Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαιγίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(12)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epaigizo
|Transliteration C=epaigizo
|Beta Code=e)paigi/zw
|Beta Code=e)paigi/zw
|Definition=(<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> αἰγίς 11) <b class="b2">rush upon</b>, twice in Hom. of a stormy wind, Ζέφυρος . . λάβρος ἐπαιγίζων <span class="bibl">Il.2.148</span>; οὖρον . . λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος <span class="bibl">Od.15.293</span>; λάβρως ἐ. ὁ βορρᾶς <span class="bibl">Alciphr.3.42</span>: metaph., Ἔρως λάβρον ἐπαιγίζων <span class="title">AP</span>5.285 (Paul. Sil.): c. dat., <b class="b2">rush over</b>, <b class="b3">ἐπαιγίζει πεδίοισι</b>, of a stream that has burst its banks, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.125</span>: c. acc., <b class="b3">πόντον ἐπαιγίζει</b>, of the dolphin, <span class="bibl">Id.<span class="title">H.</span>2.583</span>.</span>
|Definition=([[αἰγίς]] II) [[rush upon]], twice in Hom. of a stormy wind, Ζέφυρος.. λάβρος ἐπαιγίζων Il.2.148; οὖρον.. λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος Od.15.293; λάβρως ἐ. ὁ βορρᾶς Alciphr.3.42: metaph., Ἔρως λάβρον ἐπαιγίζων ''AP''5.285 (Paul. Sil.): c. dat., [[rush over]], <b class="b3">ἐπαιγίζει πεδίοισι</b>, of a stream that has burst its banks, Opp.''C.''2.125: c. acc., <b class="b3">πόντον ἐπαιγίζει</b>, of the dolphin, Id.''H.''2.583.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0894.png Seite 894]] (vgl. αἴξ), darauf losstürzen, andringen; ζέφυρος, [[οὖρος]] ἐπαιγίζων, Il. 2, 148 Od. 15, 293, [[βοῤῥᾶς]] Alciphr. 3, 42, überall [[λάβρος]] dabei, Paul. Sil. 30 (V, 286) von Eros λάβρον ἐπαιγίζων; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen, Cyn. 2, 125, vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer, Hal. 2, 583.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0894.png Seite 894]] (vgl. αἴξ), darauf losstürzen, andringen; ζέφυρος, [[οὖρος]] ἐπαιγίζων, Il. 2, 148 Od. 15, 293, [[βοῤῥᾶς]] Alciphr. 3, 42, überall [[λάβρος]] dabei, Paul. Sil. 30 (V, 286) von Eros λάβρον ἐπαιγίζων; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen, Cyn. 2, 125, vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer, Hal. 2, 583.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπαιγίσω;<br />s'élancer avec impétuosité sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰγίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαιγίζω:''' [[бешено устремляться]] (ср. [[ἐπαιγίζων]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαιγίζω''': (αἰγὶς) ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]], δὶς παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπὶ θυελλώδους ἀνέμου, ζέφυρος... [[λάβρος]] ἐπαιγίζων Ἰλ. Β. 148· [[οὖρον]]... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος Ὀδ. Ο. 293· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, λάβρον ἐπαιγίζων Ἀνθ. Π. 5. 286· ― ἐπὶ ποταμοῦ πλημμυρήσαντος καὶ καταβαίνοντος [[μετὰ]] [[μεγάλης]] ὁρμῆς, αὐτὸς δ’ ἐν μεσάτοισιν ἐπαίγιζεν πεδίοισιν αἰὲν ἀεξόμενος Ὀππ. Κυνηγ. 2. 125· μετ’ αἰτ., πόντον ἐπαιγίζει, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, ὁ αὐτὸς ἐν Ἁλ. 2. 583. ― Πρβλ. [[καταιγίζω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαιγίζοντα· σφοδρότερον πνέοντα· καταιγίδες γὰρ αἱ τῶν ἀνέμων ἐμβολαί», καὶ «ἐπαιγίζων· ἐπικαταιγίζων, [[τουτέστι]] ἐπιπίπτων».
|lstext='''ἐπαιγίζω''': (αἰγὶς) ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]], δὶς παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπὶ θυελλώδους ἀνέμου, ζέφυρος... [[λάβρος]] ἐπαιγίζων Ἰλ. Β. 148· [[οὖρον]]... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος Ὀδ. Ο. 293· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, λάβρον ἐπαιγίζων Ἀνθ. Π. 5. 286· ― ἐπὶ ποταμοῦ πλημμυρήσαντος καὶ καταβαίνοντος μετὰ [[μεγάλης]] ὁρμῆς, αὐτὸς δ’ ἐν μεσάτοισιν ἐπαίγιζεν πεδίοισιν αἰὲν ἀεξόμενος Ὀππ. Κυνηγ. 2. 125· μετ’ αἰτ., πόντον ἐπαιγίζει, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, ὁ αὐτὸς ἐν Ἁλ. 2. 583. ― Πρβλ. [[καταιγίζω]]. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαιγίζοντα· σφοδρότερον πνέοντα· καταιγίδες γὰρ αἱ τῶν ἀνέμων ἐμβολαί», καὶ «ἐπαιγίζων· ἐπικαταιγίζων, [[τουτέστι]] ἐπιπίπτων».
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπαιγίσω;<br />s’élancer avec impétuosité sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰγίς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] σφοδρά, ορμητικά, [[εφορμώ]] («[[οὖρον]]... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δελφίνι]]) [[διασχίζω]] [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> (για ποταμό πλημμυρισμένο) [[κατεβαίνω]] ορμητικά<br /><b>4.</b> (μτφ. για τον έρωτα) [[ενσκήπτω]] ορμητικά, [[επιπίπτω]] με [[σφοδρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αιγίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[αιγίς]]) «[[σχίζω]] στα δύο»].
|mltxt=(Α)<br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] σφοδρά, ορμητικά, [[εφορμώ]] («[[οὖρον]]... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δελφίνι]]) [[διασχίζω]] [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> (για ποταμό πλημμυρισμένο) [[κατεβαίνω]] ορμητικά<br /><b>4.</b> (μτφ. για τον έρωτα) [[ενσκήπτω]] ορμητικά, [[επιπίπτω]] με [[σφοδρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αιγίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[αιγίς]]) «[[σχίζω]] στα δύο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαιγίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[αἰγίς]] II), [[ορμώ]], [[ξεσπώ]] με [[μανία]], λέγεται για θυελλώδη άνεμο, σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω [[αἰγίς]] II]<br />to [[rush]] [[furiously]] [[upon]], of a [[stormy]] [[wind]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαιγίζω Medium diacritics: ἐπαιγίζω Low diacritics: επαιγίζω Capitals: ΕΠΑΙΓΙΖΩ
Transliteration A: epaigízō Transliteration B: epaigizō Transliteration C: epaigizo Beta Code: e)paigi/zw

English (LSJ)

(αἰγίς II) rush upon, twice in Hom. of a stormy wind, Ζέφυρος.. λάβρος ἐπαιγίζων Il.2.148; οὖρον.. λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος Od.15.293; λάβρως ἐ. ὁ βορρᾶς Alciphr.3.42: metaph., Ἔρως λάβρον ἐπαιγίζων AP5.285 (Paul. Sil.): c. dat., rush over, ἐπαιγίζει πεδίοισι, of a stream that has burst its banks, Opp.C.2.125: c. acc., πόντον ἐπαιγίζει, of the dolphin, Id.H.2.583.

German (Pape)

[Seite 894] (vgl. αἴξ), darauf losstürzen, andringen; ζέφυρος, οὖρος ἐπαιγίζων, Il. 2, 148 Od. 15, 293, βοῤῥᾶς Alciphr. 3, 42, überall λάβρος dabei, Paul. Sil. 30 (V, 286) von Eros λάβρον ἐπαιγίζων; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen, Cyn. 2, 125, vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer, Hal. 2, 583.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαιγίσω;
s'élancer avec impétuosité sur ou dans.
Étymologie: ἐπί, αἰγίς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαιγίζω: бешено устремляться (ср. ἐπαιγίζων).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαιγίζω: (αἰγὶς) ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω, δὶς παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπὶ θυελλώδους ἀνέμου, ζέφυρος... λάβρος ἐπαιγίζων Ἰλ. Β. 148· οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος Ὀδ. Ο. 293· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, λάβρον ἐπαιγίζων Ἀνθ. Π. 5. 286· ― ἐπὶ ποταμοῦ πλημμυρήσαντος καὶ καταβαίνοντος μετὰ μεγάλης ὁρμῆς, αὐτὸς δ’ ἐν μεσάτοισιν ἐπαίγιζεν πεδίοισιν αἰὲν ἀεξόμενος Ὀππ. Κυνηγ. 2. 125· μετ’ αἰτ., πόντον ἐπαιγίζει, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, ὁ αὐτὸς ἐν Ἁλ. 2. 583. ― Πρβλ. καταιγίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαιγίζοντα· σφοδρότερον πνέοντα· καταιγίδες γὰρ αἱ τῶν ἀνέμων ἐμβολαί», καὶ «ἐπαιγίζων· ἐπικαταιγίζων, τουτέστι ἐπιπίπτων».

English (Autenrieth)

(αἰγίς): rush on, of winds, Il. 2.148, Od. 15.293.

Greek Monolingual

(Α)
1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώοὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος», Ομ. Οδ.)
2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα
3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά
4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιγίζω (< αιγίς) «σχίζω στα δύο»].

Greek Monotonic

ἐπαιγίζω: μέλ. -σω (αἰγίς II), ορμώ, ξεσπώ με μανία, λέγεται για θυελλώδη άνεμο, σε Όμηρ.

Middle Liddell

fut. σω αἰγίς II]
to rush furiously upon, of a stormy wind, Hom.