ζωογόνος: Difference between revisions
(16) |
(CSV import) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{LSJ2 | ||
| | |Full diacritics=ζωογόνος | ||
|Medium diacritics=ζωογόνος | |||
|Low diacritics=ζωογόνος | |||
|Capitals=ΖΩΟΓΟΝΟΣ | |||
|Transliteration A=zōogónos | |||
|Transliteration B=zōogonos | |||
|Transliteration C=zoogonos | |||
|Beta Code=zwogo/nos | |||
|Definition=ον, [[producing animals]], [[generative]], Aret. ''SD'' 2.5, Orph. ''H.'' 38.3; name of Apollo, ''AP'' 9.525.7; [[producing life]], Procl. ''Inst.'' 155; [[θεός]] Jul. ''Or.'' 5.175c, Dam. ''Pr.'' 267; [[ῥοίζημα]] ''ib.'' 282; [[ῥαθάμιγγες]] Procl. ''H.'' 1.10. | |||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui donne la vie ; fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γίγνομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />qui donne la vie ; fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ζωογόνος''': -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[σπέρμα]] Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· [[ὄνομα]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ [[ἑπτά]], [[διότι]] [[συχνάκις]] βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ [[φέρω]] ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM [[ζωογόνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, [[δημιουργός]] ζωής, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[ζωοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει ζωή (α. «[[ζωογόνος]] [[αέρας]]», Βάρν.<br />β. «[[ζωογόνος]] [[θεός]]», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, [[εμψυχωτής]] («[[ζωογόνος]] [[πίστις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), | |mltxt=(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM [[ζωογόνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, [[δημιουργός]] ζωής, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[ζωοποιός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει ζωή (α. «[[ζωογόνος]] [[αέρας]]», Βάρν.<br />β. «[[ζωογόνος]] [[θεός]]», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, [[εμψυχωτής]] («[[ζωογόνος]] [[πίστις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[τεκνογόνος]], [[τερατογόνος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=2 [ζωή]<br />[[life]]-[[bringing]], Anth. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[γόνιμος]]). Ἀπό τό [[ζωή]] + [[γενέσθαι]] τοῦ [[γίγνομαι]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[γίγνομαι]] καί στή λέξη [[ζωή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:40, 14 October 2022
English (LSJ)
ον, producing animals, generative, Aret. SD 2.5, Orph. H. 38.3; name of Apollo, AP 9.525.7; producing life, Procl. Inst. 155; θεός Jul. Or. 5.175c, Dam. Pr. 267; ῥοίζημα ib. 282; ῥαθάμιγγες Procl. H. 1.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne la vie ; fécond.
Étymologie: ζωός, γίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ζωογόνος: -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, παραγωγικός, γόνιμος, σπέρμα Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά, διότι συχνάκις βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ φέρω ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.
Greek Monolingual
(θηλ. και ζωογόνα), -ο (AM ζωογόνος, -ον)
1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός
2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν.
β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.)
3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες) αυτός που τονώνει ψυχικά ή ηθικά, εμψυχωτής («ζωογόνος πίστις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. τεκνογόνος, τερατογόνος.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=γόνιμος). Ἀπό τό ζωή + γενέσθαι τοῦ γίγνομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα γίγνομαι καί στή λέξη ζωή.