τρῆμα: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(41)
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
 
(36 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trima
|Transliteration C=trima
|Beta Code=trh=ma
|Beta Code=trh=ma
|Definition=ατος, τό, (τετραίνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">perforation, aperture, orifice</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>141</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>494b</span>, Gal.6.178,580; τὰ τ. τῶν οὐάτων <span class="bibl">Hp.<span class="title">Carn.</span>15</span>; <b class="b3">τ. τυφλόν</b> the <b class="b2">foramen</b> caecum in the skull, Gal.2.838; <b class="b3">τῆς ἀρτηρίας, [τοῦ αἰδοίου</b>], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>495a29</span>, <span class="bibl">497a25</span>; the <b class="b2">hole</b> in the beam of a balance, <span class="title">Theol.Ar.</span>29. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[τρύπημα]], sens. obsc., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>906</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span> 410</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of <b class="b2">the holes</b> or <b class="b2">pips of dice</b>, <span class="bibl">Amips.20</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[τετραίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[perforation]], [[aperture]], [[orifice]], Ar.V.141, Pl.Grg.494b, Gal.6.178,580; τὰ τ. τῶν οὐάτων Hp.Carn.15; τρῆμα τυφλόν the [[foramen]] [[caecum]] in the [[skull]], Gal.2.838; τῆς ἀρτηρίας, [τοῦ αἰδοίου], Arist.HA495a29, 497a25; the [[hole]] in the [[beam]] of a [[balance]], Theol.Ar.29.<br><span class="bld">2</span> = [[τρύπημα]], [[hole]], [[vagina]], [[sensu obsceno|sens. obsc.]], [[ἐκπέσοι σου τὸ τρῆμα]] = [[I hope your twat falls off]], Ar.Ec.906 (lyr.), Lys. 410.<br><span class="bld">II</span> of the [[hole]]s or [[pip]]s of [[dice]], Amips.20.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τρῆμα''': τό, (√ΤΡΑ, [[τετραίνω]]) ὀπή, [[ἄνοιγμα]], Λατ. foramen, Ἀριστοφ. Σφ. 141, Πλάτ. Γοργ. 494B· τὸ τρ. οὐάτων Ἱππ. 252. 37· τῆς ἀρτηρίας, τοῦ πνεύμονος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10, πρβλ. 17. 18. 2) = [[τρύπημα]] 2, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 906, Λυσ. 410. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀπῶν ἢ στιγμάτων τῶν κύβων, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5 ([[Πολυδ]]. Θ΄, 96).
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[trou]], [[ouverture]], [[orifice]];<br /><b>2</b> <i>[[pudenda muliebria]]</i>;<br />[[NT]]: [[trou d'une aiguille]].<br />'''Étymologie:''' [[τιτράω]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Durchbohrte]], Loch, [[Öffnung]]</i>; Ar. <i>Vesp</i>. 141; Plat. <i>Gorg</i>. 494b; Pol. 22.11.16 und [[sonst]]; bes. <i>die [[Löcher]] od. [[Punkte]] der [[Würfel]], Vetera Lexica</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=τρῆμα -ατος, τό [τετραίνω] opening, gat:; ἄθρει... τὸ τρῆμ’ ὅπως μὴ ᾽κδύσεται let op dat hij niet zal ontsnappen via het gat (van de waterafvoer) Aristoph. Ve. 141; τὰ τρήματα τῶν οὐάτων de gehoorgangen Hp. Carn. 15; seks.: [[ἐκπέσοι σου τὸ τρῆμα]] = [[ik hoop dat je kut uitzakt]] Aristoph. Eccl. 906.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> trou, ouverture, orifice;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τιτράω]].
|elrutext='''τρῆμα:''' ατος τό [[τετραίνω]] [[дыра]], [[отверстие]] Arph., Plat., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[τρῆμα]], ΝΜΑ<br />οπή, [[τρύπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν [[σχήμα]] οπής («ωοειδές [[τρήμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τρήματα βάσης κρανίου» — τρήματα στην [[περιοχή]] της βάσης του κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και [[νεύρα]] της κρανιακής κοιλότητας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αιδοίο]] («ἡ [[βάλανος]] ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις οπές ή τα στίγματα τών ζαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>τερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τετραίνω]], [[τιτρώσκω]], [[τείρω]], [[τέρετρο]]) και έχει σχηματιστεί με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
|mltxt=το / [[τρῆμα]], ΝΜΑ<br />οπή, [[τρύπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν [[σχήμα]] οπής («ωοειδές [[τρήμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τρήματα βάσης κρανίου» — τρήματα στην [[περιοχή]] της βάσης του κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και [[νεύρα]] της κρανιακής κοιλότητας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αιδοίο]] («ἡ [[βάλανος]] ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις οπές ή τα στίγματα τών ζαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>τερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τετραίνω]], [[τιτρώσκω]], [[τείρω]], [[τέρετρο]]) και έχει σχηματιστεί με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῆμα:''' -ατος, τό (τε-τραίνω), οπή, [[άνοιγμα]], [[τρύπα]], [[ρήγμα]], Λατ. [[foramen]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''τρῆμα''': τό, (√ΤΡΑ, [[τετραίνω]]) ὀπή, [[ἄνοιγμα]], Λατ. foramen, Ἀριστοφ. Σφ. 141, Πλάτ. Γοργ. 494B· τὸ τρ. οὐάτων Ἱππ. 252. 37· τῆς ἀρτηρίας, τοῦ πνεύμονος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10, πρβλ. 17. 18. 2) = [[τρύπημα]] 2, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 906, Λυσ. 410. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀπῶν ἢ στιγμάτων τῶν κύβων, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5 (Πολυδ. Θ΄, 96).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρῆμα]], ατος, τό, [[τετραίνω]]<br />a [[perforation]], [[hole]], [[aperture]], [[orifice]], Lat. [[foramen]], Ar., Plat.
}}
{{FriskDe
|ftr='''τρῆμα''': [[τρῆσις]], [[τρητός]]<br />{trē̃ma}<br />'''See also''': s. [[τετραίνω]].<br />'''Page''' 2,930
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':trÚphma 特呂胚馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':孔<br />'''字義溯源''':小孔,針眼,窗孔,眼;源自([[τρυμαλιά]])=針眼),而 ([[τρυμαλιά]])出自([[Τρυφῶσα]])X*=磨損)<br />'''出現次數''':總共(1);太(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 眼(1) 太19:24
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[hole]], [[perforation]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=[[τρύπημα]]). Ἀπό ρίζα τρα- τοῦ [[τετραίνω]] – [[τείρω]].
}}
{{trml
|trtx====[[perforation]]===
Bulgarian: перфорация; French: [[perforation]]; Greek: [[διάτρηση]], [[διακόρευση]]; Ancient Greek: [[τρῆμα]]; Italian: [[perforamento]]; Polish: perforacja
===[[aperture]]===
Bulgarian: отвор, отверстие; Chinese Mandarin: 孔; Danish: åbning; Dutch: [[opening]]; Finnish: aukko, reikä; French: [[ouverture]]; Georgian: სანათური, ხვრელი, ჭუჭრუტანა, ნაპრალი; German: [[Öffnung]]; Ancient Greek: [[τρῆμα]]; Italian: [[apertura]]; Japanese: 隙間; Latin: [[apertura]]; Manx: towl; Maori: pūaha; Norwegian Bokmål: åpning; Nynorsk: opning; Persian: روزنه‎; Polish: otwór, szpara, szczelina; Portuguese: [[abertura]]; Romanian: deschizătură; Russian: [[отверстие]], [[проём]]; Slovene: odprtina; Spanish: [[abertura]]; Swedish: öppning
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 15 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῆμα Medium diacritics: τρῆμα Low diacritics: τρήμα Capitals: ΤΡΗΜΑ
Transliteration A: trē̂ma Transliteration B: trēma Transliteration C: trima Beta Code: trh=ma

English (LSJ)

-ατος, τό, (τετραίνω)
A perforation, aperture, orifice, Ar.V.141, Pl.Grg.494b, Gal.6.178,580; τὰ τ. τῶν οὐάτων Hp.Carn.15; τρῆμα τυφλόν the foramen caecum in the skull, Gal.2.838; τῆς ἀρτηρίας, [τοῦ αἰδοίου], Arist.HA495a29, 497a25; the hole in the beam of a balance, Theol.Ar.29.
2 = τρύπημα, hole, vagina, sens. obsc., ἐκπέσοι σου τὸ τρῆμα = I hope your twat falls off, Ar.Ec.906 (lyr.), Lys. 410.
II of the holes or pips of dice, Amips.20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 trou, ouverture, orifice;
2 pudenda muliebria;
NT: trou d'une aiguille.
Étymologie: τιτράω.

German (Pape)

τό, das Durchbohrte, Loch, Öffnung; Ar. Vesp. 141; Plat. Gorg. 494b; Pol. 22.11.16 und sonst; bes. die Löcher od. Punkte der Würfel, Vetera Lexica.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρῆμα -ατος, τό [τετραίνω] opening, gat:; ἄθρει... τὸ τρῆμ’ ὅπως μὴ ᾽κδύσεται let op dat hij niet zal ontsnappen via het gat (van de waterafvoer) Aristoph. Ve. 141; τὰ τρήματα τῶν οὐάτων de gehoorgangen Hp. Carn. 15; seks.: ἐκπέσοι σου τὸ τρῆμα = ik hoop dat je kut uitzakt Aristoph. Eccl. 906.

Russian (Dvoretsky)

τρῆμα: ατος τό τετραίνω дыра, отверстие Arph., Plat., Arst.

Greek Monolingual

το / τρῆμα, ΝΜΑ
οπή, τρύπα
νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχήμα οπής («ωοειδές τρήμα»)
2. φρ. «τρήματα βάσης κρανίου» — τρήματα στην περιοχή της βάσης του κρανίου από τα οποία εισέρχονται ή εξέρχονται αγγεία και νεύρα της κρανιακής κοιλότητας
αρχ.
1. το αιδοίο («ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος», Αριστοφ.)
2. καθεμιά από τις οπές ή τα στίγματα τών ζαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τερη- (βλ. λ. τετραίνω, τιτρώσκω, τείρω, τέρετρο) και έχει σχηματιστεί με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

τρῆμα: -ατος, τό (τε-τραίνω), οπή, άνοιγμα, τρύπα, ρήγμα, Λατ. foramen, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῆμα: τό, (√ΤΡΑ, τετραίνω) ὀπή, ἄνοιγμα, Λατ. foramen, Ἀριστοφ. Σφ. 141, Πλάτ. Γοργ. 494B· τὸ τρ. οὐάτων Ἱππ. 252. 37· τῆς ἀρτηρίας, τοῦ πνεύμονος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10, πρβλ. 17. 18. 2) = τρύπημα 2, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 906, Λυσ. 410. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀπῶν ἢ στιγμάτων τῶν κύβων, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5 (Πολυδ. Θ΄, 96).

Middle Liddell

τρῆμα, ατος, τό, τετραίνω
a perforation, hole, aperture, orifice, Lat. foramen, Ar., Plat.

Frisk Etymology German

τρῆμα: τρῆσις, τρητός
{trē̃ma}
See also: s. τετραίνω.
Page 2,930

Chinese

原文音譯:trÚphma 特呂胚馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:孔
字義溯源:小孔,針眼,窗孔,眼;源自(τρυμαλιά)=針眼),而 (τρυμαλιά)出自(Τρυφῶσα)X*=磨損)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 眼(1) 太19:24

English (Woodhouse)

hole, perforation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό (=τρύπημα). Ἀπό ρίζα τρα- τοῦ τετραίνωτείρω.

Translations

perforation

Bulgarian: перфорация; French: perforation; Greek: διάτρηση, διακόρευση; Ancient Greek: τρῆμα; Italian: perforamento; Polish: perforacja

aperture

Bulgarian: отвор, отверстие; Chinese Mandarin: 孔; Danish: åbning; Dutch: opening; Finnish: aukko, reikä; French: ouverture; Georgian: სანათური, ხვრელი, ჭუჭრუტანა, ნაპრალი; German: Öffnung; Ancient Greek: τρῆμα; Italian: apertura; Japanese: 隙間; Latin: apertura; Manx: towl; Maori: pūaha; Norwegian Bokmål: åpning; Nynorsk: opning; Persian: روزنه‎; Polish: otwór, szpara, szczelina; Portuguese: abertura; Romanian: deschizătură; Russian: отверстие, проём; Slovene: odprtina; Spanish: abertura; Swedish: öppning