μόγος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(25)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mogos
|Transliteration C=mogos
|Beta Code=mo/gos
|Beta Code=mo/gos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">toil</b>, ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ <span class="bibl">Il.4.27</span>; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ <span class="title">IG</span>3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν <span class="bibl">Alciphr.1.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">trouble, distress</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1744</span> (lyr.). (Cf. Lith. <b class="b2">smagùs</b> 'heavy': the initial <b class="b2">s</b> is preserved in <b class="b3">σμογερός, σμυγερός</b>.)</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[toil]], ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ Il.4.27; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ ''IG''3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν Alciphr.1.17.<br><span class="bld">2</span> [[trouble]], [[distress]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1744 (lyr.). (Cf. Lith. smagùs '[[heavy]]': the initial [[s]] is preserved in [[σμογερός]], [[σμυγερός]].)
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[travail pénible]], [[effort]];<br /><b>2</b> [[souffrance]], [[douleur]].<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, faire un effort pénible.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0196.png Seite 196]] ὁ (vgl. [[μόγις]] u. [[μόχθος]], wie die abgeleiteten), Anstrengung, [[Mühe]] u. [[Arbeit]]; ἱδρῶ δ' ὃν ἴδρωσα μόγῳ, Il. 4, 27, wo es dem voranstehenden [[πόνος]] entspricht; [[μόγος]] ἔχει με, Soph. O. C. 1741, [[Leid]]; einzeln bei Sp., wie Alc. 1, 17.
}}
{{elru
|elrutext='''μόγος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[трудная работа]], [[труд]]: [[ἱδρώς]], ὃν ἵδρωσα μόγῳ Hom. пот, которым я обливалась трудясь;<br /><b class="num">2</b> [[страдание]], [[горе]]: μ. [[ἔχει]] (''[[sc.]]'' με) Soph. мне больно.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόγος''': -ου, ὁ, [[μόχθος]], [[κόπος]], ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) [[ταλαιπωρία]], [[κακοπάθεια]], Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. [[μόχθος]]. (Πρὸς τὰ [[μόγος]], [[μογέω]], [[μογερός]], πρβλ. [[μόγις]]· πρὸς τὸ [[μόλις]], πρβλ. Λατ. moles, molestus· - [[μόγος]], [[ὡσαύτως]] = [[μόχθος]], [[μετὰ]] παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. [[ἄχος]], [[ἄχθος]]).
|lstext='''μόγος''': -ου, ὁ, [[μόχθος]], [[κόπος]], ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) [[ταλαιπωρία]], [[κακοπάθεια]], Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. [[μόχθος]]. (Πρὸς τὰ [[μόγος]], [[μογέω]], [[μογερός]], πρβλ. [[μόγις]]· πρὸς τὸ [[μόλις]], πρβλ. Λατ. moles, molestus· - [[μόγος]], [[ὡσαύτως]] = [[μόχθος]], μετὰ παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. [[ἄχος]], [[ἄχθος]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> travail pénible, effort;<br /><b>2</b> souffrance, douleur.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, faire un effort pénible.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μόγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], [[κοπιώδης]] [[εργασία]] («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[στενοχώρια]] («[[μόγος]] ἔχει» <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της [[μόχθος]]. Παρ' όλα αυτά, η λ. [[μόγος]] θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. [[μογέω]] μετονοματικό παράγωγο. Αν η [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[σμογερόν]]<br />σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» [[είναι]] αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. [[μόγος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σμόγος</i>) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. <i>smagus</i> «[[βαρύς]], [[κουραστικός]]» και λεττον. <i>smag</i>(<i>r</i>)<i>s</i>. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, [[ομοιότητα]] της λέξης [[μόγος]] με τα [[μόχθος]], [[μοχλός]] δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].
|mltxt=[[μόγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], [[κοπιώδης]] [[εργασία]] («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[στενοχώρια]] («[[μόγος]] ἔχει» <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της [[μόχθος]]. Παρ' όλα αυτά, η λ. [[μόγος]] θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. [[μογέω]] μετονοματικό παράγωγο. Αν η [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[σμογερόν]]<br />σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» [[είναι]] αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. [[μόγος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σμόγος</i>) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. <i>smagus</i> «[[βαρύς]], [[κουραστικός]]» και λεττον. <i>smag</i>(<i>r</i>)<i>s</i>. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, [[ομοιότητα]] της λέξης [[μόγος]] με τα [[μόχθος]], [[μοχλός]] δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μόγος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[μόχθος]], [[δυσκολία]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]], [[στενοχώρια]], Λατ. [[labor]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> [[toil]], [[trouble]], Il.<br /><b class="num">2.</b> [[trouble]], [[distress]], Lat. [[labor]], Soph.
}}
{{trml
|trtx====[[toil]]===
Arabic: كَدْح‎; Egyptian Arabic: شقى‎; Azerbaijani: əmək, əziyyət, zəhmət; Bulgarian: тежка работа, трепане; Catalan: treball; Chinese Mandarin: 辛勞, 辛劳; Czech: dřina, lopota; Dutch: [[gezwoeg]]; Finnish: ahkerointi, uurastus; German: [[Mühe]]; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: [[κόπος]], [[μόχθος]]; Ancient Greek: [[κόπος]], [[πόνος]]; Hebrew: עָמָל‎; Irish: sclábhaíocht; Istriot: fadeîga; Italian: [[lavoro]], [[fatica]]; Latin: [[labor]]; Maori: whakarīrā; Polish: trud; Portuguese: [[labuta]]; Russian: [[труд]], [[работа]]; Serbo-Croatian: rabota; Swedish: slit; Venetian: fadiga
===[[hardship]]===
Arabic: مَشَقَّة‎, شِدَّة‎; Belarusian: цяжкасць, нягоды; Bulgarian: трудност, затруднение; Catalan: dificultats; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Dutch: [[ellende]]; Faroese: trupulleikar; Finnish: vaikeus, vastoinkäyminen, vaiva; French: [[difficultés]], [[misère]]; Galician: traballos, dificultade, apuro; Georgian: სირთულეები; German: [[Härte]], [[Not]], [[Entbehrung]], [[Mühsal]], [[Elend]], Beschwernis; Ancient Greek: [[μόχθος]]; Hindi: कष्ट, मशक्कत, सख्ती; Icelandic: þrengingar; Ido: privaco, sufro; Ilocano: rigat; Irish: anró; Italian: [[avversità]], [[difficoltà]]; Jamaican Creole: sufferation; Japanese: 苦難, 苦しみ, 難儀; Korean: 어려움; Kurdish Central Kurdish: ئەرک‎; Latin: [[aerumna]], [[difficultas]]; Maori: uauatanga, whakapāwera; Marathi: हालअपेष्टा; Middle English: anoy, noy; Mongolian: гачигдал, зовлон зүдүүр; Norwegian: motgang, lidelse; Old English: earfeþe; Persian: مشقت‎, سختی‎; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: [[dificuldade]], [[apuro]]; Romanian: greutate, dificultate, adversitate; Russian: [[трудность]], [[тяготы]], [[затруднение]], [[невзгоды]]; Scottish Gaelic: èiginn; Slovene: težava, stiska; Spanish: [[sufrimientos]], [[apuro]], [[penalidades]]; Telugu: ఇబ్బంది, కష్టం, ఇడుము; Turkish: zorluk; Ukrainian: трудність, труднощі, тяготи
}}
}}

Latest revision as of 06:48, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόγος Medium diacritics: μόγος Low diacritics: μόγος Capitals: ΜΟΓΟΣ
Transliteration A: mógos Transliteration B: mogos Transliteration C: mogos Beta Code: mo/gos

English (LSJ)

ὁ,
A toil, ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ Il.4.27; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ IG3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν Alciphr.1.17.
2 trouble, distress, S.OC1744 (lyr.). (Cf. Lith. smagùs 'heavy': the initial s is preserved in σμογερός, σμυγερός.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 travail pénible, effort;
2 souffrance, douleur.
Étymologie: R. Μογ, faire un effort pénible.

German (Pape)

[Seite 196] ὁ (vgl. μόγις u. μόχθος, wie die abgeleiteten), Anstrengung, Mühe u. Arbeit; ἱδρῶ δ' ὃν ἴδρωσα μόγῳ, Il. 4, 27, wo es dem voranstehenden πόνος entspricht; μόγος ἔχει με, Soph. O. C. 1741, Leid; einzeln bei Sp., wie Alc. 1, 17.

Russian (Dvoretsky)

μόγος:
1 трудная работа, труд: ἱδρώς, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Hom. пот, которым я обливалась трудясь;
2 страдание, горе: μ. ἔχει (sc. με) Soph. мне больно.

Greek (Liddell-Scott)

μόγος: -ου, ὁ, μόχθος, κόπος, ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) ταλαιπωρία, κακοπάθεια, Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. μόχθος. (Πρὸς τὰ μόγος, μογέω, μογερός, πρβλ. μόγις· πρὸς τὸ μόλις, πρβλ. Λατ. moles, molestus· - μόγος, ὡσαύτως = μόχθος, μετὰ παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. ἄχος, ἄχθος).

English (Autenrieth)

toil, Il. 4.27†.

Greek Monolingual

μόγος, ὁ (Α)
1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.)
2. ταλαιπωρία, στενοχώριαμόγος ἔχει» Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος. Παρ' όλα αυτά, η λ. μόγος θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. μογέω μετονοματικό παράγωγο. Αν η γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «σμογερόν
σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» είναι αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. μόγος (< σμόγος) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. smagus «βαρύς, κουραστικός» και λεττον. smag(r)s. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, ομοιότητα της λέξης μόγος με τα μόχθος, μοχλός δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].

Greek Monotonic

μόγος: -ου, ὁ,
1. μόχθος, δυσκολία, σε Ομήρ. Ιλ.
2. δυσκολία, στενοχώρια, Λατ. labor, σε Σοφ.

Middle Liddell

1. toil, trouble, Il.
2. trouble, distress, Lat. labor, Soph.

Translations

toil

Arabic: كَدْح‎; Egyptian Arabic: شقى‎; Azerbaijani: əmək, əziyyət, zəhmət; Bulgarian: тежка работа, трепане; Catalan: treball; Chinese Mandarin: 辛勞, 辛劳; Czech: dřina, lopota; Dutch: gezwoeg; Finnish: ahkerointi, uurastus; German: Mühe; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: κόπος, μόχθος; Ancient Greek: κόπος, πόνος; Hebrew: עָמָל‎; Irish: sclábhaíocht; Istriot: fadeîga; Italian: lavoro, fatica; Latin: labor; Maori: whakarīrā; Polish: trud; Portuguese: labuta; Russian: труд, работа; Serbo-Croatian: rabota; Swedish: slit; Venetian: fadiga

hardship

Arabic: مَشَقَّة‎, شِدَّة‎; Belarusian: цяжкасць, нягоды; Bulgarian: трудност, затруднение; Catalan: dificultats; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Dutch: ellende; Faroese: trupulleikar; Finnish: vaikeus, vastoinkäyminen, vaiva; French: difficultés, misère; Galician: traballos, dificultade, apuro; Georgian: სირთულეები; German: Härte, Not, Entbehrung, Mühsal, Elend, Beschwernis; Ancient Greek: μόχθος; Hindi: कष्ट, मशक्कत, सख्ती; Icelandic: þrengingar; Ido: privaco, sufro; Ilocano: rigat; Irish: anró; Italian: avversità, difficoltà; Jamaican Creole: sufferation; Japanese: 苦難, 苦しみ, 難儀; Korean: 어려움; Kurdish Central Kurdish: ئەرک‎; Latin: aerumna, difficultas; Maori: uauatanga, whakapāwera; Marathi: हालअपेष्टा; Middle English: anoy, noy; Mongolian: гачигдал, зовлон зүдүүр; Norwegian: motgang, lidelse; Old English: earfeþe; Persian: مشقت‎, سختی‎; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade, apuro; Romanian: greutate, dificultate, adversitate; Russian: трудность, тяготы, затруднение, невзгоды; Scottish Gaelic: èiginn; Slovene: težava, stiska; Spanish: sufrimientos, apuro, penalidades; Telugu: ఇబ్బంది, కష్టం, ఇడుము; Turkish: zorluk; Ukrainian: трудність, труднощі, тяготи