αἰόλος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(SL_1) |
(big3_2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[αἰόλος]] <br /> <b>1</b> [[changeful]], [[fickle]] μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει [[γέρας]] ἀντέταται (N. 8.25) | |sltr=[[αἰόλος]] <br /> <b>1</b> [[changeful]], [[fickle]] μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει [[γέρας]] ἀντέταται (N. 8.25) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον Arist.<i>Pr</i>.941<sup>b</sup>24]<br /><b class="num">I</b> en cuanto al mov. <br /><b class="num">1</b> [[que se retuerce]] σφῆκες μέσον αἰόλοι <i>Il</i>.12.167, ὄφις <i>Il</i>.12.208, Hes.<i>Th</i>.300, δράκων S.<i>Tr</i>.11, εὐλαί <i>Il</i>.22.509 (pero para todos estos ejemplos cf. II 2)<br /><b class="num">•</b>del humo [[que forma volutas]] αἰόλην πυρὸς κάσιν A.<i>Th</i>.494.<br /><b class="num">2</b> [[que se mueve de aquí para allá]], [[animado]], [[ágil]] οἶστρος <i>Od</i>.22.300, πόδας [[αἰόλος]] ἵππος <i>Il</i>.19.404 (pero cf. II 2), χορεία Ar.<i>Ra</i>.248, cf. Achae.48.<br /><b class="num">II</b> en cuanto al aspecto<br /><b class="num">1</b> [[de reflejo o luz cambiante]], [[parpadeante]] τεύχεα <i>Il</i>.5.295, σάκος <i>Il</i>.7.222, 16.107, κνώδων S.<i>Ai</i>.1025, νύξ S.<i>Tr</i>.94.<br /><b class="num">2</b> [[de animados colores]], [[con manchas o pintas]] esp. de animales ὄστρακον del caparazón de la tortuga <i>h.Merc</i>.33, κύων Call.<i>Dian</i>.91 (pero cf. σφῆκες, ὄφις, etc. en I 1, ἵππος en I 2), [[δέμας]] αἰόλον de los perros de Acteón, Nonn.<i>D</i>.5.494, αἰόλα βεύδεα vestidos con colores o bordados animados</i> Call.<i>Fr</i>.7.11<br /><b class="num">•</b>de los ojos [[jaspeados]] ὀφθαλμοί Adam.1.8, οἱ χαροποὶ ὀφθαλμοὶ ἀπὸ τῶν μελάνων χωρίζονται τῷ αἰόλῳ Adam.1.11<br /><b class="num">•</b>[[de color cambiante]], [[con manchas diferentes]] σάρξ S.<i>Ph</i>.1157.<br /><b class="num">3</b> [[mudable]], [[variable]] κακά A.<i>Supp</i>.328, ἡμέραι Arist.<i>Pr</i>.941<sup>b</sup>24.<br /><b class="num">4</b> gener. [[variado]], [[diverso]] δεῖπνα Nonn.<i>D</i>.3.227, φῦλα Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.3.22.<br /><b class="num">III</b> en cuanto al sonido [[cambiante]], [[con diversas modulaciones]] ἰαχή voz trémula</i> E.<i>Io</i> 499, μέλη <i>Pae.Delph</i>.14<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. αἰόλα φωνέων Theoc.16.44.<br /><b class="num">IV</b> fig. [[que ofrece reflejos o seducciones falsas]], [[engañoso]], [[retorcido]] ψεῦδος Pi.<i>N</i>.8.25, κέρδεα B.15.57, μηχάνημα <i>Trag.Adesp</i>.349.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Ni la relación con [[εἰλέω]] q.u., ni con αἰϝών resultan seguras. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
η, ον, (ος, ον Arist.Pr., v. infr.)
A quick-moving, nimble, πόδας αἰόλος ἵππος Il.19.404; αἰόλαι εὐλαί wriggling worms, 22.509; σφῆκες μέσον αἰ. 12.167; ὄφις ib.208; οἶστρος Od.22.300, cf. Achae.48. 2 as epith. of armour, glittering, τεύχεα Il.5.295; σάκος 7.222, 16.107; κνώδων S.Aj.1025:—generally, changeful of hue, sheeny, δράκων Id.Tr.11; αἰόλα νύξ star-spangled night, ib.94 (lyr.); αἰ. πυρὸς κάσις smoke flushed by fire-light, A.Th.494; κύων αἰ. speckled, Call.Dian.91, etc.; αἰόλα σάρξ discoloured, S.Ph.1157 (lyr.); ὀφθαλμοί Adam.1.8, cf. 11. II metaph., 1 chequered, αἰόλ' ἀνθρώπων κακά A.Supp.328; changeful, ἰαχή E.Ion 499 (lyr.); χορεία Ar.Ra.248 (lyr.); νόμος Tclest.2; αἰόλα φωνέων Theoc.16.44; αἰόλοι ἡμέραι changeable days, Arist.Pr.941b24. 2 shifty, slippery, ἔπος Sol.11.7; ψεῦδος Pi.N. 8.25; κέρδεσσι B.14.57; μηχάνημα λυγκὸς αἰολώτερον Trag.Adesp. 349.—Chiefly poet. B proparox. Αἴολος, ου, ὁ, the lord of the winds, properly the Rapid or the Changeable, Od., etc. 2 name of a kind of σκάρος, Nic. Thyat. ap. Ath.7.320c. 3 Pythag., = 4, or ἐνιαυτός, Theol.Ar.22.
Greek (Liddell-Scott)
αἰόλος: -η, -ον, ταχέως κινούμενος, εὐκίνητος, ὁρμητικός, Λατ. agilis· πόδας αἴολος ἵππος, Ἰλ. Τ. 404: αἰόλαι εὐλαί = ἀναπηδῶντες μικροὶ σκώληκες (ὡς οἱ τοῦ τυροῦ), Χ. 509· - σφῆκες μέσον αἰόλοι, Μ.167· αἰόλον ὄφιν, αὐτόθι 208: αἰόλος οἶστρος, Ὀδ. Χ. 300. 2) ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπιθ. τοῦ ὁπλισμοῦ: τεύχεα, Ἰλ. Ε. 295· σάκος, Η. 222., Π. 107 (πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1025), ἔνθα οἱ πλεῖστοι τῶν κριτικῶν ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. κατὰ τὴν ΙΙ σημασίαν, ἀλλ’ ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λέξ.) ἑρμηνεύει: ὁ κινούμενος μετὰ τοῦ σώματος, εὐκόλως κινούμενος, εὐμεταχείριστος, Λατ. habilis: - ὥστε ἡ Ὁμ. ἔννοια τῆς λέξεως περιορίζεται εἰς τὴν τῆς ταχείας κινήσεως, πρβλ. αἰόλλω, ἂν καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσῃ τις ὅτι ἡ ἰδέα αὕτη εὐκόλως μεταβαίνει εἰς τὴν τῆς ταχείας λάμψεως, τοῦ ἀπαστράπτοντως· (πρβλ. ἀργός Ι): ἡ αὐτὴ ἀμφιβολία ὑπάρχει καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις αἰολοθώρηξ, -μίτρης. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἀναμφιβόλως: ὁ τὸ χρῶμα μεταβάλλων, ἀπαστράπτων, στίλβων (ὡς ἡ στιλπνὴ μέταξα), δράκων, Σοφ. Τρ. 12. 2) ποικίλος, στικτός, αἰόλα νύξ, κατάστικτος ἐξ ἀστέρων, (πρβλ. Κικ. caelum astris distinctum), αὐτόθι 94· πρβλ. αἰολόχρως, ὁ Αἰσχύλ. ἐν Θ. 494 καλεῖ τὸν ὑπὸ τῆς φλογὸς τοῦ πυρὸς ἀναλάμποντα καπνὸν αἰόλην πυρὸς κάσιν; κύων αἰ. = στιγμάτων πλήρης, Καλλ. Ἄρτ. 91, κτλ.· αἰόλα σάρξ = ἄχρους καταστᾶσα ἐκ νόσου, Σοφ. Φ. 1157. ΙΙΙ. μεταφ., 1) εὐμετάβολος, εὐκίνητος, ἄστατος· αἰολ’ ἀνθρώπων κακά, Αἰσχυλ. Ἱκ. 327· ἐπὶ ἤχων· ἰαχή, Εὐρ. Ἴων 499· πρβ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 248· αἰόλοι ἡμέραι = εὐμετάβολοι ἡμέραι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13, 1 (τὸ μόνον χωρίον, ἔνθα εἶνε γνωστὸν ὅτι ἀπαντᾷ ἡ λέξις ἐν Ἀττ. πεζογράφ. ἢ ὅτι ἔχει τὸ θηλ. εἰς -ος). Πρβλ. αἰολόμητις, -στομος, κτλ. 2) εὐκίνητος, ἄστατος, δόλιος, πανοῦργος, ὀλισθηρός, ἔπος, Σόλ. 11· ψεῦδος, Πινδ. Ν. 8. 43· μηχάνημα, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 16.D. - Πρβλ. ποικίλος, ὅπερ εἶνε ἐν χρήσει ἐν ὁμοίᾳ ποικιλίᾳ ἐννοιῶν καὶ ἔχει ἰδιάζοντα τονισμόν. Β. ὡς κύρ. ὄνομα προπαροξ. Αἴολος, ου, ὁ θεὸς τῶν ἀνέμων, κυρίως ὁ ὁρμητικὸς ἢ εὐμετάβλητος, Ὀδ., καὶ ἀλλ. [Ἡ παραλήγουσα ἐκτείνεται ἐν τῇ γεν. Αἰόλου μεγαλήτορος, χάριν τοῦ μέτρ., Ὀδ. Κ. 36.]
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. qui s’agite, se meut sans cesse :
1 mobile, agité : σφῆκες αἰόλοι IL guêpes au corsage mobile, càd qui peuvent se replier en tous sens;
2 agile, rapide : πόδας αἰόλος ἵππος IL cheval aux pieds agiles;
II. p. anal., en parl. de couleurs :
1 aux reflets changeants : αἰόλα τεύχεα IL armes étincelantes;
2 bigarré, tacheté : αἰόλος δράκων SOPH serpent à la peau tachetée ; σὰρξ αἰόλα SOPH chair marquetée de taches (provenant de la violence du mal) ; νὺξ αἰόλα SOPH nuit constellée;
III. fig. changeant, inconstant, variable.
Étymologie: cf. εἴλλω.
English (Autenrieth)
quick-moving, lively; of wasps (μέσον, ‘at the waist’), gad-fly (‘darting’), serpent (‘squirming’), worms (‘wriggling’); then glancing, shimmering, of lively (changeable) colors, esp. metallic, Il. 5.295, Il. 7.222.
English (Slater)
αἰόλος
1 changeful, fickle μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται (N. 8.25)
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Arist.Pr.941b24]
I en cuanto al mov.
1 que se retuerce σφῆκες μέσον αἰόλοι Il.12.167, ὄφις Il.12.208, Hes.Th.300, δράκων S.Tr.11, εὐλαί Il.22.509 (pero para todos estos ejemplos cf. II 2)
•del humo que forma volutas αἰόλην πυρὸς κάσιν A.Th.494.
2 que se mueve de aquí para allá, animado, ágil οἶστρος Od.22.300, πόδας αἰόλος ἵππος Il.19.404 (pero cf. II 2), χορεία Ar.Ra.248, cf. Achae.48.
II en cuanto al aspecto
1 de reflejo o luz cambiante, parpadeante τεύχεα Il.5.295, σάκος Il.7.222, 16.107, κνώδων S.Ai.1025, νύξ S.Tr.94.
2 de animados colores, con manchas o pintas esp. de animales ὄστρακον del caparazón de la tortuga h.Merc.33, κύων Call.Dian.91 (pero cf. σφῆκες, ὄφις, etc. en I 1, ἵππος en I 2), δέμας αἰόλον de los perros de Acteón, Nonn.D.5.494, αἰόλα βεύδεα vestidos con colores o bordados animados Call.Fr.7.11
•de los ojos jaspeados ὀφθαλμοί Adam.1.8, οἱ χαροποὶ ὀφθαλμοὶ ἀπὸ τῶν μελάνων χωρίζονται τῷ αἰόλῳ Adam.1.11
•de color cambiante, con manchas diferentes σάρξ S.Ph.1157.
3 mudable, variable κακά A.Supp.328, ἡμέραι Arist.Pr.941b24.
4 gener. variado, diverso δεῖπνα Nonn.D.3.227, φῦλα Nonn.Par.Eu.Io.3.22.
III en cuanto al sonido cambiante, con diversas modulaciones ἰαχή voz trémula E.Io 499, μέλη Pae.Delph.14
•neutr. como adv. αἰόλα φωνέων Theoc.16.44.
IV fig. que ofrece reflejos o seducciones falsas, engañoso, retorcido ψεῦδος Pi.N.8.25, κέρδεα B.15.57, μηχάνημα Trag.Adesp.349.
• Etimología: Ni la relación con εἰλέω q.u., ni con αἰϝών resultan seguras.