Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολεμέω: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[πόλεμος]]; to be ([[engaged]]) in [[warfare]], i.e. to [[battle]] ([[literally]] or [[figuratively]]): [[fight]], ([[make]]) [[war]].
|strgr=from [[πόλεμος]]; to be ([[engaged]]) in [[warfare]], i.e. to [[battle]] ([[literally]] or [[figuratively]]): [[fight]], ([[make]]) [[war]].
}}
{{Thayer
|txtha=πολέμῳ; [[future]] πολεμήσω; 1st aorist ἐπολέμησα; ([[πόλεμος]]); (from [[Sophocles]] and [[Herodotus]] [[down]]); the Sept. [[chiefly]] for נִלְחַם; to [[war]], [[carry]] on [[war]]; to [[fight]]: [[μετά]] τίνος (on [[which]] [[construction]] [[see]] [[μετά]], I:2d., p. 403{b}), [[κατά]]; (cf. on [[this]] [[verse]] Buttmann, § 140,14and [[under]] the [[word]] [[μετά]] as [[above]])); to [[wrangle]], [[quarrel]], James 4:2.
}}
}}

Revision as of 18:07, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμέω Medium diacritics: πολεμέω Low diacritics: πολεμέω Capitals: ΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: poleméō Transliteration B: polemeō Transliteration C: polemeo Beta Code: poleme/w

English (LSJ)

Ion. Iterat.

   A πολεμέεσκε Acus.22J.: fut. -ήσω X.An.2.6.5: pf. πεπολέμηκα Arist.Rh.1396a11, Ephipp.9:—Med., aor. ἐπολεμησάμην (κατ-) Plb.11.31.6:—Pass., πολεμηθήσομαι Id.2.41.14, etc.; πολεμήσομαι in pass. sense, Th.1.68,8.43, D.23.110: aor. ἐπολεμήθην Th.5.26: pf. πεπολέμημαι (κατα-) Id.6.16: (πόλεμος):— to be at war or make war, Id.1.140, etc.; ἀφ' ἡσυχίας πολεμῆσαι ib. 124; opp. εἰρήνην ἄγειν, Id.5.76; τινι with one, Hdt.6.37, IG22.236.19, etc.; πολεμοῦσαι πρὸς ἀλλήλας πόλεις X.Vect.5.8, cf. Pl.Lg. 686b, SIG182.12 (Argos, iv B.C.), etc.; μετά τινος or σύν τινι in conjunction with... X.HG7.1.27, An.2.6.5; περὶ τῆς ἀρχῆς π. Hdt. 6.98.    2 fight, do battle, ἀπὸ τῶν ἵππων Pl.Prt.350a; ἀπὸ [καμήλων] X.Cyr.7.1.49; but ἀφ' ὅτου πολεμήσωμεν what our means of war are, And.3.16.    3 generally, quarrel, wrangle with one, X.Cyr.1.3.11; π. χρείᾳ S.OC191 (anap.), cf. E.Ion1386; τισὶν ὑπέρ τινος D.18.31: metaph. of disease, Gal.1.103.    II later c. acc., make war upon, τὴν πόλιν Din.1.36 codd.; τὰς Ἀθήνας D.S.4.61, cf. 13.84, 14.37, LXX 1 Ma.5.30, etc.; τὰς Συρακούσας Plb.1.15.10, etc.: metaph., τὰς σταφυλάς Alciphr.3.22:—Pass., also in early writers, have war made upon one, to be treated as enemies, Th.1.37, X. HG7.4.20; ὑπό τινων Isoc.5.49; καὶ αὐτοὶ . . ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι D.18.43; αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι Id.9.9; -ηθείσης τῆς χώρας OGI748.8 (Cyzicus, iii B.C.).    2 c. acc. cogn., πόλεμον π. Pl.R.551d, Arist.l.c., etc.:—Pass., [πολέμους] τοὺς ἐπὶ Θησέως πολεμηθέντας X.Mem.3.5.10; κατὰ θάλατταν ὁ π. ἐπολεμεῖτο Id.HG5.1.1, cf. Pl.R.600a; ὅσα ἐπολεμήθη whatever hostilities took place, X.An.4.1.1; τὰ περὶ Πύλον κατὰ κράτος ἐπολεμεῖτο Th.4.23, cf. 3.6.—The form used by Poets is πολεμίζω.

German (Pape)

[Seite 653] Krieg führen, kriegen; absolut, im Ggstz von εἰρήνην ἄγειν, Thuc. 5, 76 u. Folgde; ἀπὸ τῶν ἵππων, Plat. Prot. 350 a; auch πόλεμόν τινα πολεμεῖν, Rep. VIII, 551 d; pass., οὗτοςπόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη, Menex. 243 e; τὰ περὶ Πύλον ἐπ ολεμεῖτο, Thuc. 4, 23; τοὺς πλείστους πολέμους πεπολεμηκυῖα, Plut. Timol. 2; – mit Einem, τινί, die gewöhnl. Vrbdg bei Her., Thuc. u. Folgdn; auch zuweilen ἐπί τινα, Xen. Anab. 3, 1, 5 u. auch 1, 3, 4 die richtige Lesart; πρός τινα, Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 69; vgl. Thuc. 1, 141. – Mit einem accus., τινά, bekriegen, feindselig behandeln, Sp., wie Pol. 1, 15, 10 Plut. Sull. 3 u. sonst; pass., ἦγον τὴν εἰρήνην ἄσμενοι, ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι, Dem. 18, 43, der vrbdt αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι, 9, 9; εἰ ἀμφοτέρωθεν πολεμοῖντο, Xen, Hell. 7, 4, 20; das fut. πολεμήσομαι in pass. Sinne steht Thuc. 1, 68. 3, 43. – Häufig wird es auch von Wortstreitigkeiten, selbst über einen wissenschaftlichen Gegenstand gebraucht, wie Xen. Cyr. 1, 3, 12; vgl. Plut. Thes. 10; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμέω: μέλλ. -ήσω· πρκμ. πεπολέμηκα Ἀριστ. Ρητ. 1. 4. 9. ― Μέσ., μέλλ. -ήσομαι, Ἑβδ. (Β΄ Παραρ. ΙΑ΄, 4), ἀλλ’ ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ἐπολεμησάμην (κατ-) Πολύβ. 11. 31, 6: ― Παθ., πολεμηθήσομαι Πολύβ. 2. 41, 14, κτλ.· ― ἀλλὰ πολεμήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Θουκ. 1. 68., 8. 43, Δημ. 657, 9, πρβλ. διαπολεμέω· ― ἀόρ. ἐπολεμήθην Θουκ. 5. 26· ― πρκμ. πεπολέμημαι (κατα-) ὁ αὐτ. 6. 16· (πόλεμος). Ἔχω πόλεμον, εἶμαι εἰς πόλεμον, ἢ ὑπάγω εἰς πόλεμον, κινῶ πόλεμον, ἀντίθετον τῷ εἰρήνην ἄγω, ὁ αὐτ. 1. 124, 140., 5. 76· τινι Ἡρόδ. 6. 37, κτλ.· ἐπί τινα Ξεν. Ἀν. 3. 1, 5· πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Πόρ. 5, 8, Πλάτ. κλ.· μετά τινος ἢ σύν τινι, ὁμοῦ μετά τινος, ὡς βοηθός τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7, 1, 27, Ἀνάβ. 2. 6, 5· π. περὶ τῆς ἀρχῆς Ἡρόδ. 6. 98. 2) ὡς καὶ νῦν, μάχομαι, ἀπὸ τῶν ἵππων Πλάτ. Πρωτ. 350Α· ἀπὸ καμήλων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 49· ― ἀλλά, ἀφ’ ὅτου πολεμήσωμεν, τίνα τὰ μέσα ἡμῶν τὰ πρὸς τὸν πόλεμον, Ἀνδοκ. 25. 28. 3) καθόλου, ἐρίζω, φιλονικῶ, ἀμφισβητῶ πρός τινα, Ξεν. Κύρ. 1, 3, 11· οὕτω, π. τῇ χρείᾳ Σοφ. Ο. Κ. 191, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1386· τινι ὑπέρ τινος Δημ. 236. 5. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κινῶ πόλεμον ἐναντίον τινός, πολιορκῶ, τὴν πόλιν Δείναρχ. 95. 1· τὰς Ἀθήνας Διόδ. 4. 61, πρβλ. 13. 84., 14. 37, κτλ.· Ῥωμαίους Πολύβ. 11. 19. 3, πρβλ. τὰς διαφ. γρ. 1, 15, 10· τὰς σταφυλὰς Ἀλκίφρων 3. 22· καὶ συχν. παρὰ μεταγεν.· ― ἀλλὰ τὸ παθ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Θουκ. 1. 37, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 20, Ἰσοκρ. 92Α· οὐχ οὗτοι πολεμοῦνται Δημ. 33. 1· καὶ αὐτοί… ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι ὁ αὐτ. 240. 18· αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ’ ὑμῶν δὲ μὴ πολεμείσθω ὁ αὐτ. 113. 6· πρβλ. πολεμόω. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., πόλεμον πολ. Πλάτ. Πολ. 551D, κτλ.· ― ἐν τῷ παθ., ὁ πόλεμος οὕτως ἐπολεμήθη Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 10· κατὰ θάλατταν ἐπολεμεῖτο ὁ π. ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 1, 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 600Α· οὕτως, ὅσα ἐπολεμήθη, ὁσαιδήποτε πολεμικαὶ πράξεις ἐγένοντο, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 1· τὰ περὶ Πύλον ἐπολεμεῖτο Θουκ. 4. 23, πρβλ. 3. 6. ― Ὁ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει τύπος εἶναι πολεμίζω. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 409 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. πολεμήσω, ao. ἐπολέμησα, pf. πεπολέμηκα;
1 intr. faire la guerre, guerroyer : τινι, ἐπί τινα ou πρός τινα, faire la guerre à qqn, contre qqn ; σύν τινι ou μετά τινος faire la guerre avec le secours ou l’alliance de qqn ; περί τινος faire la guerre au sujet de qch ; Pass. ἐπολεμεῖτο ὁ πόλεμος XÉN la guerre se faisait ; fig. faire la guerre à, quereller, taquiner, τινι : τινι ὑπέρ τινος faire la guerre à qqn au sujet de qch;
2 tr. attaquer par une guerre, prendre l’offensive contre, acc. ; Pass. être attaqué, être traité en ennemi.
Étymologie: πόλεμος.

English (Strong)

from πόλεμος; to be (engaged) in warfare, i.e. to battle (literally or figuratively): fight, (make) war.

English (Thayer)

πολέμῳ; future πολεμήσω; 1st aorist ἐπολέμησα; (πόλεμος); (from Sophocles and Herodotus down); the Sept. chiefly for נִלְחַם; to war, carry on war; to fight: μετά τίνος (on which construction see μετά, I:2d., p. 403{b}), κατά; (cf. on this verse Buttmann, § 140,14and under the word μετά as above)); to wrangle, quarrel, James 4:2.