φθείρω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=φθείρουσι, [[pass]]. φθείρεσθε: [[destroy]], [[ruin]]; [[pass]]., ‘[[ruin]] [[seize]] ye,’ Il. 21.128.
|auten=φθείρουσι, [[pass]]. φθείρεσθε: [[destroy]], [[ruin]]; [[pass]]., ‘[[ruin]] [[seize]] ye,’ Il. 21.128.
}}
{{Slater
|sltr=[[φθείρω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[destroy]] καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ δ' ἔφθᾰρεν (P. 3.36)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[φθείρω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[destroy]] καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ δ' ἔφθᾰρεν (P. 3.36)
|sltr=[[φθείρω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[destroy]] καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ δ' ἔφθᾰρεν (P. 3.36)
}}
}}

Revision as of 12:39, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθείρω Medium diacritics: φθείρω Low diacritics: φθείρω Capitals: ΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: phtheírō Transliteration B: phtheirō Transliteration C: ftheiro Beta Code: fqei/rw

English (LSJ)

Aeol. φθέρρω Hdn.Gr.2.303, al.; Arc. φθήρω IG5(2).6.17 (Tegea, iv B. C.): Ion. impf. φθείρεσκε (δια-) Hdt.1.36: fut.

   A φθερῶ X.HG7.2.11, (δια-) A.Ag.1266, etc.; Ion. φθερέω (δια-) Hdt. 5.51; Ep. φθέρσω (δια-) Il.13.625: aor. 1 ἔφθειρα A.Pers.244 (troch.), X.HG7.2.4; poet. ἔφθερσα Lyc.1402; Arc. 3sg. opt. (?) φθέραι IG5(2).6.8 (Tegea, iv B. C.): pf. ἔφθαρκα Din.1.64, (δι-) E.Med. 226; Arc. part. ἐφθορκώς IG5(2).6.10 (Tegea, iv B. C.): —Med., fut. φθεροῦμαι (in pass. sense) S.OT272, E.Andr.708, Th.7.48; Ion. φθερέομαι (δια-) Hdt.8.108 (v.l. δια-φθαρέεται), 9.42 (vv. ll. δια-φθαρέονται, δια-φθορεῦνται); later φθαροῦμαι Archig. ap. Orib.8.23.5:— Pass., fut. φθᾰρήσομαι Hp.VM13, Arist.Metaph.1066b30, Epicur.Ep. 1p.7U., (δια-) E.Hec.802, etc., Dor. -ησοῦμαι Ti.Locr.94d: aor. ἐφθάρην [ᾰ] S.OT1502, Th.7.13, Pl.Lg.708c; poet. 3pl. ἔφθαρεν Pi.P. 3.36: also part. κατα-φθερείς Epich.35.13: pf. ἔφθαρμαι S.El.765, 3pl. ἐφθάραται Th.3.13; inf. ἐφθάρθαι Arist.Metaph.1021b27, (δι-) Is.9.37, Aeol. ἔφθορθαι Eust.790.8: plpf. 3pl. ἐφθάρατο App.BC3.15, (δι-) Hdt.8.90. The compd. διαφθείρω is much more freq. than the simple Verb:—destroy things, μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες Od. 17.246; φ. τῶν Συρίων τοὺς κλήρους waste them, Hdt.1.76, cf. X.HG 7.2.11, An.4.7.20; τοὺς θεῶν νόμους S.Aj.1344; τὰς ναῦς v. l. in Th. 2.91; τὴν πόλιν καὶ νόμους Pl.Lg.958c, cf. X.Mem.1.5.3; εὐδαιμονίαν Din. l. c.; ἔμβρυα Dsc.2.163; τὸ συλληφθέν Sor.1.60 (also abs., miscarry, ib.59); τὸν κοινὸν οἶκον Mitteis Chr.284.11 (ii B. C.): —Pass., to be destroyed, S.Aj.25, etc.; ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται Arist.EN1103b8; εἰς τὸ μὴ ὂν φ. pass away, cease to be, Epicur.Ep.1p.5U.; δυὰς προσθέσει μονάδος εἰς τριάδα φθείρεται μηκέτι μένουσα δυάς Ph.2.509; of animals, perish, PStrassb.24.15 (ii A. D.).    2 of persons, μαψαῦραι . . . ναύτας φ. destroy them, Hes.Th.876 (but perh. only Act. of signf. 11.4); στρατόν A. Pers.244 (troch.), Ag.652:—Pass., Id.Pers.272, 283(lyr.); γειτόνων πολλοὶ ἁμᾷ . . ἔφθαρεν Pi.P.3.36; νόσῳ ἐφθάραται Ἀθηναῖοι Th.3.13, cf. 7.48; πρόρριζον ἔφθαρται γένος S.El.765; ἔφθαρμαι I am undone! Men. Her.13; μὴφθαρῶσιν PMich.Zen.80.4 (iii B. C.).    3 corrupt, bribe, τινα D.S.4.73; lure, entice, trap, κημοῖσι πλεκτοῖς πορφύρας φθείρει γένος S.Fr.504 (s. v. l.); φθείρει γὰρ ἡ πρόνοια τὴν ἀβουλίαν entices to its ruin, entraps, Trag.Adesp.484 (s. v.l.); pervert, φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί E.Fr.1024:—Pass., v. infr. 11.3.    b seduce a woman, ὑπὸ τῆς θυγατρὸς ἀδικούμενον καὶ Διονυσίου τοῦ φθείραντος αὐτὴν κιναίδου PEnteux.26.11 (iii B. C.):—Pass., E.Fr.485, D.Chr.11.153 (but not Att. acc. to Phryn.53, Moer.p.103 P.), Artem.5.17.    4 ruin, spoil, ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ' ὑφάς, of one who treads on rich carpets, A.Ag.949; βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, of blood, Id.Ch.1013; of a poison, ὧνπερ ἂν θίγῃ, φθείρει τὰ πάντα S.Tr.716; φαρμάκων φθείρειν πεφυκότων τὰ σώματα Gal.15.541; δούλην (wet-nurse) μὴ φθείρουσαν τὸ γάλα BGU1058.29 (i B. C.), cf. Sor.1.88; τοῦ σώματος (sc. τῶν νοσούντων) φθείροντος τὸ θρέψαι δυνάμενον ib.90, cf. 63, al.    5 τὰ μιγνύμενα τῶν χρωμάτων οἱ βαφεῖς φθείρεσθαι καὶ φθοράν τὴν μῖξιν ὀνομάζουσιν Plu.2.393c (where μιαίνω 1 is compared).    II Pass. (cf. supr. 1.1, 2),    1 φθείρεσθε (as a curse) may you perish! ruin take you! Il.21.128, Sannyr. 10; φθείρου as an imprecation, go to the devil! be off! Ar.Ach.460, Pl.598,610(anap.), E.Fr.610; ἐκποδὼν ἡμῖν φθείρεσθε Herod.6.16:c. gen., φθείρεσθε τῆσδε off from her! unhand her, let her go, E.Andr. 715 (so in fut. indic., εἰ μὴ φθερῇ τῆσδ' ὡς τάχιστ' ἀπὸ στέγης if thou dost not depart . . . ib.708).    b with a Prep., φθείρεσθαι πρὸς τοὺς πλουσίους, of hangers-on and flatterers, D.21.139, cf. Plu.Phoc.21, Eum. 14, Ant.24; εἰς ἡδονὰς ἀπὸ . . πόνων Anon. ap. Stob.4.31.84; ἀκούω σε λυρῳδοῦ γυναικὸς ἐρᾶν καὶ εἰς ἐκείνης φθειρόμενον πᾶσαν τὴν ἐφήμερον ἄγραν κατατίθεσθαι Alciphr.1.18.    2 Medic., ἡ κοιλίη φθαρήσεται will be deranged, disordered, Hp.VM13.    3 to be morally corrupted, ἐφθάρη ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ θεοῦ LXXGe.6.11, cf. Ho.9.9, al.; ἔστι ἐν Ἀλεξανδρείᾳ σκηνῶν ἐν τοῖς Ἀριστοβούλου φθειρόμενος PCair.Zen.37.7 (iii B. C.); φθαρεὶς Εὔτυχος ὑπὸ τῆς Ἀρσινόης ib.620.7 (iii B. C.); but ἐν Σικυωνίαι ἐφθαρμένους is f.l. for ἐν Σικυῶνι διεφθ. (cj. Sintenis) in Plu.Arat.40.    4 of seafarers, wander, drift (cf. supr. 1.2, πολύφθορος 11.2, φθορά 8), πόσον χρόνον πόντου 'πὶ νώτοις ἅλιον ἐφθείρου πλάνον; E.Hel.774; ναυτίλους ἐφθαρμένους sailors driven out of their course, Id.IT276; ἱκέτας δέχεσθαι ποντίους ἐφθαρμένους Id.Cyc.300; of shipwrecked persons, νεῶν (ἐκ νεῶν Elmsl.) φθαρέντες A.Pers.451; also of travellers or wanderers by land, οὐχ ἕνα νομίζων φθείρεται πόλεως νόμον (v.l. τόπον) E.El.234; ὁ Μενέλαος χρόνον πολὺν ἐφθείρετο πανταχόσε τῆς Ἐλλάδος D.Chr.7.95; οὐδὲν δεῖ φθείρεσθαι περιόντα( = περιιόντα) τὴν ἀρχὴν ἅπασαν Aristid.Or.26(14).33; ἄνω κάτω διαθέοντας τὴν Ἑλλάδα καὶ φθειρομένους Id.1.420 J.; τῶν μετοίκων τῶν ἐξ Ἑρμιόνης οὐκ οἶδ' ὅπως εἰς Πειραιᾶ φθαρέντων Alciphr. 1.13; μὴ περιΐδῃς ἀγαθοὺς γείτονας εἰς στενὸν τοῦ καιροῦ φθειρομένους ib.24; [Ἀλέξανδρον] ὑπὲρ τὸν Ἰνδὸν κτλ. φθειρόμενον Arr.An.7.4.2; φθαρῆναι εἰς βάρβαρα ἔθνη (ἐν βαρβάροις ἔθνεσι or ἔθεσι codd.) Phalar. Ep.49; φθαρέντων ἐς ἀλλήλους falling foul of one another, App. Praef.10 (s. v. l.).    5 of women, χέρσους φθαρῆναι pine away in barrenness, S.OT1502, cf. El.1181 (unless wander, cf. supr. 11.4). (Cf. Skt. ksárati 'flow', later 'wane, perish', Avest. γζαρ- and ζγαρ- 'flow'.)

German (Pape)

[Seite 1270] fut. φθερῶ, ep. auch φθέρσω, Il. 13, 625; perf. ἔφθαρκα u. ἔφθορα, perf. pass. ἔφθαρμαι; aor. pass. ἐφθάρην, ἔφθαρεν = ἐφθάρησαν, Pind. P. 3, 36; φθερεῖσθαι ist fut. pass. Thuc. 7, 48; vgl. Soph. O. R. 267; – verderben, verschlimmern, verschlechtern, in einen schlechtern Zustand gerathen lassen, verderben lassen, zu Grunde richten; μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες Od. 17, 246; vgl. Hes. Th. 876; pass. in schlechten Zustand gerathen, zu Grunde gehen, unglücklich werden; φθείρεσθε, gehe es euch schlimm, Il. 21, 128; Sannyr. b. Ath. VI, 261 f; bei den Att. bes. war φθείρου, Ar. Plut. 598. 610, eine sehr gew. Verwünschungsformel, wie hol dich der Henker! geh zum Henker! Ar. Ach. 442; dah. = fortgehen, εἰ μὴ φθερεῖ τῆσδ' ὡς τάχιστ' ἀπὸ στέγης Eur. Andr. 709, vgl. 716; φθείρεσθαι εἴς τι u. πρός τι, zu seinem Verderben, Unglück in Etwas gerathen; so auch πρὸς τοὺς πλουσίους, zu seinem Unglück unter die Reichen gerathen, Dem. 21, 139; von Sachen = beschädigen, verletzen, zerstören, verwüsten, von Menschen = umbringen, tödten; ὥςτε Δαρείου πολύν τε καὶ καλὸν φθεῖραι στρατόν Aesch. Pers. 240, wie Ag. 638; πολλὰς φθείρουσα βαφὰς τοῦ ποικίλματος, unter einander wirren, mischen, Ch. 1008; pass., στρατοῦ φθαρέντος Pers. 275, πλήθουσι νεκρῶν δυσπότμως ὲφθαρμένων Σαλαμῖνος ἀκταί 264; φθείρει τὰ πάντα κνώδαλα Soph. Tr. 713; τῶν θεῶν νόμους φθείροις ἄν Ai. 1323; ἐφθαρμένας γὰρ εὕρομεν λείας ὰπάσας, u. sonst; Eur. Hel. 1345 u. oft; οἶκον Xen. Mem. 1, 5,3; αἴθειν καὶ φθείρειν τὴν χώραν An. 4, 7,20. – Von einem Mädchen = schänden, verführen; auch von Knaben, zur Unzucht verführen, Sp. – Das perf. ἔφθορα hat auch pass. Bdtg, bes. b. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φθείρω: Αἰολ. φθέρρω Ahrens D. Aeol. σ. 53· ― Ἰων. παρατ. φθείρεσκε (δια-) Ἡρόδ. 1. 36· ― μέλλ. φθερῶ, Ξεν., κλπ., Ἰων. φθερέω (δια-) Ἡρόδ. 5. 51· Ἐπικ. φθέρσω (δια-) Ἰλ. Ν. 625 ― ἀόρ. α΄ ἔφθειρα Τραγ., Θουκ. 2. 91, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 4· ποιητ. ἔφθερσα Λυκόφρ. 1402· ― πρκμ. ἔφθαρκα Δείναρχ. 98. 22, (δι-) Εὐρ., κλπ.· ― Μέσ., μέλλ. φθεροῦμαι (ἐπὶ παθ. σημασ.) Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 272, Εὐρ. Ἀνδρ. 708, Θουκ. 7. 48· Ἰων. φθερέομαι (δια-) Ἡρόδ. 8. 108., 9. 42 (μετὰ διαφ. γραφῆς φθαρ-). ― Παθ., μέλλ. φθᾰρήσομαι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 10, 7, (διαφ.) Εὐρ. Δωρ. -οῦμαι Τίμ. Λοκρ. 94D· ― ἀόρ. ἐφθάρην [ᾰ] Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1502, Θουκ. 7. 13, Πλάτ., ποιητ. γ΄ πληθ. ἔφθαρεν Πινδ. Π. 3. 66· ― πρκμ. ἔφθαρμαι, γ΄ πληθ. ἐφθάραται ἐν Θουκ. 3. 13 (λόγος τῶν Μυτιληναίων), ἀπαρ. ἐφθάρθαι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 4, Πλούτ., Αἰολ. ἐφθόρθαι Εὐστ. 790. 8· ὑπερσ. γ΄ πληθ. ἐφθάρατο (δι-) Ἡρόδ. 8. 90. ― Τὸ σύνθετον διαφθείρω εἶναι πολλῷ συνηθέστερον τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος. (Ἐκ τῆς √ΦΘΕΡ, ΦΘΑΡ παράγονται αἱ λ. φθορά, φθόρος· φαίνεται δὲ ὅτι εἶναι ἐκτεταμένος τύπος τῆς √ΦΘΙ τοῦ φθίω, φθίνω.) Καταστρέφω, Λατ. perdere, pessumdare· μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες Ὀδ. Ρ. 246· φθ. τῶν Συρίων τοὺς κλήρους Ἡρόδ. 1. 76, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 11, Ἀνάβ. 4. 7, 20· τοὺς θεῶν νόμους Σοφ. Αἴ. 1344· τὰς ναῦς Θουκ. 2. 91· τὰ πράγματα ὁ αὐτ. 7. 48· τὴν πόλιν καὶ νόμους Πλάτ. Νόμ. 958C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3· εὐδαιμονίαν Δείναρχ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., καταστρέφομαι, ἀπόλλυμαι, Πινδ. Π. 3. 66, Τραγ., κλπ.· νόσῳ φθ. καὶ χρημάτων δαπάνῃ Θουκ. 3. 66, Τραγ., κλπ.· νόσῳ φθ. καὶ χρημάτων δαπάνῃ Θουκ. 3. 13· πρβλ. ἐκφθείρω. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, φθ. ναύτας, καταστρέφειν αὐτούς, Ἡσ. Θεογ. 876· στρατὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 244, πρβλ. Ἀγαμ. 652, Σοφ. Αἴ. 25. ― Παθ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 272, 283. 3) διαφθείρω διὰ χρημάτων, διὰ δώρων, τινὰ Διόδ. 4. 73. ― Παθ., Πλουτ. Ἄρατ. 40. 4) καταστρέφω, ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ’ ὑφάς, ἐπὶ ἀνθρ. πατοῦντος ἐπὶ πολυτελῶν ταπήτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 949 βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, ἐπὶ τοῦ αἵματος, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1013. 5) ἀναμιγνύω καθαρὰ χρώματα μετ’ ἄλλων πρὸς μικρὰν παραλλαγὴν (πρβλ. φθορὰ 3), Πλούτ. 2. 393D. 6) φονεύω, φθείρει τὰ πάντα κνώδαλ’ Σοφ. Τραχ. 716· κημοῖσι πλεκτοῖς πορφύρας φθείρει γένος Ἀποσπ. 449b. II. Παθ., 1) φθείρεσθε (ὡς κατάρα), «νὰ χαθῆτε!» Ἰλ. Φ. 128· «φθείρεσθ’ ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες» Σαννυρίων ἐν «Ἰοῖ» 1· ἐντεῦθεν παρ’ Ἀττ. φθείρου ἦτο συνήθης κατάρα, «νὰ χαθῇς! γκρεμίσου (κρημνίσου) ἀπ’ ἐδῶ», Λατ. abi in malam rem! Ἀριστοφ. Ἀχ. 460, Πλ. 598, 610· οὕτως, εἰ μὴ φθερεῖ τῆσδ’ ὡς τάχιστ’ ἀπὸ στέγης, ἂν δὲν κρημνισθῇς νὰ φύγῃς ἀπό..., Εὐρ. Ἀνδρ. 709 (πρβλ. φθόροςμετὰ γεν., φθείρεσθε τῆσδε, ἄφετε αὐτήν, ἀπομακρύνθητε, αὐτόθι 715· μετὰ προθέσεων, φθείρεσθε εἰς ἢ πρός… π. χ. πρὸς τοὺς πλουσίους, Δημ. 560. 10· εἰς ἡδονὰς ἀπό... πόνων Τέλης παρὰ Στοβ. 509. 9, κλπ.· πρβλ. φθόρος, προσφθείρομαι, 2) ἰατρικῶς, ἡ κοιλίη φθαρήσεται, θὰ πάθῃ διατάραξιν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12. 3) φονεύομαι, καταστρέφομαι, χάνομαι, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1, 2. 4) παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων παθόντων βλάβας ἐκ ναυαγίου, Εὐρ. Ι. Τ. 276, Κύκλ. 299· νεῶν (Elmsl. ἐκ νεῶν) φθαρέντε Αἰσχύλ. Πέρσ. 451 (ἔνθα ἴδε Abresch). 5) διαφθείρομαι, ἀτιμάζομαι, ἐπὶ παρθένων, Λατ. vitiari Εὐρ. Ἀποσπ. 489· πρβλ. διαφθείρω Ι. 2. 6) ὡσαύτως ἐπὶ γυναικῶν ἀγάμων, χέρσους φθαρῆναι, μαρανθῆναι ἄνευ τεκνογονίας, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1502, πρβλ. Ἠλ. 1181.

French (Bailly abrégé)

f. φθερῶ, ao. ἔφθειρα, pf. ἔφθαρκα, pf.2 ἔφθορα d’ord. intr., qqf tr. chez les poètes att;
Pass. f.2
φθαρήσομαι, ao.2 ἐφθάρην, pf. ἔφθαρμαι;
I. faire périr :
1 détruire, dévaster, ruiner, acc. ; au Pass., dans les formules de malédiction φθείρου AR va au diable ! φθείρεσθε IL allez à la malheure ! φθείρεσθαι εἴς τι PLUT tomber dans une situation funeste, aller à sa perte ; φθ. πρός τινα DÉM s’attacher pour sa perte à qqn;
2 laisser se gâter ou se perdre, amener la perte ou la ruine de : μῆλα OD de troupeau (par sa négligence);
II. gâter :
1 corrompre, séduire, acc.;
2 altérer par un mélange en parl. de teinture, de couleurs.
Étymologie: R. Φθαρ, perdre, détruire.

English (Autenrieth)

φθείρουσι, pass. φθείρεσθε: destroy, ruin; pass., ‘ruin seize ye,’ Il. 21.128.

English (Slater)

φθείρω
   1 destroy καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ δ' ἔφθᾰρεν (P. 3.36)

English (Slater)

φθείρω
   1 destroy καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον, ἁμᾶ δ' ἔφθᾰρεν (P. 3.36)