εκφορά: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(11)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐκφορά]])<br /><b>1.</b> [[μεταφορά]] [[προς]] τα έξω, [[απομάκρυνση]]<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[κηδεία]], [[ξόδι]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[τρόπος]] συντάξεως μιας λέξεως ή προτάσεως<br />(μσν.αρχ.) η [[έξοδος]] του κύματος στην [[παραλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[κρέας]] τών θυσιών) [[αποκόμιση]], το να παίρνει [[ένας]] [[κρέας]] από θυσίες<br /><b>2.</b> [[διάδοση]], [[κοινολόγηση]] («λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῡ», Διογ. Λ.)<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) [[φυγή]]<br /><b>4.</b> η [[προς]] τα έξω [[φορά]], [[εκπνοή]]<br /><b>5.</b> [[προεξοχή]] οικοδομήματος<br /><b>6.</b> (για ιδέες) [[διατύπωση]], [[έκφραση]]<br /><b>7.</b> [[παρέκβαση]], [[παρέκκλιση]] από το [[πρέπον]]<br /><b>8.</b> παράγωγη [[λέξη]].
|mltxt=η (AM [[ἐκφορά]])<br /><b>1.</b> [[μεταφορά]] [[προς]] τα έξω, [[απομάκρυνση]]<br /><b>2.</b> (για νεκρό) [[κηδεία]], [[ξόδι]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[τρόπος]] συντάξεως μιας λέξεως ή προτάσεως<br />(μσν.αρχ.) η [[έξοδος]] του κύματος στην [[παραλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[κρέας]] τών θυσιών) [[αποκόμιση]], το να παίρνει [[ένας]] [[κρέας]] από θυσίες<br /><b>2.</b> [[διάδοση]], [[κοινολόγηση]] («λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ», Διογ. Λ.)<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) [[φυγή]]<br /><b>4.</b> η [[προς]] τα έξω [[φορά]], [[εκπνοή]]<br /><b>5.</b> [[προεξοχή]] οικοδομήματος<br /><b>6.</b> (για ιδέες) [[διατύπωση]], [[έκφραση]]<br /><b>7.</b> [[παρέκβαση]], [[παρέκκλιση]] από το [[πρέπον]]<br /><b>8.</b> παράγωγη [[λέξη]].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (AM ἐκφορά)
1. μεταφορά προς τα έξω, απομάκρυνση
2. (για νεκρό) κηδεία, ξόδι
3. γραμμ. ο τρόπος συντάξεως μιας λέξεως ή προτάσεως
(μσν.αρχ.) η έξοδος του κύματος στην παραλία
αρχ.
1. (για το κρέας τών θυσιών) αποκόμιση, το να παίρνει ένας κρέας από θυσίες
2. διάδοση, κοινολόγηση («λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ», Διογ. Λ.)
3. (για άλογο) φυγή
4. η προς τα έξω φορά, εκπνοή
5. προεξοχή οικοδομήματος
6. (για ιδέες) διατύπωση, έκφραση
7. παρέκβαση, παρέκκλιση από το πρέπον
8. παράγωγη λέξη.