Χριστός: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(strοng) |
(47b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[χρίω]]; anointed, i.e. the Messiah, an epithet of Jesus: Christ. | |strgr=from [[χρίω]]; anointed, i.e. the Messiah, an epithet of Jesus: Christ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> [[μετάφραση]] στα ελληνικά της εβραϊκής λέξης <i>Μασιάχ</i>, που σημαίνει [[Μεσσίας]] και έχει συνδεθεί με το όνομα <i>Ιησούς</i> για να δηλώσει τη θεανθρώπινη [[φύση]] του κεχρισμένου από τον θεό στο [[έργο]] της θείας οικονομίας για τη [[λύτρωση]] του ανθρώπινου γένους, ο [[θεάνθρωπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Χριστού [[γέννηση]]»<br /><b>εκκλ.</b> τα [[Χριστούγεννα]]<br />β) «Χριστού εορτές»<br /><b>εκκλ.</b> οι αφιερωμένες στον Χριστό δεσποτικές εορτές της Εκκλησίας<br />γ) «του Χριστού» ή, [[απλώς]], «Χριστού» — η [[γιορτή]] τών Χριστουγέννων<br />δ) «τράβηξα τα [[πάθη]] του Χριστού»<br /><b>μτφ.</b> ταλαιπωρήθηκα πολύ<br />ε) «τον έκανα Χριστό»<br /><b>μτφ.</b> έπεσα στα γόνατα του, τον ικέτευσα<br />στ) «[[Χριστός]] κι [[απόστολος]]!»<br />(ως αποτρεπτική [[ευχή]]) να φυλάξει ο [[θεός]]!<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[Χριστός]] πάσχων»<br /><b>φιλολ.</b> [[τίτλος]] του μοναδικού βυζαντινού δράματος που έχει διασωθεί και το οποίο [[είναι]] [[συρραφή]] στίχων αρχαίων ελληνικών ποιητικών έργων, με [[αντικατάσταση]] όμως τών γεγονότων και τών προσώπων από [[χριστιανικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[χριστός]] «αυτός που έχει το [[χρίσμα]], κεχρισμένος, [[εκλεκτός]] του θεού, [[ενάρετος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:09, 29 September 2017
English (Abbott-Smith)
χριστός (Χρ-), -ή, -όν (< χρίω), [in LXX for מָשִׁיחַ and cogn. forms;]
1.1. as adj.,
(a)of things, anointing, to be used as ointment (Æsch., Eur., al.; τ. ἔλαιον τὸ χ., Le 21:10);
(b)of persons, anointed (ὁ ἰερεὺς ὁ χ., Le 4:5; οἱ χ. ἰευρεῖς, II Mac 1:10): ὁ χ. τοῦ κυρίου or Θεοῦ (I Ki 2:10, Ps 2:2, al.), of the Messiah (Aram., מְשִׁיחָא; cf. Dalman, Words, 289 ff.), Lk 2:11, 26 Jo 1:41, Ac 2:36 4:26, al.
2.As subst., ὁ Χριστός, the Messiah, the Christ: Mt 2:4, Mk 8:29, Lk 2:11, Jo 1:20, Ac 2:31, Ro 7:4, al.; Ἰησοῦς, Mk 1:1, Jo 1:17, Ac 2:38, al.; Χ. Ἰησοῦς, Mt 1:18, WH, mg.Ac 5:42, Ro 6:3, al.; Χ. κύριος, Lk 2:11; Ἰησοῦς Χ. ὁ κύριος, Ac 15:26, Ro 1:7, al.
English (Strong)
from χρίω; anointed, i.e. the Messiah, an epithet of Jesus: Christ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
εκκλ. μετάφραση στα ελληνικά της εβραϊκής λέξης Μασιάχ, που σημαίνει Μεσσίας και έχει συνδεθεί με το όνομα Ιησούς για να δηλώσει τη θεανθρώπινη φύση του κεχρισμένου από τον θεό στο έργο της θείας οικονομίας για τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους, ο θεάνθρωπος
νεοελλ.
φρ. α) «Χριστού γέννηση»
εκκλ. τα Χριστούγεννα
β) «Χριστού εορτές»
εκκλ. οι αφιερωμένες στον Χριστό δεσποτικές εορτές της Εκκλησίας
γ) «του Χριστού» ή, απλώς, «Χριστού» — η γιορτή τών Χριστουγέννων
δ) «τράβηξα τα πάθη του Χριστού»
μτφ. ταλαιπωρήθηκα πολύ
ε) «τον έκανα Χριστό»
μτφ. έπεσα στα γόνατα του, τον ικέτευσα
στ) «Χριστός κι απόστολος!»
(ως αποτρεπτική ευχή) να φυλάξει ο θεός!
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Χριστός πάσχων»
φιλολ. τίτλος του μοναδικού βυζαντινού δράματος που έχει διασωθεί και το οποίο είναι συρραφή στίχων αρχαίων ελληνικών ποιητικών έργων, με αντικατάσταση όμως τών γεγονότων και τών προσώπων από χριστιανικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. χριστός «αυτός που έχει το χρίσμα, κεχρισμένος, εκλεκτός του θεού, ενάρετος»].