ἐπιλέγω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
(eksahir)
(T21)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[pronunciar en conexión con]]
|esgtx=[[pronunciar en conexión con]]
}}
{{Thayer
|txtha=([[present]] [[passive]] participle ἐπιλεγόμενος); 1st aorist [[middle]] participle ἐπιλεξάμενος;<br /><b class="num">1.</b> to [[say]] [[besides]] (cf. [[ἐπί]], D. 4) ([[Herodotus]], et al.); to [[surname]] ([[Plato]], legg. 3, p. 700b.): in [[passive]] Tdf. τό λεγομένη), [[unless]] the [[meaning]] to [[name]] ([[put]] a [[name]] [[upon]]) be preferred [[here]]; cf. [[ἐπονομάζω]].<br /><b class="num">2.</b> to [[choose]] for ([[Herodotus]] and [[following]]; the Sept.); [[middle]] to [[choose]] for [[oneself]]: [[Herodotus]] 3,157; [[Thucydides]] 7,19; Diodorus 3,73 (74); 14,12; Josephus, Antiquities 4,2, 4, and others).
}}
}}

Revision as of 18:03, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλέγω Medium diacritics: ἐπιλέγω Low diacritics: επιλέγω Capitals: ΕΠΙΛΕΓΩ
Transliteration A: epilégō Transliteration B: epilegō Transliteration C: epilego Beta Code: e)pile/gw

English (LSJ)

   A say in connexion with an action, etc., Hdt.2.35,64, etc.; ποιεῖν τι καὶ ἐπιλέγειν say while or after doing it, Id.4.65; παίζουσιν ἐπιλέγοντες Id.5.4; ἐ. λόγον τόνδε, ὡς . . Id.2.156, 8.49; ἐξηπάτων . . ἐπιλέγων τοιαυτί Ar.Eq.418; ἐ. τεκμήρια τὴν ἄλλην αὐτοῦ . . παρανομίαν citing it as proof, Th.6.28, cf. Alciphr.3.56.    2. say besides, ἑκάστῳ "σοὶ μέν κτλ." X.Cyr..1.3.7, cf. Arist.Rh.1395a27, Ph.1.512; τὴν αἰτίαν . Arist.Rh.1417a28:—Med., repeat, D.H.Rh..11.5:—Pass., [τὰ] ἐπιλεγόμενα Arist.Rh..1394a13.    3. call by name, Hdt.5.70; ἐπέλεγον δὲ κιθαρῳδικούς (sc. νόμους) Pl.Lg.700b:—Med., A.Supp.49 (lyr.):— Pass., to be surnamed, J.AJ13.10.4.    4. utter, pronounce a spell (cf.ἐπεῖπον), ῥῆσιν μυστικήν Ath.11.496b; ῥῆσίν τινα μακράν Luc.Nec. 7; τοὺς ἀνθρώπους ἐπιλέγειν τῷ λοιμῷ φεῦγ' ἐς κόρακας Arist.Fr. 496, cf.Pr.926b23, EN1109b11.    5. attribute, τινὶ τὸ καλόν, τὸ χρήσιμον, Id.Pol.1323b12; ἐ. τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις, ὅτι . . Id.EN1106b10.    6. say against one, App.BC3.18.    II. pick out, select, Hdt. 3.44, 81; ἔκ τινων πεζούς Wilcken Chr.11 A 35 (ii B.C.):—freq. in Med., τῶν Βαβυλωνίων ἐπελέξατο he chose him certain of the Babylonians, Hdt.3.157, cf.6.73, Th.7.19, Arist.Fr.151, Wilcken Chr.11 A 49 (ii B.C.), D.S.3.74:—Pass., ἐπιλελεγμένοι or ἐπειλεγμένοι chosen men, X.Cyr.3.3.41, Isoc.4.146, POxy.1210.4 (i B.C.), etc.; οἱ ἐπιλεγέντες SIG577.72 (Milet., iii/ii B.C.).    III. Med., think upon, think over, ταῦτα Hdt.1.78, 2.120, al., cf.Ant.Lib.5.4; μὴ ἐ. not to care, Hdt. 7.236, al.; οὐδαμὰ ἐ. μή κοτε . . to have no fear lest... Id.3.65, cf. 7.149: c.inf., πᾶν ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι expecting . ., Id.7.49, cf. 52: rare in Trag., μηδ' ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ' ἄλοχον deem me not to be... A.Ag.1498 (anap.).    2. in Hdt. also, con over, read, τὸ βυβλίον, τὰ γράμματα, 1.124,125,2.125, al., cf. Paus.1.12.3, al., Hld.4.8: so in Act., Them.Or.11.153a.    3. recount, in speaking, τὴν αἰσχύνην καὶ τὸν κίνδυνον D.H.9.57.

German (Pape)

[Seite 957] 1) noch dazu sagen, zu dem schon Gesagten hinzufügen, λόγον τόνδε Her. 2, 156 u. öfter; κεφαλὰς παραφέρει καὶ ἐπιλέγει ὡς, u. sagt dabei, 4, 65; παίζουσι ἐπιλέγοντες 5, 4; λόγους Plat. Legg. III, 700 e; τεκμήρια, Gründe dazu anführen, Thuc. 6, 28; ἔπεμπε – ἐπιλέγειν κελεύων τὸν φέροντα, u. trug ihm auf, dabei zu sagen, Xen. An. 1, 9, 26; vgl. Cyr. 1, 3, 7; Sp.; – zurufen, Ar. Equ. 416; – vorwerfen, App. B. C. 3, 18. – 2) auslesen, erwählen, τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Her. 3, 81; Sp.; gew. im med. für sich auslesen, Her. 3, 157; τῶν Εἱλώτων ἐπιλεξάμενοι τοὺς βελτίστους Thuc. 7, 19; Sp.; pass., ὑμεῖς καὶ τῶν ὁμοτίμων γεγόνατε καὶ ἐπιλελεγμένοι ἐστέ Xen. Cyr. 3, 3, 41; Sp.; ἀριστίνδην ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146, wo vor Bekker ἐπιλελεγμένοι stand. – 3) med., – a) erwähnen, nennen, Aesch. Suppl. 48. – b) überlegen, bedenken, Her. 1, 78 u. öfter; mit folgdm μή, 7, 149; auch = fürchten, 3, 65; ὡς εἴη, 1, 86; αἰσχύνην D. Hal. 9, 57. – c) lesen, durchlesen, Her. oft, βιβλίον, γράμματα, 1, 124. 3, 41; Paus. 10, 12, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλέγω: λέγω πρὸς τοῖς ἄλλοις ἢ μετά τι, Ἡρόδ. 2. 35, 64, κτλ.· ποιεῖν τι καὶ ἐπιλέγειν, ποιεῖν τι καὶ ἐπ’ αὐτῷ ἢ μετ’ αὐτὸ λέγειν, ὁ αὐτ. 4. 65· παίζουσιν ἐπιλέγοντες ὁ αὐτ. 5. 4· ἐπ. τὸν λόγον τόνδε, ὡς... ὁ αὐτ. 2. 156., 8. 49· ἐξηπάτων... ἐπιλέγων τοιαυτὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 418· ἐπιλέγοντες τεκμήρια τὴν ἄλλην αὐτοῦ... παρανομίαν, ἀναφέροντες ὡς ἀπόδειξιν, Θουκ. 6. 28· ἐπ. τινί τι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 7: - οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἐπαναλαμβάνω, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 11. 5. 2) καλῶ ἐξ ὀνόματος, Ἡρόδ. 5. 70, Πλάτ. Νόμ. 700B· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 49. 3) ἀποδίδω εἴς τινα, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 7· ἐπ. τινί, ὡς..., λέγω περί τινος ὅτι..., ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 9. 4) λέγω ἐναντίον τινός, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 18. ΙΙ. ἐκλέγω, διαλέγω, Ἡρόδ. 3. 44, 81· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, τῶν Βαβυλωνίων ἐπελέξατο, ἐξέλεξε δι’ ἑαυτὸν τινὰς ἐκ τῶν..., ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. 6. 73, Θουκ. 7. 19, Ἀριστ. Ἀποσπ. 146. - Παθ., ἐπιλελεγμένοι ἢ ἐπειλεγμένοι, ἐπίλεκτοι, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 41, πρβλ. Ἰσοκρ. 71B Βεκκ. ΙΙΙ. ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ., σκέπτομαι περί τινος, ἀναλογίζομαι, ταῦτα Ἡρόδ. 1. 78., 2. 120 κ. ἀλλ.· οὐκ ἢ μὴ ἐπ., nihil curare, 7. 236 κ. ἀλλ.· οὐδαμὰ ἐπιλεξάμενος, μή κοτέ τίς μοι ἐπανασταίη, οὐδαμῶς φοβηθεὶς μή..., 3. 65., 7. 149· μετ’ ἀπαρ., πᾶν ἐπιλεγόμενος πείσεσθαι, περιμένων, προσδοκῶν..., 7. 49, πρβλ. 52· σπαν. παρ’ Ἀττ., μηδ’ ἐπιλεχθῇς Ἀγαμεμνονίαν εἶναί μ’ ἄλοχον, μηδὲ νά με θεωρήσῃς ὡς γυναῖκα τοῦ Ἀγαμέμνονος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1498 (ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν., μηκέτι λεχθῇ δ’ Ἀγαμ. μ. εἶ. ἄλ., μηδὲ νὰ λεχθῇ πλέον ὅτι...). 2) παρ’ Ἡροδ. ὡσαύτως, διέρχομαι, ἀναγινώσκω, τὸ βιβλίον, τὰ γράμματα 1. 124, 125., 2. 125 κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν Παυσ. 1. 12, 3.

French (Bailly abrégé)

1f. ἐπιλέξω, ao. ἐπέλεξα;
choisir : ἐπιλελεγμένοι ou ἐπειλεγμένοι hommes choisis;
Moy. ἐπιλέγομαι;
I. choisir pour soi;
II. rassembler pour soi, d’où
1 fig. rassembler par la pensée ; penser à, méditer : τι qch ; οὐκ ou μὴ ἐπ. HDT ne s’inquiéter en rien de ; p. ext. penser, croire;
2 rassembler par la parole, lire, acc..
Étymologie: ἐπί, λέγω².
2f. ἐπιλέξω, ao. ἐπέλεξα;
dire ; particul.
1 dire en outre, ajouter à ce qu’on a dit : τι qch;
2 appeler d’un nom, acc..
Étymologie: ἐπί, λέγω³.

Spanish

pronunciar en conexión con

English (Thayer)

(present passive participle ἐπιλεγόμενος); 1st aorist middle participle ἐπιλεξάμενος;
1. to say besides (cf. ἐπί, D. 4) (Herodotus, et al.); to surname (Plato, legg. 3, p. 700b.): in passive Tdf. τό λεγομένη), unless the meaning to name (put a name upon) be preferred here; cf. ἐπονομάζω.
2. to choose for (Herodotus and following; the Sept.); middle to choose for oneself: Herodotus 3,157; Thucydides 7,19; Diodorus 3,73 (74); 14,12; Josephus, Antiquities 4,2, 4, and others).