ἐξεταστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksetastikos
|Transliteration C=eksetastikos
|Beta Code=e)cetastiko/s
|Beta Code=e)cetastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of examining into</b>, τῶν ἔργων <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.1.7</span>; ἐ. καὶ κριτικός <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>64</span>; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν <b class="b2">exacting</b>, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>7p.429M.</span>: abs., <b class="b2">fitted for inquiry</b>, of Dialectic, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>101b3</span> (in <span class="bibl"><span class="title">Po.</span>1455a34</span> <b class="b3">ἐκστατικοί</b> is prob. l.). Adv. -κῶς <span class="bibl">D.17.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3"></b>. (sc. <b class="b3">ἀργύριον</b>), τό, <b class="b2">salary of an</b> <b class="b3">ἐξεταστής</b>, <span class="bibl">Id.13.4</span>.</span>
|Definition=ἐξεταστική, ἐξεταστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of examining into]], τῶν ἔργων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.1.7; ἐ. καὶ κριτικός Luc.''Herm.''64; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν [[exacting]], Hierocl.''in CA''7p.429M.: abs., [[fitted for inquiry]], of Dialectic, Arist.''Top.''101b3 (in ''Po.''1455a34 [[ἐκστατικοί]] is prob. l.). Adv. [[ἐξεταστικῶς]] D.17.13.<br><span class="bld">II</span> [[]]. (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]), τό, [[salary of an]] [[ἐξεταστής]], Id.13.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ [[παρασκευή]] Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ [[παρασκευή]] Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[propre à rechercher]], [[à examiner]];<br /><b>2</b> [[qui recherche]] <i>ou</i> examine.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξετάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεταστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[умеющий исследовать]], [[тщательно разбирающий]] (τῶν ἔργων Xen.; κριτικὸς καὶ ἐ. Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[исследующий]] ([[διαλεκτική]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] νὰ ἐξετάζῃ, [[μετὰ]] γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., [[ἐρευνητικός]], περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
|lstext='''ἐξεταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] νὰ ἐξετάζῃ, μετὰ γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., [[ἐρευνητικός]], περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre à rechercher, à examiner;<br /><b>2</b> qui recherche <i>ou</i> examine.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξετάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξεταστικός:''' -ή, -όν ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]], [[αρμόδιος]] να εξετάζει, <i>τινος</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ερευνητικός]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐξ</i>. (ενν. [[ἀργύριον]]), <i>τό</i>, ο [[μισθός]] ενός <i>ἐξεταστοῦ</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξεταστικός:''' -ή, -όν ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]], [[αρμόδιος]] να εξετάζει, <i>τινος</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ερευνητικός]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐξ</i>. (ενν. [[ἀργύριον]]), <i>τό</i>, ο [[μισθός]] ενός <i>ἐξεταστοῦ</i>, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξεταστικός]], ή, όν [[ἐξετάζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[capable]] of examining [[into]], τινός Xen.:—absol. [[inquiring]], Xen.:—adv. -κῶς, Dem.<br /><b class="num">II.</b> ἐξ. (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]), the [[salary]] of an [[ἐξεταστής]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεταστικός Medium diacritics: ἐξεταστικός Low diacritics: εξεταστικός Capitals: ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exetastikós Transliteration B: exetastikos Transliteration C: eksetastikos Beta Code: e)cetastiko/s

English (LSJ)

ἐξεταστική, ἐξεταστικόν,
A capable of examining into, τῶν ἔργων X.Mem.1.1.7; ἐ. καὶ κριτικός Luc.Herm.64; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν exacting, Hierocl.in CA7p.429M.: abs., fitted for inquiry, of Dialectic, Arist.Top.101b3 (in Po.1455a34 ἐκστατικοί is prob. l.). Adv. ἐξεταστικῶς D.17.13.
II . (sc. ἀργύριον), τό, salary of an ἐξεταστής, Id.13.4.

German (Pape)

[Seite 879] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ παρασκευή Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 propre à rechercher, à examiner;
2 qui recherche ou examine.
Étymologie: ἐξετάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεταστικός:
1 умеющий исследовать, тщательно разбирающий (τῶν ἔργων Xen.; κριτικὸς καὶ ἐ. Luc.);
2 исследующий (διαλεκτική Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεταστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειοςἁρμόδιος νὰ ἐξετάζῃ, μετὰ γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., ἐρευνητικός, περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐξεταστικός, -ή, -όν) εξεταστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση, ο ικανός να εξετάζει («εξεταστική επιτροπή»)
αρχ.
1. ο κατάλληλος ν' αναζητεί την αλήθεια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεταστικόν
αμοιβή εξεταστή, εξέταστρα.

Greek Monotonic

ἐξεταστικός: -ή, -όν (ἐξετάζω),
I. ικανός, αρμόδιος να εξετάζει, τινος, σε Ξεν.· απόλ., ερευνητικός, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Δημ.
II. ἐξ. (ενν. ἀργύριον), τό, ο μισθός ενός ἐξεταστοῦ, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐξεταστικός, ή, όν ἐξετάζω
I. capable of examining into, τινός Xen.:—absol. inquiring, Xen.:—adv. -κῶς, Dem.
II. ἐξ. (sc. ἀργύριον), the salary of an ἐξεταστής, Dem.