κιχάνω: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(Autenrieth) |
(SL_2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=fut. κιχή- σομαι, pres. subj. [[κιχείω]], inf. κιχῆναι, [[κιχήμεναι]], ipf. 2 [[sing]]. κίχεις, -εν, -ήτην, aor. κιχήσατο, aor. 2 ἔκιχε, κίχον: [[overtake]], [[come]] [[upon]], [[find]], freq. w. [[part]]., Il. 1.26, Il. 2.18. | |auten=fut. κιχή- σομαι, pres. subj. [[κιχείω]], inf. κιχῆναι, [[κιχήμεναι]], ipf. 2 [[sing]]. κίχεις, -εν, -ήτην, aor. κιχήσατο, aor. 2 ἔκιχε, κίχον: [[overtake]], [[come]] [[upon]], [[find]], freq. w. [[part]]., Il. 1.26, Il. 2.18. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>κῐχάνω</b> <br /> <b>1</b> [[overtake]], [[come]] [[upon]] [[θεός]], ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε (P. 2.50) βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (P. 3.43) κίχε νιν λέοντί ποτ' [[εὐρυφαρέτρας]] ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν [[ἄτερ]] ἐγχέων [[ἑκάεργος]] [[Ἀπόλλων]] (P. 9.26) καί μιν [[οὔπω]] τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (N. 10.74) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 17 August 2017
English (LSJ)
[ᾱ], imper.
A κιχάνετε Il.23.407; inf. κιχάνειν Mosch.2.112: impf. ἐκίχᾱνον Il.3.383: aor. 3sg. ἔκιχεν Od.3.169, κίχεν Il.24.160; 3pl. κίχον 18.153; subj. 3sg. κίχῃσι Od.12.122; part. κιχών 15.157: also non-thematic aor. ἐκίχην [ῐ], 2sg. ἐκίχεις, like ἐτίθεις from τίθημι, 24.284; 1pl. κίχημεν or ἐκ- 16.379; 3dual κιχήτην Il.10.376; subj.κιχείω, κιχείομεν, 1.26, 21.128; opt. κιχείην 2.188; inf. κιχῆναι Od.16.357, κιχήμεναι Il.15.274; part. κιχείς 16.342:—after Hom. κιγχάνω [ᾰ] (cf. Eust.1525.16, Hsch., Phot.), first Sol. ap. Phot., A.Ch.622, S. OC1450 (both lyr.); misspelt κιχάνω E.Hipp.1444, Hel.597: fut. inf. κιχησέμεν A.R.4.1482: aor. ἔκῐχον E.Ba.903(lyr.), κίχον Pi.P.9.26, al.; subj. κίχω S.Aj.657, E.Supp.1069, Alc.22; inf. κιχεῖν B.1.67: aor. 1 ἐκίχησα Id.5.148, Opp.H.5.116, Musae.149:—Med. (in act. sense), κιχάνομαι Il.11.441, Od.9.266: fut. κιχήσομαι Il.10.370, S.OC 1487: aor. 1 κιχήσατο Il.10.494, Od.6.51: aor. 2 part. κιχήμενος Il.5.187, 11.451:—poet. Verb (perh. used in the laws of Solon), reach, hit, or light upon, meet with, μή σε . . παρὰνηυσὶ κιχείω Il.1.26, cf. Od.13.228; Ἄδμητον ἐν δόμοισιν ἆρα κ.; E.Alc.477; reach, overtake, ὅν κε . . ποσσὶ κιχείω Il.6.228; κιχήσεσθαι δέ σ' ὀΐω ib.341, cf. 21.605, Pi.P.2.50, B. 5.148, etc.; τὰ φεύγοντα Id.1.67; ἵππους δ' Ἀτρεΐδαο κιχάνετε Il.23.407; σὲ δουρὶ κιχήσομαι shall reach thee, 10.370; εἰς ὅ κεν ἄστυ κιχείομεν till we reach it, 21.128; ἧός κε τέλος πολέμοιο κιχείω arrive at it, 3.291: sts. of things, βέλος ὠκὺ κιχήμενον the dart that had just reached him, 5.187; φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον 11.451. 2 rarely c. gen., like τυγχάνω, S.OC1487.
German (Pape)
[Seite 1443] conj. wie von κίχημι, κιχείω, Il. 1, 26, κιχείομεν, 21, 128, optat. κιχείην, 2, 188, inf. κιχῆναι, ep. κιχήμεναι, Od. 16, 357, Nonn., partic. κιχείς, Il. 16, 342, med. κιχάνομαι, Il. 19, 289, κιχήμενος, 11, 451 u. öfter, imperf. κιχήτην, 10, 376, u. nach Analogie von ἐτίθουν, ἐτίθεις, auch ἐκίχεις, Od. 24, 284 (ein Präsens κιχέω kommt nicht vor), fut. κιχήσομαι, aor. ἔκιχον, κιχών, u. bei sp. D. ἐκίχησα, auch med. ἐκιχησάμην, Il. 4, 385; Hesych. führt auch κίξατο u. κίξαντες an; – erreichen, antreffen, finden; μή σε, γέρον, κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω Il. 1, 26, öfter; int Lauf einholen, Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι Il. 16, 342, κιχάνετε μηδὲ λίπησθον 23, 407; δουρί 10, 370; auch βέλος κιχήμενον, 5, 187; κιχάνει δίψα τε καὶ λιμός 19, 165; νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει 22, 203, wie φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον 11, 451; ἄστυ, die Stadt einnehmen, 21, 128; Pind. nur im aor. II., ἀετόν P. 2, 50; κιχήσατο Archil. frg. 41; κιχάνει δέ μιν Ἑρμῆς Aesch. Ch. 613; μέχρις μυχοὺς κίχωσι τοῦ κάτω θεοῦ Soph. Ai. 568, der auch den gen. damit abdt, ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου; O. C. 1484; λιμένα ἔκιχεν Eur. Bacch. 901; μὴ μίασμά μ' ἐν δόμοις κίχῃ Alc. 22; sp. D., εὕδοντας ἐκίχησε φυλακτῆρας Opp. Hal. 5, 116, Nonn. – [Bei Hom. ist α lang, bei den Att. kurz, die aber ι im praes. lang brauchen, z. B. Soph. O. C. 1451 Aesch. Ch. 613 Eur. Alc. 480; weshalb κιγχάνω zu schreiben scheint, vgl. Eust. zu Od. 5, 84 u. Phot.]
Greek (Liddell-Scott)
κῐχάνω: ᾱ, Ἰλ., προστ. κιχάνετε Ἰλ. Ψ. 407, ἀπαρ. κιχάνειν, Μόσχ. 2. 112. Παρατ. ἐκίχᾱνον, Ἰλ. Γ. 383· αἱ λοιπαὶ ἐγκλίσεις σχηματίζονται ἐκ τοῦ *κίχημι, ὑποτ. κιχείω, κιχείομεν Α. 26., Φ. 128· εὐκτ. κιχείην Β. 188· ἀπαρ. κιχῆναι Ὀδ. Π. 357· μετοχ. κιχεὶς Ἰλ. Π. 342· ― παρατ. ἐκίχην ῐ, βϳ ἑνικ. ἐκίχεις, ὡς τὸ ἐτίθεις ἐκ τοῦ τίθημι, Ὀδ. Ω. 284· αϳ πληθ. κίχημεν ἢ ἐκ- ΙΙ. 379· γϳ δυϊκ. κιχήτην Ἰλ. Κ. 376· ― ὁ ἐνεστ. κυρίως ἐν χρήσει μεθ’ Ὅμ. κιγχάνω ᾰ, (μνημονευόμ. ὑπὸ τοῦ Εὐστ. 1525. 16, Ἡσύχ., Φώτ.) κατὰ πρῶτον εὕρηται παρὰ Σόλωνι 42, καὶ ἤδη ἀποκαθίσταται ἁπανταχοῦ παρὰ τραγ., Αἰσχύλ. Χο. 622, Σοφ. Ο. Κ. 1450, Αἴ. 657, Εὐρ. Ἱππ. 1444, Ἄλκ. 22, Ἑλ. 597· ὡσαύτως ἀόρ. ἔκῐχον Εὐρ. Βάκχ. 903 (λυρ.), κίχον Πίνδ. Π. 9. 45, ὑποτακτ. κίχω Εὐρ. Ἱκέτ. 1069· ἀόρ. αϳ ἐκίχησα Ὀππ. Ἀλ. 5. 116, Μουσαῖ. 149. ― Μέσ. (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), κιχάνομαι Ἰλ. Λ. 441, Ὀδ. Ι. 266· μετοχ. κιχήμενος (ἐκ τοῦ *κίχημι) Ἰλ.· μέλλ. κιχήσομαι Ὅμ., Σοφ., (μεταγεν. κιχήσω, Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. κιχήσατο Ἰλ. Κ. 494, Ὀδ. Ζ. 51. Ποιητ. ῥῆματ., τυγχάνω, ἐντυγχάνω, συναντῶ, εὑρίσκω, μή σε... παρὰ νηυσὶ κιχείω Ἰλ. Α. 26, πρβλ. Ὀδ. Ν. 228· ― φθάνω, προφθάνω, καταφθάνω, ὃν κε... ποσσὶ κιχείω Ἰλ. Ζ. 228· κιχήσεσθαι δέ σ’ ὀΐω αὐτόθι 341, πρβλ. Φ. 605, Πινδ. Π. 2. 92· ἵππους δ’ Ἀτρείδαο κιχάνετε Ἰλ. Ψ. 407· σε δουρὶ κιχήσομαι, θά σε φθάσω μὲ τὸ δόρυ, Κ. 370· εἰσόκεν ἄστυ κιχείομεν, ἕως οὗ ἐκπορθήσωμεν αὐτό, Φ. 128. εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω, φθάσω εἰς..., Γ 291· ― ἐνίοτε ἐπὶ πραγμάτων, βέλος ὠκὺ κιχήμενον, βέλος ταχὺ ὅτε ἔμελλε νὰ ἐπιτύχῃ αὐτόν, νὰ τὸν κτυπήσῃ, Ε. 187· φθῆσε τέλος θανάτοιο κιχήμενον, «ἔφθη καταλαβόν σε τὸ τέλος τοῦ θανάτου» (Γαζῆς), Λ. 451· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ. 2) σπανίως μετὰ γεν. ὡς τὸ τυγχάνω, Σοφ. Ο. Κ. 1487.
French (Bailly abrégé)
f. κιχήσομαι, ao. ἐκίχησα, ao.2 ἔκιχον, pf. inus.
1 rencontrer : τινα παρὰ νηυσί IL qqn près des vaisseaux;
2 atteindre : τινα ou τινος, qqn ; ποσσί IL qqn à la course ; τινα δουρί IL atteindre qqn de sa lance ; ἄστυ IL s’emparer de la ville ; fig. τέλος πολέμοιο IL atteindre la fin de la guerre ; avec un suj. de chose κιχάνει δίψα τε καὶ λιμός IL la faim et la soif s’emparent (de lui) ; μὴ μίασμά μ’ ἐν δόμοις κίχῃ EUR de peur que la souillure ne m’atteigne dans ma demeure;
Moy. κιχάνομαι (part. prés. κιχήμενος, ao. ἐκιχησάμην) m. sign. : βέλος κιχήμενον IL trait qui atteint (qqn) ; τέλος θανάτοιο κιχήμενον IL le terme de la mort qui atteint (les hommes).
Étymologie: DELG all. gehen.
English (Autenrieth)
fut. κιχή- σομαι, pres. subj. κιχείω, inf. κιχῆναι, κιχήμεναι, ipf. 2 sing. κίχεις, -εν, -ήτην, aor. κιχήσατο, aor. 2 ἔκιχε, κίχον: overtake, come upon, find, freq. w. part., Il. 1.26, Il. 2.18.
English (Slater)
κῐχάνω
1 overtake, come upon θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε (P. 2.50) βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (P. 3.43) κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων (P. 9.26) καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (N. 10.74)