σπουδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. d’êtres animés</i> empressé, diligent, <i>d’où</i><br /><b>1</b> actif, zélé, ardent;<br /><b>2</b> sérieux, grave;<br /><b>3</b> bon, vertueux, honnête;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> fait avec zèle, avec soin ; précieux, apprécié;<br /><b>2</b> digne d’être recherché, convenable;<br /><b>3</b> sérieux, grave ; sérieux, important;<br /><i>Cp.</i> σπουδαιότερος <i>ou</i> σπουδαιέστερος, <i>Sp.</i> σπουδαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]].
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. d’êtres animés</i> empressé, diligent, <i>d’où</i><br /><b>1</b> actif, zélé, ardent;<br /><b>2</b> sérieux, grave;<br /><b>3</b> bon, vertueux, honnête;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> fait avec zèle, avec soin ; précieux, apprécié;<br /><b>2</b> digne d’être recherché, convenable;<br /><b>3</b> sérieux, grave ; sérieux, important;<br /><i>Cp.</i> σπουδαιότερος <i>ou</i> σπουδαιέστερος, <i>Sp.</i> σπουδαιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδή]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>σπουδαῑος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[earnest]] πάντα λόγον [[θέμενος]] σπουδαῖον pr. (P. 4.132)
}}
{{Slater
|sltr=<b>σπουδαῑος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[earnest]] πάντα λόγον [[θέμενος]] σπουδαῖον pr. (P. 4.132)
}}
}}

Revision as of 13:07, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαῖος Medium diacritics: σπουδαῖος Low diacritics: σπουδαίος Capitals: ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: spoudaîos Transliteration B: spoudaios Transliteration C: spoudaios Beta Code: spoudai=os

English (LSJ)

α, ον (σπουδή) prop.

   A in haste, quick, σ. τοὺς πόδας Poll. 1.197, 3.149; τὸ σ. τῆς πορείας Polyaen.6.24:—but in ordinary use denoting energy or earnestness:    I of persons, earnest, serious, X.Cyr.2.2.16 (Sup.), cf. Smp.8.3; active, zealous, in canvassing, Plu. Aem.1.    2 good, excellent in their several kinds, Hdt.8.69; opp. φαῦλος, Pl.Lg.757a, 814e, Arist.Po.1448a2; ἀκροαταὶ-ότεροι Isoc.12.271; σ. αὐλητής, opp. ἄνθρωπος μοχθηρός, Antisth. ap. Plu.Per.1; κιθαριστής Arist.EN1098a9; σκυτεύς Id.EE1219a22; ἀνδράποδον D.9.31; σ. τὴν τέχνην X.Mem.4.2.2; περί τι Pl.Lg.817a.    3 in moral sense, good, opp. πονηρός, X.HG2.3.19; opp. φαῦλος, Id.Cyr.2.2.24, Zeno Stoic.1.52; οἱ σ. Λακεδαιμονίων X.HG3.1.9; σ. τὰ ἤθη Isoc.1.4; τῷ ἀρετὴν ἔχειν σ. λέγεται Arist.Cat.10b8, cf. EN1166a13, Top.131b2; σπουδαῖον = ἀγαθον, Id.EN1136b8, 1137b4: generally, of all virtuous objects or qualities, Id.Metaph.1021b24, 1051b24, EN 1151a27, al.    II of things, worth serious attention, weighty, χρῆμα, πρῆγμα, Thgn.65,70,116, etc.; τὰ -έστερα (-έστατα) τῶν πρηγμάτων Hdt.1.8, 133 (v.l. -ότερα, -ότατα), cf. Iisoc.2.50; ταῦθ' ὑμῖν σπουδαιότατ' ἐστίν D.24.4; opp. γελοῖος, Ar.Ra.392 (lyr.); τί γελᾷς ἐπὶ σπουδαίοις πράγμασιν; Pl.Euthd.300e.    2 good of its kind, excellent, σ. νομαί Hdt.4.23; ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων] the most elaborate, costliest, Id.2.86, cf. PSI4.413.26 (iii B.C.); ἡ ἰσηγορίη χρῆμα σ. Hdt.5.78; λόγος σ. Pi.P.4.132; μουσική Pl.Lg.668b; τιμαί Id.R.519d; σπέρματα X.Mem.4.4.23; δῶρον οὐ σ. εἰς ὄψιν not goodly to look on, S. OC577; τραγῳδία σ. Arist.Po.1449b17; σ. ὑπόδημα Id.EE1219a22:— a play on senses 11.1 and 11.2 in Arist.EN1176b25, 1177a3; ironically, σ. χρῆμα a fine thing, h.Merc.332.    III Adv. σπουδαίως with haste or zeal, seriously, earnestly, well, X.Cyr.1.3.9, Pl.Cra.406b, etc.: Comp. -ότερον X.Cyr.2.3.20; -οτέρως Plu.Nob.15: Sup. τὰ -ότατα most carefully, in the best way, Hdt.2.86.—Besides the regul. Comp. and Sup., we find in Ion. the forms -έστερος, -έστατος, Hdt. 1.8, 133, Hecat. ap. Eust.1441.15, Eus.Mynd.4.

German (Pape)

[Seite 925] a) von Personen, eilig, eifrig, thätig, – übh. rechtschaffen, sittlich gut; γυνή, Her. 8, 69, wie Plat. def. 415 d erkl. ist: σπουδαῖοςτελέως ἀγαθός, im Ggstz von φαῦλοι, Isocr. 1, 1, wie Plat. Rep. X, 603 c u. öfter; μάντις, Phaedr. 242 c; τῶν σπουδαίων τῶν περὶ τραγῳδίαν ποιητῶν, Legg. VII, 817 a; Xen. Cyr. 2, 2, 24; u. Sp., ἰατρός Luc. Nigr. 2. – b) von Sachen, die der Thätigkeit und des Eifers werth sind, wichtig, bedeutend; πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον, Pind. P. 4, 132; dah. wünschenswerth, vortrefflich, νομαί, Her. 4, 23; οὐ σπουδαῖον ἐς ὄψιν, Soph. O. C. 583, nicht des Sehens werth; ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασι καὶ καλοῖς, Plat. Euthyd. 300 e; auch das Ernste, im Ggstz von γελοῖα, Legg. VII, 816 d, wie im adv., σπουδαίως εἰρημένος Crat. 406 b; ἔργον, Xen. Hell. 1, 4, 5; σπουδαῖα im Ggstz von γελοῖα auch Cyr. 2, 3, 1; σπουδαίως 1, 3, 9; λόγοι, Pol. 33, 15, 4; καὶ καλὰ ἔργα, 6, 26, 12; σπουδαῖόν ἐστί μοι, es ist mir daran gelegen, wie ταῦτα ὑμῖν σπουδαιότατά ἐστιν Dem. 24, 4; vom Wein, καὶ πολυτελής, Plut. Mar. 44; Ggstz von φαῦλος, S. Emp. pyrrh. 2, 83. – Compar., σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων, Her. 1, 8, wie τὰ σπουδαιέστατα τῶν πρηγμάτων, 1, 133; aber auch τὴν σπουδαιοτάτην τῶν ταριχεύσεων, die beste Art, 2, 86; u. adv., ὧδε τὰ σπουδαιότατα ταριχεύουσι, ibid.; u. so Plat., εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι τιμαί Rep. VII, 519 d, τὸ σπουδαιότατον Legg. II, 667 b; σπουδαιότερόν τι πράττειν Xen. Cyr. 2, 3, 20; σπουδαιότατα πράγματα Aesch. 1, 22.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαῖος: -α, -ον, (σπουδὴ) κυρίωςμετὰ σπουδῆς, ταχύς, μόνον παρὰ Πολυδ. Α΄, 197, Γ΄, 149, πρβλ. Πολύαιν. 6. 24, 1· - ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει σημαίνει ἀείποτε δραστηριότητα ἢ ἀπροθυμίαν ἐνεργείας· Ι. ἐπὶ προσώπων, σοβαρός, σπουδαίως φερόμενος, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 16, πρβλ. Συμπ. 8, 3· ἀντίθετον τῷ παίζων, Schäf. εἰς Πλούτ. 4, σ. 409· δραστήριος, ἐνεργός, πρόθυμος ἐν τῇ ἐνεργείᾳ πρὸς ὑποστήριξίν τινος ἐν ταῖς ἐκλογαῖς, Πλούτ. Αἰμίλ. 1· ὅθεν, 2) καλός, χρηστός, ἔξοχος εἰς τὸ εἶδός του, Ἡρόδ. 8. 69· ἀλλ’ οὐχὶ συχνὸν μέχρι τοῦ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ φαῦλος, Πλάτ. Νόμ. 757Α, 814Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 2, 1· σπ. ἀκροατὴς Ἰσοκρ. 289Ε· σπουδ. αὐλητής, ἀλλ’ ἄνθρωπος μοχθηρὸς Ἀντισθ. παρὰ Πλουτ. ἐν Περ. 1· κιθαριστὴς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 14· ἀνδράποδον Δημ. 119. 8· σπ. τὴν τέχνην Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· περί τι Πλάτ. Νόμ. 817Α. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων βαρύτητά τινα καὶ σημασίαν, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἀγαθός, χρηστός, ἀντίθετον τῷ πονηρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 19· οἱ σπ. τῶν Λακεδαιμονίων αὐτόθι 3. 1, 9· σπ. τὰ ἤθη Ἰσοκρ. 2D· τῷ ἀρετὴν ἔχειν σπ. λέγεται Ἀριστ. Κατηγ. 8, 27, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 9, 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξεως εἰς δήλωσιν ἀνδρὸς ἐκτελοῦντος τὰ ἑαυτοῦ καθήκοντα, αὐτόθι 5. 3, 3, 6, Πολιτ. 3. 4, 4., 7. 13, 10, κ. ἀλλ.· - οὕτω, σπουδαῖον = ἀγαθόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 6., 5. 10, 1· - καὶ καθόλου, ἐπὶ παντὸς καλοῦ καὶ ἀξιολόγου πράγματος ἢ ποιότητος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 3., 8. 9, 1, Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἄξιος τῆς προσοχῆς τινος, ἄξιος λόγου, ἔχων βαρύτητα καὶ σημασίαν, Θέογν. 65, 70, 116, κτλ.· τὰ σπουδαιέστερα (-έστατα) τῶν πραγμάτων Ἡρόδ. 1. 8, 133, πρβλ. Ἰσοκρ. 24D· ταῦτά ἐστι σπουδαιότατα Δημ. 701. 4, κτλ.· ἀντίθετον τῷ γελοῖος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 390· γελᾶν ἐπὶ σπουδαίοις Πλάτ. Εὐθύδ. 300Ε. 2) πρᾶγμα καλὸν εἰς τὸ εἶδός του, ἐξαίρετον, σπ. νομαὶ Ἡροδ. 4. 23· ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων], ἡ πολυπλοκωτάτη, ἡ δαπανηροτάτη, ὁ αὐτ. 2. 86· ἰσηγορίη χρῆμα σπουδαῖον ὁ αὐτ. 5. 48· λόγοι σπ. Πινδ. Π. 4. 235· μουσικὴ Πλάτ. Νόμ. 668Β· τιμαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519D· σπέρματα Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23· δῶρον οὐ σπ. εἰς ὄψιν, οὐχὶ καλὸν εἰς τὴν ὄψιν, οὐχὶ ὡραῖον, Σοφ. Ο. Κ. 577· τραγῳδία σπ. Ἀριστ. Ποιητ. 5. 10· σπ. ὑπόδημα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 2. 1, 6. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς ἢ ζήλου, μετὰ σπουδαιότητος καὶ σοβαρότητος, καλῶς προθύμως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Πλάτ. Κρατ. 406Β, κτλ.· - συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 20· ὑπερθετ. -ότατα, μετὰ μεγίστης ἐπιμελείας, κάλλιστα, ἄριστα, Ἡρόδ. 2. 86. - Παρὰ τὸ ὁμαλὸν συγκρ. καὶ ὑπερθετ. εὑρίσκομεν καὶ ἀνωμάλους τύπους -έστερος, -έστατος, Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἑκαταῖ. παρ’ Εὐστ. 1441. 15.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. en parl. d’êtres animés empressé, diligent, d’où
1 actif, zélé, ardent;
2 sérieux, grave;
3 bon, vertueux, honnête;
II. en parl. de choses;
1 fait avec zèle, avec soin ; précieux, apprécié;
2 digne d’être recherché, convenable;
3 sérieux, grave ; sérieux, important;
Cp. σπουδαιότερος ou σπουδαιέστερος, Sp. σπουδαιότατος.
Étymologie: σπουδή.