ὑλαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(42)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylaios
|Transliteration C=ylaios
|Beta Code=u(lai=os
|Beta Code=u(lai=os
|Definition=[ῡ], α, ον, (ὕλη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">belonging to the wood</b> or <b class="b2">forest, savage</b>, θήρ <span class="bibl">Theoc.23.10</span>; ἤθη <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>16.10</span>; <b class="b3">ἀνθοσύνη</b>, i.e. weeds, <span class="title">AP</span>11.365 (Agath.):—Ὑλαία, Ion. Ὑλ-αίη, ἡ, <b class="b2">a wild</b> district on the Borysthenes, <span class="bibl">Hdt.4.9</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">material, corporeal</b>, Zos.Alch.<span class="bibl">p.114B.</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">H.</span> 1.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> <b class="b2">concerned with matter</b>, θεοί <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>5.14</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>134</span>; <b class="b2">belonging to</b> <b class="b3">ὕλη</b>, opp. <b class="b3">ἐμπύριος</b> and <b class="b3">αἰθέριος</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Theol.Plat.</span>4.39</span>.</span>
|Definition=[ῡ], α, ον, ([[ὕλη]])<br><span class="bld">A</span> [[belonging to the wood]] or [[belonging to the forest]], [[savage]], [[θήρ]] Theoc.23.10; [[ἤθη]] Ael.''NA''16.10; [[ἀνθοσύνη]], i.e. [[weed]]s, ''AP''11.365 (Agath.):—[[Ὑλαία]], Ion. [[Ὑλαίη]], ἡ, a [[wild]] [[district]] on the [[Borysthenes]], [[Herodotus|Hdt.]]4.9, etc.<br><span class="bld">II</span> [[material]], [[corporeal]], Zos.Alch.p.114B., Procl.''H.'' 1.3.<br><span class="bld">b</span> [[concerned with matter]], θεοί Iamb.''Myst.''5.14, Dam.''Pr.''134; [[belonging to]] [[ὕλη]], opp. [[ἐμπύριος]] and [[αἰθέριος]], Procl.''Theol.Plat.''4.39.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1176.png Seite 1176]] 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, θήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη [[ἀνθοσύνη]], Agath. 71 (XI, 365); ἤθη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1176.png Seite 1176]] 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, θήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη [[ἀνθοσύνη]], Agath. 71 (XI, 365); ἤθη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[de bois]], [[de forêt]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλαῖος:''' (ῡ) лесной ([[θήρ]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλαῖος''': -α, -ον, (ὕλη) ὁ ἀνήκων εἰς ὕλην, [[δάσος]], [[ἄγριος]], θὴρ ὑλ. Θεόκρ. 23. 10· ἤθη Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑλ. [[ἀνθοσύνη]], πόα τοῦ δάσους, Ἀνθ. Π. 11. 365· - ἐν Ξεν. Κυν. 7. 5. τὸ [[ὄνομα]] κυνός· - Ὑλαία, Ἰων. -αίη, ἡ, [[χώρα]] [[ὑλώδης]] παρὰ τὸν Βορυσθένη ποταμὸν (Δνείπερον), Ἡρόδ. 4. 9, κλπ. ΙΙ. [[ὑλικός]], [[σωματικός]], Πρόκλ. Ὑμν. εἰς τὸν Ἥλιον 3, Συνέσ., κλπ.
|lstext='''ὑλαῖος''': -α, -ον, (ὕλη) ὁ ἀνήκων εἰς ὕλην, [[δάσος]], [[ἄγριος]], θὴρ ὑλ. Θεόκρ. 23. 10· ἤθη Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑλ. [[ἀνθοσύνη]], πόα τοῦ δάσους, Ἀνθ. Π. 11. 365· - ἐν Ξεν. Κυν. 7. 5. τὸ [[ὄνομα]] κυνός· - Ὑλαία, Ἰων. -αίη, ἡ, [[χώρα]] [[ὑλώδης]] παρὰ τὸν Βορυσθένη ποταμὸν (Δνείπερον), Ἡρόδ. 4. 9, κλπ. ΙΙ. [[ὑλικός]], [[σωματικός]], Πρόκλ. Ὑμν. εἰς τὸν Ἥλιον 3, Συνέσ., κλπ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=α, ον :<br />de bois, de forêt.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
|mltxt=-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο [[δάσος]], ή αυτός που ζει στο [[δάσος]], ο [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] σκύλου<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο [[είναι]] κατασκευασμένο ένα [[αντικείμενο]], ο [[υλικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ὑλαία</i> και <i>Ὑλαίη</i><br />[[δασώδης]] [[χώρα]] της Σκυθίας [[κοντά]] στον Βορυσθένη ποταμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μοιραῖος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλαῖος:''' -α, -ον ([[ὕλη]]), [[δασικός]], [[άγριος]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο [[δάσος]], ή αυτός που ζει στο [[δάσος]], ο [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] σκύλου<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο [[είναι]] κατασκευασμένο ένα [[αντικείμενο]], ο [[υλικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ὑλαία</i> και <i>Ὑλαίη</i><br />[[δασώδης]] [[χώρα]] της Σκυθίας [[κοντά]] στον Βορυσθένη ποταμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>)].
|mdlsjtxt=[[ὑλαῖος]], η, ον [ὕλη]<br />of the [[forest]], [[savage]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλαῖος Medium diacritics: ὑλαῖος Low diacritics: υλαίος Capitals: ΥΛΑΙΟΣ
Transliteration A: hylaîos Transliteration B: hylaios Transliteration C: ylaios Beta Code: u(lai=os

English (LSJ)

[ῡ], α, ον, (ὕλη)
A belonging to the wood or belonging to the forest, savage, θήρ Theoc.23.10; ἤθη Ael.NA16.10; ἀνθοσύνη, i.e. weeds, AP11.365 (Agath.):—Ὑλαία, Ion. Ὑλαίη, ἡ, a wild district on the Borysthenes, Hdt.4.9, etc.
II material, corporeal, Zos.Alch.p.114B., Procl.H. 1.3.
b concerned with matter, θεοί Iamb.Myst.5.14, Dam.Pr.134; belonging to ὕλη, opp. ἐμπύριος and αἰθέριος, Procl.Theol.Plat.4.39.

German (Pape)

[Seite 1176] 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, θήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη ἀνθοσύνη, Agath. 71 (XI, 365); ἤθη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bois, de forêt.
Étymologie: ὕλη.

Russian (Dvoretsky)

ὑλαῖος: (ῡ) лесной (θήρ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλαῖος: -α, -ον, (ὕλη) ὁ ἀνήκων εἰς ὕλην, δάσος, ἄγριος, θὴρ ὑλ. Θεόκρ. 23. 10· ἤθη Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑλ. ἀνθοσύνη, πόα τοῦ δάσους, Ἀνθ. Π. 11. 365· - ἐν Ξεν. Κυν. 7. 5. τὸ ὄνομα κυνός· - Ὑλαία, Ἰων. -αίη, ἡ, χώρα ὑλώδης παρὰ τὸν Βορυσθένη ποταμὸν (Δνείπερον), Ἡρόδ. 4. 9, κλπ. ΙΙ. ὑλικός, σωματικός, Πρόκλ. Ὑμν. εἰς τὸν Ἥλιον 3, Συνέσ., κλπ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο δάσος, ή αυτός που ζει στο δάσος, ο άγριος
2. ονομασία σκύλου
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο, ο υλικός
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὑλαία και Ὑλαίη
δασώδης χώρα της Σκυθίας κοντά στον Βορυσθένη ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραῖος)].

Greek Monotonic

ὑλαῖος: -α, -ον (ὕλη), δασικός, άγριος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὑλαῖος, η, ον [ὕλη]
of the forest, savage, Theocr.