εὐστροφία: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
(15) |
mNo edit summary |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efstrofia | |Transliteration C=efstrofia | ||
|Beta Code=eu)strofi/a | |Beta Code=eu)strofi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[suppleness]], [[versatility]], [[flexibility]], ἔν τινι Chrysipp.Stoic.3.178, cf. Porph.''Abst.''3.23; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, [[LXX]] ''Pr.''14.35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[facilité à se tourner en tous sens]], [[flexibilité]], [[souplesse]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔστροφος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Biegsamkeit]], [[Lenksamkeit]], [[Gewandtheit]]</i>, ἡ ἐν τούτοις εὐστρ. Chrysipp. bei Ath. I.18b; Plut. [[öfter]], τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις, [[Gewandtheit]] im [[schnellen]] [[Antworten]], <i>garrulit</i>. 17. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐστροφία:''' ἡ [[гибкость]], [[изворотливость]] (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐστροφία''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ στρέφεσθαι, [[εὐκινησία]], [[ἐπιτηδειότης]], ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α. | |lstext='''εὐστροφία''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ στρέφεσθαι, [[εὐκινησία]], [[ἐπιτηδειότης]], ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐστροφία]]) [[εύστροφος]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]] στο να στρέφεται και να κάμπτεται [[κάποιος]], [[ευκαμψία]], [[ευλυγισία]] (α. «[[εὐστροφία]] τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «[[ευστροφία]] χορεύτριας»)<br /><b>2.</b> (για πνευματικές ιδιότητες) [[ετοιμότητα]], [[οξύνοια]] («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]] στροφής από το ένα [[ζήτημα]] στο [[άλλο]], η [[γρηγοράδα]] στη [[σκέψη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προς]] το καλύτερο, [[βελτίωση]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐστροφία]]) [[εύστροφος]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]] στο να στρέφεται και να κάμπτεται [[κάποιος]], [[ευκαμψία]], [[ευλυγισία]] (α. «[[εὐστροφία]] τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «[[ευστροφία]] χορεύτριας»)<br /><b>2.</b> (για πνευματικές ιδιότητες) [[ετοιμότητα]], [[οξύνοια]] («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]] στροφής από το ένα [[ζήτημα]] στο [[άλλο]], η [[γρηγοράδα]] στη [[σκέψη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προς]] το καλύτερο, [[βελτίωση]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[flexibility]]=== | |||
Albanian: epshmëri; Arabic: مُرُونة; Armenian: ճկունություն; Catalan: flexibilitat; Czech: ohebnost; Danish: bøjelighed, fleksibilitet, smidighed; Esperanto: fleksebleco; Finnish: joustavuus; French: [[souplesse]], [[flexibilité]]; Galician: flexibilidade; Georgian: მოქნილობა, დრეკადობა; German: [[Flexibilität]]; Greek: [[ευελιξία]], [[ευκαμψία]]; Ancient Greek: [[εὐκάμπεια]], [[εὐκαμψία]], [[εὐστροφία]], [[ὑγρότας]], [[ὑγρότης]]; Hebrew: גְּמִישׁוּת; Italian: [[flessibilità]]; Japanese: 柔軟性, 可撓性, フレキシビリティ; Kurdish Northern Kurdish: çemînbarî; Latin: [[flexibilitas]]; Manx: so-lhoobaght, so-vioraght; Maori: ngohengohenga; Norwegian Bokmål: fleksibilitet, bøyelighet; Nynorsk: fleksibilitet; Polish: elastyczność; Portuguese: [[flexibilidade]]; Romanian: flexibilitate; Russian: [[гибкость]]; Slovak: flexibilita; Spanish: [[flexibilidad]]; Swedish: flexibilitet; Tagalog: pagkahutukin; Thai: ความยืดหยุ่น; Turkish: esneklik, elastikiyet | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:52, 5 November 2024
English (LSJ)
ἡ, suppleness, versatility, flexibility, ἔν τινι Chrysipp.Stoic.3.178, cf. Porph.Abst.3.23; τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plu. 2.510f, cf. 975a, LXX Pr.14.35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
facilité à se tourner en tous sens, flexibilité, souplesse.
Étymologie: εὔστροφος.
German (Pape)
ἡ, Biegsamkeit, Lenksamkeit, Gewandtheit, ἡ ἐν τούτοις εὐστρ. Chrysipp. bei Ath. I.18b; Plut. öfter, τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις, Gewandtheit im schnellen Antworten, garrulit. 17.
Russian (Dvoretsky)
εὐστροφία: ἡ гибкость, изворотливость (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστροφία: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ στρέφεσθαι, εὐκινησία, ἐπιτηδειότης, ἔν τινι Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 18Β· εὔστρ. πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Πλούτ. 2. 510F, πρβλ. 975Α.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐστροφία) εύστροφος
1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ευστροφία χορεύτριας»)
2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ' εὐστροφίας ὀξὺ πρὸς τὰς ἀπαντήσεις», Πλούτ.)
νεοελλ.
η επιδεξιότητα στροφής από το ένα ζήτημα στο άλλο, η γρηγοράδα στη σκέψη
μσν.
προς το καλύτερο, βελτίωση.
Translations
flexibility
Albanian: epshmëri; Arabic: مُرُونة; Armenian: ճկունություն; Catalan: flexibilitat; Czech: ohebnost; Danish: bøjelighed, fleksibilitet, smidighed; Esperanto: fleksebleco; Finnish: joustavuus; French: souplesse, flexibilité; Galician: flexibilidade; Georgian: მოქნილობა, დრეკადობა; German: Flexibilität; Greek: ευελιξία, ευκαμψία; Ancient Greek: εὐκάμπεια, εὐκαμψία, εὐστροφία, ὑγρότας, ὑγρότης; Hebrew: גְּמִישׁוּת; Italian: flessibilità; Japanese: 柔軟性, 可撓性, フレキシビリティ; Kurdish Northern Kurdish: çemînbarî; Latin: flexibilitas; Manx: so-lhoobaght, so-vioraght; Maori: ngohengohenga; Norwegian Bokmål: fleksibilitet, bøyelighet; Nynorsk: fleksibilitet; Polish: elastyczność; Portuguese: flexibilidade; Romanian: flexibilitate; Russian: гибкость; Slovak: flexibilita; Spanish: flexibilidad; Swedish: flexibilitet; Tagalog: pagkahutukin; Thai: ความยืดหยุ่น; Turkish: esneklik, elastikiyet