αγγείο: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(1) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α | |mltxt=το (Α ἀγγεῖον και ιων. [[ἀγγήιον]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] είδους (χάλκινο, πήλινο <b>κ.λπ.</b>) [[δοχείο]] με σκοπό [[κυρίως]] χρηστικό ([[τοποθέτηση]] και [[φύλαξη]] υγρών ή στερεών), [[αλλά]] μερικές φορές και με χαρακτήρα διακοσμητικό<br /><b>2.</b> [[αιμοφόρος]] ή [[λεμφοφόρος]] [[σωλήνας]] ανθρώπων και ζώων<br /><b>3.</b> αγωγό [[στοιχείο]] για τη [[μεταφορά]] διαφόρων υλικών [[μέσα]] στο [[φυτό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> «αισχρό ή βρομερό [[αγγείο]]», «[[αγγείο]] του Σατανά ή του διαβόλου» — [[άνθρωπος]] [[κακός]], [[αισχρός]], [[πρόστυχος]], [[πανούργος]], [[ικανός]] για [[κάθε]] κακή [[πράξη]] (ίσως από τη [[σημασία]] «ανθρώπινο [[σώμα]]» που η λ. [[αγγείο]] είχε στην αρχαία [[γλώσσα]]<br />πρβλ. και μτφ. σημασίες της λ. [[σκεύος]] στην Καινή Διαθήκη)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά για το [[νερό]]) [[υδρία]]<br /><b>2.</b> [[γουδί]]<br /><b>3.</b> ειδικό [[σκεύος]] όπου φύλασσαν χρήματα, [[χρηματοκιβώτιο]]<br /><b>4.</b> [[δερμάτινος]] [[σάκος]], [[ασκός]]<br /><b>5.</b> [[λάρνακα]], [[σαρκοφάγος]]<br /><b>6.</b> (για φυτά) η [[κάψα]]<br /><b>7.</b> (στην Ιατρική με διάφορες σημασίες) [[κυψέλη]], πνεύμονας, το γυναικείο [[στήθος]], [[πλακούντας]]<br /><b>8.</b> το ανθρώπινο [[σώμα]]<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> [[αγκαλιά]], [[λίκνο]] (<b>Πλάτ.</b> <i>Κριτίας</i> 111a: «θαλάττης ἀγγεῖον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγγος]], που [[σιγά]] [[σιγά]] πήρε τη [[θέση]] του.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγγείδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀγγειολογῶ</i>, [[ἀγγειοτομία]], [[ἀγγειώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγγειαλγία]], <i>αγγειεκτομή</i>, [[αγγειογράφος]], <i>αγγειοδιασταλτικός</i>, [[αγγειοθήκη]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 24 August 2022
Greek Monolingual
το (Α ἀγγεῖον και ιων. ἀγγήιον)
1. κάθε είδους (χάλκινο, πήλινο κ.λπ.) δοχείο με σκοπό κυρίως χρηστικό (τοποθέτηση και φύλαξη υγρών ή στερεών), αλλά μερικές φορές και με χαρακτήρα διακοσμητικό
2. αιμοφόρος ή λεμφοφόρος σωλήνας ανθρώπων και ζώων
3. αγωγό στοιχείο για τη μεταφορά διαφόρων υλικών μέσα στο φυτό
νεοελλ.
μτφ. «αισχρό ή βρομερό αγγείο», «αγγείο του Σατανά ή του διαβόλου» — άνθρωπος κακός, αισχρός, πρόστυχος, πανούργος, ικανός για κάθε κακή πράξη (ίσως από τη σημασία «ανθρώπινο σώμα» που η λ. αγγείο είχε στην αρχαία γλώσσα
πρβλ. και μτφ. σημασίες της λ. σκεύος στην Καινή Διαθήκη)
αρχ.
1. (ειδικά για το νερό) υδρία
2. γουδί
3. ειδικό σκεύος όπου φύλασσαν χρήματα, χρηματοκιβώτιο
4. δερμάτινος σάκος, ασκός
5. λάρνακα, σαρκοφάγος
6. (για φυτά) η κάψα
7. (στην Ιατρική με διάφορες σημασίες) κυψέλη, πνεύμονας, το γυναικείο στήθος, πλακούντας
8. το ανθρώπινο σώμα
9. μτφ. αγκαλιά, λίκνο (Πλάτ. Κριτίας 111a: «θαλάττης ἀγγεῖον»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγγος, που σιγά σιγά πήρε τη θέση του.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγγείδιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγγειολογῶ, ἀγγειοτομία, ἀγγειώδης
νεοελλ.
αγγειαλγία, αγγειεκτομή, αγγειογράφος, αγγειοδιασταλτικός, αγγειοθήκη].