; οἷστισιν ἑκάστοις to whichsoever severally, Pl.Lg. 799a. 2 each of two or more groups or parties, Od.9.164, Hdt. 1.169, A.Pr.491, Th.6.77, etc. III strengthd. by the addition of other Prons., εἷς ἕ. (v. εἷς) ; εἷς τις ἕ. S.Ant.262 ; ἕκαστός τις each one, Pi.N.4.92, Th.3.45, etc. ; ταῦτα ἕκαστα Hdt.5.13, etc. ; αὔθ' ἕκαστα all in exact detail, A.Pr.950. 2 with Preps., esp. κατά, καθ' ἕκαστον singly, by itself, Pl.Tht.188a, al. ; καθ' ἕ. καὶ σύμπαντα Id.Sph.259b ; τὸ καθ' ἕ., τὰ καθ' ἕκαστα, particulars, Arist.Ph.189a6, EN 1143b4, al. ; παρ' ἕκαστον, παρ' ἕκαστα, in every case, Plb.4.82.5,3.57.4, etc. ; παρ' ἕκαστον καὶ ἔργον καὶ λόγον διδάσκοντες Pl.Prt.325d ; παρ' ἕκαστον λέγων constantly interjecting, Men.Epit.48. 3 ὡς ἕκαστοι each by himself, Hdt.6.79, Th.1.15, etc. : in sg., τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλει Hdt.1.132, cf. Pi.P.9.98 ; οὐχ ὡς ἕ. ἀλλὰπάντες Arist.Pol. 1292a12, cf. 1283b34. IV later, = ἑκάτερος, D.H.3.2 codd. (ϝέκαστος Leg.Gort.1.9, al., Schwyzer 409.4 (Elis), IG9(1).334.9 (Locris). Apptly. connected with ἑκάς by Dam.Pr.423.)
German (Pape)
[Seite 751] jeder, bes. jeder Einzelne, im Gegensatz einer Vielheit oder Gesammtheit; jeder Einzelne in seiner besonderen Beziehung, in welchem Falle auch der plur. steht, wie ῥᾳδίως ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες Thuc. 1, 2. Bei Hom. steht es gew. als Apposition in gleichem Casus mit dem allgemeinen Begriff, Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε τρόμος, jeden Troer, Il. 7, 215: ὐμμι κακὸν πέμπει ἑκάστῳ, euch u. zwar einem Jeden, 15, 109; γυναῖκες ἐθαύμαζον ἑκάστη 18, 496; αὐτὰ ἕκαστα ἔλεγον Her. 5, 13; Thuc. 6, 93 u. A.; sonst steht im Attischen in diesem Fall der Genitiv, ἑκάστη τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν, Plat. Parm. 134 a Rep. I, 341 d. Doch Hdn. 4, 13, 16 καὶ οἱ μὲν ἕκαστος εἰς τὰς στέγας ἐπανῄεσαν. – Das Verbum steht oft im plur. dabei; τῶν πάντων οἱ ἕκαστος ὄϊν δώσουσι μέλαιναν Il. 10, 215; ἔμενον ἐν τῇ ἑωυτοῦ τάξι ἕκαστος Her. 3, 158; 7, 144; καθ' ὅσον ἐδύναντο ἕκαστος Plat. Prot. 327 e; οἱ ἄλλοι πάντες δημιουργοὶ βλέποντες πρὸς τὸ ἑαυτῶν ἔργον ἕκαστος Gorg. 503 e; ὅ, τι ἕκαστος ἐπίστασθε Xen. Conv. 3, 3; ὅπη ἐδύναντο ἕκαστος An. 4, 2, 12; auch so, daß auf ein ἕκαστος sich κατὰ τὴν αὐτῶν οὐσίαν bezieht, Plat. Phileb. 48 e. – Gew. steht das subst. dabei ohne Artikel; hat das subst. den Artikel, so steht ἕκαστος entweder nach, oft in der Bdtg. jedesmalig, τὸν δήμαρχον ἕκαστον Her. 3, 6; τῆς ἡμέρας ἑκάστης Thuc. 5, 47; εἰς τὸ ἔργον ἕκαστον Plat. Crat. 389 c; Rep. I, 339 c; oder vor, wo sich der Artikel auf eine folgende Bestimmung bezieht, ἐξ ἑκάστων τῶν πόλεων, δι' ὧν ἐξέρχεται Prot. 315 a; oder wo das Einzelne hervorgehoben wird, ἑκάστη ἡ ἐπιστήμη Parm. 134 a; ἕκαστον τὸ ἔθνος Xen. An. 1, 8, 9. – Ὅστις ἕκαστος, jeder welcher, Hes. Th. 459; vgl. Plat. Legg. VII, 799 a; – εἷς ἕκαστος, s. εἷς; – αὐτὸς ἕκαστος, selbst jeder, Her. u. a., bes. αὐτὰ ἕκαστα, alles u. jedes, φράζειν, λέγειν, Aesch. Prom. 952 Her. 5, 13, vgl. αὐθέκαστος; – ἕκαστός τις, ein jeder, Pind. N. 4, 92; Soph. Ant. 262; Thuc. 9, 31; – καθ' ἕκαστον, einzeln für sich, wie ὡς ἕκαστος, jeder für sich, Thuc. 5, 4 u. oft bei Attikern. – Erst bei Sp. für ἑκάτερος, Dion. Hal. 3, 2. 6, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκαστος: -η, -ον, καθείς, καθένας, Λατ. quisque, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὁλότητα, Ὁμ., κλ.· ὁ ἑνικὸς συχνάκις συνάπτεται μετὰ πληθ. ῥήματος, ἔβαν οἰκόνδε ἕκαστος Ἰλ. Α. 606· δεδμήμεσθα ἕκαστος Ε. 878· καὶ παρ’ Ἀττ., ἕκαστος ἐπίστασθε Ξεν. Συμπ. 3, 3, Ἡρόδ. 3. 158, Ἀριστοφ. Πλ. 785, Πλάτ. Γοργ. 503Ε, Πρωτ. 327Ε, κτλ.· τὸ ἑνικὸν τίθεται ὡσαύτως ἐκ παραλλήλου μετὰ πληθ. ὀνόματος ἢ ἀντων. (ἅπερ ἐκφράζουσι τὸ ὅλον καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νὰ εἶναι τεθειμένα κατὰ γενικήν, τοῦτο δ’ ὀνομάζεται ἐν τῇ γραμματικῇ «σχῆμα καθ’ ὅλον καὶ μέρος»), ὡς Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε τρόμος (ἀντὶ Τρώων ἕκαστον), φόβος κατέβαλεν ἕκαστον τῶν Τρώων, Ἰλ. Η. 215, πρβλ. 175. 185· ὔμμι... ἑκάστῳ Ο. 109· αἱ δὲ γυναῖκες... θαύμαζον... ἑκάστη Σ. 496, κτλ.· Περσίδες δ’... ἑκάστα... λείπεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 136· αἱ ἄλλαι πᾶσαι τέχναι τὸ αὑτῆς ἑκάστη ἔργον ἐργάζεται Πλάτ. Πολ. 346Ε, πρβλ. Γοργ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ὅστις ἕκαστος, πᾶς ὅστις..., Ἡσ. Θ. 459. 2) τὸ ἄρθρον ἐνίοτε προστίθεται εἰς τὸ οὐσιαστικὸν πρὸς τὸ ὁποῖον συμφωνεῖ τὸ ἕκαστος, ὅτε συνήθως τὸ ἕκαστος προτάσσεται, καθ’ ἑκ. τὴν ἡμέραν, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰσοκρ. 277Α· περὶ ἑκ. τῆς τέχνης Πλάτ. Φαῖδρ. 274Ε· ὅταν δὲ ἐπιτάσσηται τὸ ἕκαστος εἶναι ἧττον ἐμφατικόν, κατὰ τὸν ὁπλίτην ἕκαστον Θουκ. 5. 49· κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην ὁ αὐτ. 6. 63, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ πληθ., εἰς ἕκαστος πάντων, πολλὸν γὰρ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἕκαστοι ἠφύσαμεν Ὀδ. Ι. 164, Ἰλ. Α. 550, κ. ἀλλ.· οὕτως, Ἡρόδ. 1. 169, Αἰσχύλ. Πρ. 491, Ἱκ. 932, Πλάτ. Πρωτ. 315C, κ. ἀλλ.· οἷστισιν ἑκάστοις ὁ αὐτ. Νόμ. 799Α. ΙΙΙ. ἡ ἰδέα τοῦ ἐπιμερισμοῦ ἢ τῆς ἀτομικότητος ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἐκφέρεται ὁριστικώτερον τῇ προσθήκῃ ἑτέρων ἀντωνυμ., οἷον, εἷς ἕκαστος, Λατ. unusquisque, (ἴδε ἐν λ. εἷς)· εἶς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος Σοφ. Ἀντ. 262· ἕκαστός τις Πινδ. Ν. 4. 150, Θουκ. 3. 45, κλ.· αὐτὸς ἕκ. Ἡρόδ. 5. 13, κτλ.· αὔθ’ ἕκαστα, ἅπαντα ἐν λεπτομερείᾳ ἀκριβεῖ, Αἰσχύλ. Πρ. 950· πρβλ. αὐθέκαστος. 2) μετὰ προθέσεων, ἰδίως μετὰ τῆς κατά, καθ’ ἕκαστον, ἰδιαιτέρως, χωριστά, μόνον, Λατ. singulatim, Πλάτ. κλ.· καθ’ ἕκ. καὶ ξύμπαντα ὁ αὐτ. Σοφ. 259Β· τὰ καθ’ ἕκαστον, Ἀριστ. Πολ. 2, 8, 22, κ. ἀλλ.· παρ’ ἕκαστον παρ’ ἕκαστα, ἐν ἑκάστῃ περιπτώσει, Πολύβ. 4. 82, 5., 3. 57, 4, κτλ. 3) ὡς ἕκαστοι, ἕκαστος καθ’ ἑαυτόν, Πινδ. ΙΙ. 9. 174, Ἡρόδ. 6. 79, Θουκ. 1. 15, κτλ.· καὶ καθ’ ἑνικ., τῶν δὲ ὡς ἑκάστῳ θύειν θέλει Ἡρόδ. 1. 132· οὐχ ὡς ἕκαστος, ἀλλὰ πάντες Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 26. IV. παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ ἑκάτερος, Διον. Ἁλ. 3. 2, κτλ. (Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑ- ἐν ταῖς λέξεσιν ἑκάτερος, ἕκαστος παριστάνει τὸ εἷς, ἕν, ὡς τὸ πρῶτον μέρος τοῦ Σανσκρ. ê-kateras, ê-katamus παριστάνει τὸ ê-ka (εἷς)· τὰ δεύτερα μέρη τῶν λέξεων τούτων -κάτερος, -καστος, δύναται νὰ παραβληθῶσι πρὸς τὰ πέτερος, πόστος (Ἰων. κότερος, κόστος), καὶ πρὸς τὰ Σανσκρ. kataras (uter ? πότερος;), katamas (τίς ἐκ τῶν πολλῶν;) ἴδε ἐν λ. *πος· - φέρουσι δὲ ταῦτα τὸν τύπον συγκρ. καὶ ὑπερθ., πρβλ. πρό, πρότερος, πρῶτος. Ἐν Κρητικῇ Ἐπιγρ. (Hell. J. 13. σ. 66) ἀπαντᾷ γεγραμμένον Fέκαστος).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
chacun;
1 d’ord. au sg. ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος IL ils retournèrent chacun chez soi ; τῆς ἡμέρας ἑκάστης THC chaque jour ; ἕκαστον τὸ ζεῦγος XÉN chaque attelage ; εἷς ἕκαστος, ἕκαστός τις ou εἷς τις ἕκαστος un chacun, chacun ; τὰ ἕκαστα, tout en détail, chaque chose l’une après l’autre ; ἐπ’ ἡμέρης ἑκάστης HDT chaque jour successivement ; κατὰ ἔτος ἕκαστον THC chaque année ; abs. καθ’ ἕκαστον, en ordre, selon chaque chose, en détail ; ou chaque citoyen en particulier ; καθ’ ἑκάστους, chaque peuple en particulier ; τὸ καθ’ ἕκαστον, τὰ καθ’ ἕκαστα, chaque chose en particulier ou l’une après l’autre ; ὡς ἕκαστος ἐδύνατο THC partout où chacun le put;
2 au plur. ἕκαστοι, αι, α chacun en parl. collectiv. de peuples, de groupes, etc. : ῥᾳδίως ἕκαστοι τὴν ἑαυτῶν ἀπολείποντες THC abandonnant facilement chacun le pays qu’ils occupaient ; πρὸς ὁμόρους τοὺς σφετέρους ἑκάστοις THC vers les peuples limitrophes de chacun d’eux ; ὡς ἕκαστοι, chacun pour soi.
Étymologie: p. *σϜέκαστος, de ἑκάς p. *σϜέκας, litt. chacun pour soi, chacun à part.
English (Autenrieth)
(ϝεκ.): each, each one; in sing. regularly w. pl. vb., and in app. to pl. subjects, οἳ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ϝέκαστος, ‘each to his home,’ Il. 1.606; pl., less common and strictly referring to each of several parties or sets of persons, Il. 3.1; sometimes, however, equiv. to the sing., Od. 14.436.