πύργος: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[tower]], turreted [[wall]]; [[fig]]., of [[Ajax]], [[πύργος]] Ἀχαιῶν, Il. 11.556; his [[shield]] [[also]] is compared to a [[tower]], Il. 7.219, Il. 11.485; of a ‘[[column]],’ ‘[[compact]] [[body]]’ of [[troops]], Il. 4.334. | |auten=[[tower]], turreted [[wall]]; [[fig]]., of [[Ajax]], [[πύργος]] Ἀχαιῶν, Il. 11.556; his [[shield]] [[also]] is compared to a [[tower]], Il. 7.219, Il. 11.485; of a ‘[[column]],’ ‘[[compact]] [[body]]’ of [[troops]], Il. 4.334. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:06, 17 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A tower, esp. such as were attached to the walls of a city, Il.7.219, al., Hes.Sc.242, Hdt.3.74, al., Th.2.17, al., Plb.5.99.9, etc.: in pl., city walls or ramparts with their towers, Il.7.338, 437; in sg., ἧντ' ἐπὶ πύργῳ 3.153, cf. 22.447; πόλιος ἣν πέρι πύργος ὑψηλός Od.6.262; πέριξ δὲ πύργος εἶχ' ἔτι πτόλιν E.Hec.1209; πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Pl.Criti.116a. b movable tower for storming towns, X.Cyr.6.1.53, 6.2.18; π. ὑπότροχοι Onos. 42.3. c tower on the back of war-elephants, Arr.Tact.2.4. d Ζανὸς π., Pythag. name for the central fire of the universe, Arist. Fr.204. 2 metaph., tower of defence, τοῖος . . σφιν π. ἀπώλεο, of Ajax, Od.11.556; ἄνδρες πόλιος π. ἀρεύϊος Alc.Supp.1a.10; παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει π. μέγαν E.Alc.311, cf. Med.390; ἅπας μοι π. Ἑλλήνων πατρίς Trag.Adesp.392; θανάτων δ' ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστα a tower of defence from deaths, S.OT1201 (lyr.). 3 the part of a house (prob. a separate building) in which the women lived and worked, αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, οὗπερ διαιτῶνται D.47.56; esp. if unmarried, as Hero in her tower, Musae.32,187, cf. Philostr.Jun.Im.1; of the workman's hut of Timon the misanthrope (which also became his tomb, cf. Luc.Tim.42), Paus.1.30.4, cf. AP 7.402 (Antip.); outbuildings, esp. if used in industry, LXX Is.5.2, Mi.4.8, PStrassb.110.6 (iii B.C.), BGU1194.9 (ii B.C.), 650.8 (i A.D.), POxy.243.15 (i A.D.), Ev.Marc.12.1, Ev.Luc.14.28, PGiss.67.16 (ii A.D.), IG22.2776.65 (ii A.D.); π. ἐν ᾧ βαφεῖον καὶ ἕτερα χρηστήρια PLond.2.371.3 (i A.D.). II part of an army drawn up in close order, column, Il.4.334,347. 2 at Teos, a division of the people, CIG3064,3081, al. III dice-box, AP9.482.24 (Agath.); cf. Lat. pyrgus.
German (Pape)
[Seite 820] ein Wort mit unsrer Burg, Thurm; bes. die zur Vertheidigung auf der Stadtmauer angebrachten Mauerthürme, πόλιος, ἣν πέρι πύργος ὑψηλός, Od. 6, 262, u. öfter in der Il., die Ringmauer mit ihren Thürmen, im plur. Il. 7, 338. 436; ἄστεος, Pind. P. 5, 52; übh. jedes hochragende, thurmähnliche Gebäude, Il. 21, 526. 22, 447, vgl. 440; übh. Befestigungswerk, Schutzwehr, Bollwerk, vgl. Αἴας φέρων σάκος ἠΰτε πύργον, 11, 485. 17, 128; so heißt Aias selbst πύργος Ἀχαιοῖς, Od. 11, 556; Achilleus π. ἀϋτῆς, Theocr. 22, 220. – Oft bei Tragg. für Thurm, Mauer, z. B. Aesch. Spt. 33. 198, öfter; πόλιν πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην, Suppl. 934; Soph. auch = Schutz, σμικροὶ μεγάλων χωρὶς σφαλερὸν πύργου ῥῦμα πέλονται, Ai. 159; παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει πύργον μέγαν, Eur. Alc. 312; πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστήσαντες, Plat. Critia. 116 a; ξύλινος, Thuc. 4, 90, u. A.; auch von einzelnen auf Rädern beweglichen, als Belagerungsmaschinen gebrauchten Thürmen. – Bei Dem. 47, 56 ein Hintergebäude mit einem Thurm oder Altan, in welchem das weibliche Gesinde ist; auch nach Schol. Ap. Rh. 3, 238 sind πύργοι = ὑψηλότεραι οἰκοδομαί, Zimmer im oberen Stockwerke. – Eine in geschlossenen Gliedern vorrückende Heeresabtheilung, ein Viereck oder ein Zug, Il. 4, 334. 347. Vgl. πυργηδόν.
Greek (Liddell-Scott)
πύργος: ὁ, μάλιστα ὁ ἐπὶ τῶν τειχῶν πόλεως, συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 242, Ἡρόδ., κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., τὰ τείχη τῆς πόλεως μετὰ τῶν πύργων αὐτῶν, Ἰλ. Η. 338, πρβλ. 437· οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, πόλιος, ἥν πέρι πύργος ὑψηλὸς Ὀδ. Ζ. 262· πέριξ δὲ πύργος εἶχ’ ἔτι πτόλιν Εὐρ. Ἑκ. 1209· πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Πλάτ. Κριτί. 116Α. β) κινητὸς πύργος δι’ οὗ προσέβαλλον ἐχθρικὴν πόλιν, πρῶτον ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 53., 6. 2, 18, πρβλ. Πολύβ. 5. 99, 9· - ὁ ἐπὶ τῶν νώτων τῶν ἐλεφάντων πύργος, πρβλ. πυργοφόρος, πυργοῦχος. 2) μεταφ., ἰσχυρὰ ὑπεράσπισις, ὡς ὁ Αἴας καλεῖται πύργος Ἀχαιοῖς, Ὀδ. Λ. 556· ἄνδρες πόλεως π. ἀρήϊος Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ι. 4. 55· παῖς ἄρσην πατέρ’ ἔχει πύργον μέγαν Εὐρ. Ἄλκ. 311, πρβλ. Μήδ. 369· ἅπας μοι π. Ἑλλήνων πατρὶς Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 600F· - θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστας, ἀμυντήριος δύναμις ἐναντίον τῶν θανάτων, Σοφ. Ο. Τ. 1201 (ἴδε ἐν λ. ῥῦμα ΙΙ)· πρβλ. ἀκρόπολις ΙΙ.
3) τὸ ὕψιστον μέρος παντὸς οἰκοδομήματος, τὸ πυργοειδὲς ἀνώγειον, ὅπερ ἐχρησίμευεν ὡς οἴκημα τῶν γυναικῶν, κωκυτοῦ δ’ ἤκουσε... ἀπὸ πύργου (δηλ. ἡ Ἀνδρομάχη) Ἰλ. Χ. 447 (ἀνωτέρω ἐν στίχ. 440, παρίσταται ὡς ὑφαίνουσα μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο), πρβλ. Φ. 526· ὁ πύργος τῆς Ἡροῦς, τὸ παρ’ Ὁρατίῳ turris ahenea, Μουσαῖ. 32, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 402· αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, οὗπερ διαιτῶνται Δημ. 1156. 10 κἑξ., πρβλ. Φιλόστρ. 863· ἡ καλύβη τοῦ Τίμωνος, Παυσ. 1. 30, 4. ΙΙ. μέρος στρατοῦ παρατεταγμένου κατὰ συμπεπυκνωμένην φάλαγγα, Ἰλ. Δ. 334, 347· ἐντεῦθεν πυργηδόν, ὃ ἴδε. 2) παρὰ τοῖς Τηΐοις διαίρεσις τοῦ λαοῦ, ὡς τὸ δῆμος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3064.
ΙΙΙ. ἐν τῇ Λατ. (πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482), pyrgus ἦν = fritillum, θήκη τῶν κύβων, ἀφ’ ἧς ἐρριπτον αὐτούς, ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τοῦ σχήματος· πρβλ. πυργίσκος. (Συγγενὲς τῷ πέργαμος ὃ ἴδε, ὡσαύτως δὲ τῷ Γερμ. Burg, τῷ Ἄγγλ. burgh, ἅπερ πάλιν εἶναι πιθανῶς συγγενῆ τῷ Γερμ. Berg, ὅρος· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Pott Et. Florsch. 2. 118)· πρβλ. καὶ τὴν Τουρκικ. λ. Bourgaz.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 tour ; p. ext. enceinte garnie de tours ; citadelle, rempart;
2 p. anal. sorte de bataillon carré.
Étymologie: cf. Πέργαμον.
English (Autenrieth)
tower, turreted wall; fig., of Ajax, πύργος Ἀχαιῶν, Il. 11.556; his shield also is compared to a tower, Il. 7.219, Il. 11.485; of a ‘column,’ ‘compact body’ of troops, Il. 4.334.