ἅλς: Difference between revisions
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(cf. sal): (1) m., [[salt]], [[grain]] of [[salt]], prov. οὐδ' ἅλα δοίης, Od. 17.455; pl. [[ἅλες]], [[salt]] (as we [[say]] ‘salts’ in [[medicine]]), Od. 11.123, Od. 23.270.—(2) fem., the [[sea]]. | |auten=(cf. sal): (1) m., [[salt]], [[grain]] of [[salt]], prov. οὐδ' ἅλα δοίης, Od. 17.455; pl. [[ἅλες]], [[salt]] (as we [[say]] ‘salts’ in [[medicine]]), Od. 11.123, Od. 23.270.—(2) fem., the [[sea]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἅλς]] (ᾰλός, ᾰλα) <br /> <b>1</b> [[sea]] lit. [[ἐγγὺς]] ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς (O. 1.71) βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς [[νᾶσος]] (O. 7.69) [[ὑπὲρ]] πολιᾶς ἁλὸς (P. 2.68) ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων (P. 5.88) ἐς μυχοὺς ἁλὸς (P. 6.13) ἀβάταν ἅλα κιόνων [[ὕπερ]] Ἡρακλέος [[περᾶν]] (N. 3.21) οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ Ἰονίας [[ὑπὲρ]] ἁλὸς οἰκέων (N. 7.65) νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.37) γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν [[θέναρ]] (I. 4.56) ἁλὸς ἐπὶ [[κῦμα]] βάντες [[ἦλθον]] ἄγγελοι (Pae. 6.100) ]δἁλινα[ Θρ. 5c. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 17 August 2017
English (LSJ)
(A), ἁλός [ᾰ], o(: dat. pl. ἅλασιν (v. infr.):—
A salt, πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο Il.9.214, cf. Od.17.455; ἁλὸς μέταλλον a salt-mine, Hdt.4.185; ἁλὸς χόνδροι lumps of rock-salt, ib.181 : sg. also Ar.Ach.835, Philyll.28, Axionic.8: more freq. in pl., Od.11.123, Hdt.4.53, al., etc.:—prov. phrases: οὐ σύ γ' ἂν . . σῷ ἐπιστάτη οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455; φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ' . . οὐδ' ἅλα δοίης Theoc.27.61; ἅλας συναναλῶσαι, i.e. to be bound by ties of hospitality, Arist.EN1156b27; τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον to have eaten a bushel of salt together, i.e. to be old friends, Com.Adesp.176; οἱ περὶ ἅλα καὶ κύαμον, of friends, Plu.2.684e, cf. Arist.EE1238a3; ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96; ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; D.19.189; τοὺς ἅλας παραβαίνειν ib.191; τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης Aeschin.3.224; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη 'light come, light go', Zen.2.20; ἅλασιν ὕει, of great abundance, Suid. 2 in pl. of medical preparations, Dsc.5.109. II brine, Call.Fr.50. III ἃ. ἀμμωνιακός rock-salt, PLond.1.78.90. 2 ἃ. Ἰνδικός sugar, Archig. ap. Paul.Aeg.2.53. IV ἅλες, οἱ, metaph., like Lat. sales, wit, possible but unlikely in Pl. Smp.177b, Ep.Col.4.6; certain in Plu.2.854c; ἅλες called "χάριτες" ib.685a. (Cf.sq.)
ἅλς (B), ἁλός [ᾰ], h( (
A ἁλὸς πολιοῖο Il.20.229), sea (generally of shallow water near shore), εἰς ἅλα δῖαν Il.1.141; χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλός in sea-water, Od.2.261; ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς 12.27: sts. pleonast. πόντος ἁλός Il.21.59, Thgn.10; ἁλὸς πελάγη or πέλαγος, Od.5.335, h.Ap. 73, E.Tr.88; πελαγίαν ἅλα A.Pers.427; παρ' ἁλμυρὰν ἅλα E.Ba.17; in pl. (with a pun on ἅλς A), Ar.Ach.760.—Poet. word: nom. only Emp.56. (Cf. Lat. sal: both masc. and fem. are from the same root.)
German (Pape)
[Seite 110] ἁλός (entst. aus σάλσ; sal), 1) ὁ ἅλς, Salz, gew. plural., Hom. Iliad. 9, 214 πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο, gen. partit., streute des Salzes, etwas Salz, Od. 17, 455 οὐ σύ γ' ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης, v. l. οὔδαλα, Scholl. οὐδ' ἅλα: οὕτως Ἀρίσταρχος ἀνέγνωκε, καὶ ἀπέδωκε τοὺς ἅλας. ὁ δὲ Καλλίστρατος οὔδαλα, τὰ κόπρια, παρὰ τὸ ἐν τῷ οὐδῷ κεῖσθαι; vgl. Theocrit. Id. 27, 59 φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ' ὕστερον οὐδ' ἅλα δοίης; Od. 11, 123. 23, 270 οὐδέ θ' ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν; – sing. Her. 4, 181, ὁ ἅλς 185, plur. 4, 53. 5, 119. – Salz war Symbol der Gastfreundschaft, dah. ἁλῶν κοινωνεῖν, Gastfreunde sein, Dem. Mid. 1 18, wo jetzt λαλῶν steht; ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; wo ist die Gastfreundschaft hin? Dem. 19, 189; τοὺς ἅλας καὶ τὰς σπονδὰς παραβαίνειν 191; s. Zenob. 1, 62; ἅλας συναναλῶσαι Arist. Nic. 8, 8; und wie wir sagen, τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον Plut. de am. mult. p. 290; Archiloch. hat diese Vrbdg zuerst, s. Jacobs Anth. p. 241; sprichwörtl. ἅλας ἄγων καθεύδεις Zenob. 1, 23; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν ἔνθ' ἔβη, wie gewonnen, so zerronnen, 2, 20. – Salzlake Call. frg. 5; Nonn. D. 17, 55; – ἅλες Salzwerke D. Hal. 2, 55. – Uebertr., witzige, beißende Reden, Plut. Symp. 5, 10; Ath. IX, 366 c. – 2) ἡ ἅλς, Meer, oft bei Hom., aber nur in cass. obliqq., πολυβενθέος Od. 4, 406, βαθείης Iliad. 13, 44, μαρμαρέην 14, 273, πορφυρέην 16, 391; πολιῆς 12, 284, πολιοῖο Od. 5, 410. 9, 132 Iliad. 20, 229 Scholl. Ariston. σημειοῦνταί τινες, ὅτι ἁλὸς πολιοῖο ἔφη, mascul. adject. beim subst. fem. homerisch; ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Iliad. 1, 316; ἅλα δῖαν 1, 141, auch Zeus sagt ἅλα δῖαν Iliad. 15, 161. 223, Scholl. Ariston. 161 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς τὴν θάλασσαν δῖαν εἴρηκεν, vs. 15 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς δῖον τὸν Ἕκτορα καὶ ἑξῆς τὴν θάλασσαν »ἢ εἰς ἅλα δῖαν (161)«, πρὸς τὸ μὴ ὑποπτεύειν τὰ ἐν Ὀδυσσείᾳ »(1, 65) πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην«; für ἐξ ἁλός v. l. ἔξαλος Od. 1 1, 134. 23, 281, s. Scholl. (11, 134 aus Ariston., 23, 281 aus Didym.), vgl. ἐξ ἁλός Iliad. 20, 14 Od. 5, 422; Iliad. 21, 59 πόντος ἁλὸς πολιῆς, Theogn. 10 γήθησεν δὲ βαθὺς πόντος ἁλὸς πολιῆς; Od. 5, 335 ἁλὸς ἐν πελάγεσσι; 12, 27 ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς, auf dem Wasser oder auf dem Lande; die Schiffe ἁλὸς ἵπποι Od. 4, 708; – oft Pind., Tragg., πελαγία ἅλς Aesch. Pers. 427; selten in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλς: ἁλός [ᾰ], (Α) ἀρσ. δοτ. πληθ. ἅλασιν (ἴδε κατωτέρω): - καθ’ ἑνικόν, τεμάχιον, ὄγκος, ἅλατος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ὀρυκτοῦ ἅλατος, Ἡρόδ. 4. 181-185, πρβλ. χόνδρος, χονδρός. 2) καθόλου, ἅλας, κτλ., πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο (πρβλ. θεῖος), Ἰλ. Ι. 214. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 455· ἁλὸς μέταλλον, ἁλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· ἁλὸς χόνδρος, αὐτόθι 181· καθ’ ἑνικὸν ὡσαύτως ἅλας ἀντὶ τοῦ ἅλες, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 2: - ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ πληθυντ. ἦτο συνηθέστερος, πρῶτον ἐν Ὀδ. Λ. 123, ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 4. 53., 6. 119., 7. 30, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: - παροιμ. φράσεις: οὐ σύ γ’ ἂν ... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ’ ἅλα δοίης, Ὀδ. Ρ. 455· φής μοι πάντα δόμεν· τάχα δ’ ... οὐδ’ ἅλα δοίης Θεόκρ. 27. 61· ἅλας συναναλῶσαι, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις συνδεδεμένος διὰ δεσμῶν, ξενίας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 3· τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον, τὸ νὰ ἔχῃ φάγῃ τις ὁλόκληρον μέδιμνον ἅλατος μετά τινος ἄλλου, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις παλαιὸς φίλος τοῦ ἄλλου, Πλάτ. 2. 94Α· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 35· ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν, Ἀρχίλ. 96· ποῦ ἅλες· ποῦ τράπεζαι, Δημ. 400. 16· τοὺς ἅλας παραβαίνειν, ὁ αὐτ. 401. 3· ἔτι καὶ οἱ τῆς πόλεως ἅλες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξενικὴ τράπεζα, ἔφησθα γὰρ τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης, ὅτι θὰ προτιμήσῃς τὸ «ψωμὶ καὶ ἁλάτι» τῆς πατρίδος σου ἀπὸ τὰ ἁβρὰ ἐδέσματα ξένης τραπ., Αἰσχίν. Γ, 62, 10: ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ’ ἔβη, ἐπὶ ἀνθρώπων ἀπολεσάντων ὅ,τι ἔλαβον. Παροιμιογρ. ἅλασιν ὕει, ἐπὶ μεγάλης ἀφθονίας, Σουΐδ. ΙΙ. = ἅλμη, «ἅρμη», Λατ. muria, Καλλ. Ἀποσπ. 50: ὡσαύτως ἁλὸς ἄνθος· πρβλ. ἁλοσάνθινος. ΙΙΙ. ἅλες, = ἁλυκή, μέρος ἔνθα παρασκευάζεται καὶ συνάγεται τὸ ἅλας· ἀμφ., ἴδε ἁλή. IV. ἅλες, ὡσαύτως μεταφ. ὡς τὸ Λατ. sales, εὐφυΐα, Πλούτ. 2. 685Α. (ἐκ τῆς √ΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἅλας, ἁλή, ἅλμη, ἁλμυρός, ἁλίζω· πρβλ. Σανσκριτ. sar-as (sal)· Λατ. sal, sul-inus, sal-sus, Γοτθ. salt (ἅλας), saltum (ἁλίζω), Παλ. Ὑψ. Γερμ. sulza (salsugo), κτλ.: ἴδε ἑπομ. λέξ.).
French (Bailly abrégé)
1ἁλός (ἡ) :
la mer.
Étymologie: pour *σαλς, de la R. Σαλ, Ἁλ sauter, bondir ; cf. ἅλλομαι ; litt. « la bondissante ».
2ἁλός (ὁ) :
1 bloc de sel, rocher de sel;
2 sel pour saupoudrer;
3 fig. sel d’une plaisanterie, d’un écrit.
Étymologie: p. *σαλς de ἅλς¹, l’idée de « mer, eau salée » ayant amené à l’idée de « sel » ; cf. lat. sal.
English (Autenrieth)
(cf. sal): (1) m., salt, grain of salt, prov. οὐδ' ἅλα δοίης, Od. 17.455; pl. ἅλες, salt (as we say ‘salts’ in medicine), Od. 11.123, Od. 23.270.—(2) fem., the sea.
English (Slater)
ἅλς (ᾰλός, ᾰλα)
1 sea lit. ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς (O. 1.71) βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος (O. 7.69) ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς (P. 2.68) ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων (P. 5.88) ἐς μυχοὺς ἁλὸς (P. 6.13) ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν (N. 3.21) οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων (N. 7.65) νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.37) γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ (I. 4.56) ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι (Pae. 6.100) ]δἁλινα[ Θρ. 5c. 5.