δορίκρανος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(9) |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dorikranos | |Transliteration C=dorikranos | ||
|Beta Code=dori/kranos | |Beta Code=dori/kranos | ||
|Definition= | |Definition=δορίκρανον, [[spearheaded]], λόγχη [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]'' 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[à tête de lance]].<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[κράνος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=s. [[δορύκρανος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορίκρᾱνος:''' [[varia lectio|v.l.]] = [[δορύκρανος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δορίκρᾱνος''': -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148. | |lstext='''δορίκρᾱνος''': -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορίκρανος]], -ον (Α)<br />«δορικράνου λόγχης [[ἰσχύς]]» — η [[δύναμη]] της αιχμηρής λόγχης. | |mltxt=[[δορίκρανος]], -ον (Α)<br />«δορικράνου λόγχης [[ἰσχύς]]» — η [[δύναμη]] της αιχμηρής λόγχης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορίκρᾱνος:''' -ον ([[κάρα]]), αυτός που έχει [[λόγχη]] στην [[κορυφή]] του, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δορί]]-κρᾱνος, ον <i>adj</i> [[κάρα]]<br />[[spear]]-headed, Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 17 February 2024
English (LSJ)
δορίκρανον, spearheaded, λόγχη A.Pers. 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête de lance.
Étymologie: δόρυ, κράνος.
German (Pape)
s. δορύκρανος.
Russian (Dvoretsky)
δορίκρᾱνος: v.l. = δορύκρανος.
Greek (Liddell-Scott)
δορίκρᾱνος: -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148.
Greek Monolingual
δορίκρανος, -ον (Α)
«δορικράνου λόγχης ἰσχύς» — η δύναμη της αιχμηρής λόγχης.
Greek Monotonic
δορίκρᾱνος: -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.