φακῆ: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(6)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faki
|Transliteration C=faki
|Beta Code=fakh=
|Beta Code=fakh=
|Definition=ῆς, ἡ, contr. for <b class="b3">φακέα</b>, a form found in <span class="bibl">Epich.33</span>, ridiculed by <span class="bibl">Euphro 3</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dish of lentils</b> (φακοί), <b class="b2">lentil-soup</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1007</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span>811</span>, al., <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span>, <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.112.77</span> (iii B. C.), etc.; in parodies of <span class="title">Trag.Adesp.</span>89,92 ap.<span class="bibl">Ath.4.156f</span>: prov. <b class="b3">τοὐπὶ τῇ φ. μύρον</b> 'pearls before swine', <span class="bibl">Sopat.14</span>, <span class="bibl">Clearch.53</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>1.19.2</span>; title of Menippean satire by Varro; ὅταν φακῆν ἕψητε μὴ 'πιχεῖν μύρον <span class="bibl">Stratt.45</span>.</span>
|Definition=-ῆς, ἡ, contr. for [[φακέα]], a form found in Epich.33, ridiculed by Euphro 3:—[[dish of lentils]] ([[φακοί]]), [[lentil-soup]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1007, ''V.''811, al., Diocl.Fr.141, ''PHib.''1.112.77 (iii B. C.), etc.; in parodies of ''Trag.Adesp.''89,92 ap.Ath.4.156f: [[proverb|prov.]] <b class="b3">τοὐπὶ τῇ φ. μύρον</b> 'pearls before swine', Sopat.14, Clearch.53, Cic.''Att.''1.19.2; title of Menippean satire by Varro; ὅταν φακῆν ἕψητε μὴ 'πιχεῖν μύρον Stratt.45.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ἡ, 1) die Hülsenfrucht der Linse. – 2) bes. die daraus bereitete Speise, das Linsengericht; Ar. Equ. 1002 Vesp. 811 Plut. 192 u. öfter; Ath. IV, 158; Phanias bei Ath. IX, 406 allgemein von Hülsenfrüchten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ἡ, 1) die Hülsenfrucht der Linse. – 2) bes. die daraus bereitete Speise, das Linsengericht; Ar. Equ. 1002 Vesp. 811 Plut. 192 u. öfter; Ath. IV, 158; Phanias bei Ath. IX, 406 allgemein von Hülsenfrüchten.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>p. contr. p.</i> [[φακέα]];<br />plat <i>ou</i> purée de lentilles.<br />'''Étymologie:''' fém. de *φακέος, dér. de [[φακός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰκῆ:''' ἡ [[чечевица или чечевичная похлебка]] Arph., Xen., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰκῆ''': ῆς, ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[φακέα]], τὸν τὺπον δὲ τοῦτον καταγελᾷ ὁ Εὔφρων, ἐπὰν δὲ καλέσῃ… φακέαν τὴν φακῆν, τί δεῖ ποιεῖν; ὁ αὐτ. ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1 (ἴδε Meineke). ― ὡς καὶ νῦν, [[ἔδεσμα]] ἐκ φακῶν (φακοί), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1007, Σφ. 811, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 156-8, καὶ ἴδε [[φακός]]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 312.
|lstext='''φᾰκῆ''': ῆς, ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[φακέα]], τὸν τὺπον δὲ τοῦτον καταγελᾷ ὁ Εὔφρων, ἐπὰν δὲ καλέσῃ… φακέαν τὴν φακῆν, τί δεῖ ποιεῖν; ὁ αὐτ. ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1 (ἴδε Meineke). ― ὡς καὶ νῦν, [[ἔδεσμα]] ἐκ φακῶν (φακοί), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1007, Σφ. 811, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 156-8, καὶ ἴδε [[φακός]]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 312.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>p. contr. p.</i> [[φακέα]];<br />plat <i>ou</i> purée de lentilles.<br />'''Étymologie:''' fém. de *φακέος, dér. de [[φακός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φᾰκῆ:''' -ῆς, ἡ, [[πιάτο]] με φακές (<i>φακοί</i>), [[σούπα]] φακές, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φᾰκῆ:''' -ῆς, ἡ, [[πιάτο]] με φακές (<i>φακοί</i>), [[σούπα]] φακές, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[dish]] of lentils (φακοί), [[lentil]]-[[soup]], Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[lentil soup]]
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰκῆ Medium diacritics: φακῆ Low diacritics: φακή Capitals: ΦΑΚΗ
Transliteration A: phakē̂ Transliteration B: phakē Transliteration C: faki Beta Code: fakh=

English (LSJ)

-ῆς, ἡ, contr. for φακέα, a form found in Epich.33, ridiculed by Euphro 3:—dish of lentils (φακοί), lentil-soup, Ar.Eq.1007, V.811, al., Diocl.Fr.141, PHib.1.112.77 (iii B. C.), etc.; in parodies of Trag.Adesp.89,92 ap.Ath.4.156f: prov. τοὐπὶ τῇ φ. μύρον 'pearls before swine', Sopat.14, Clearch.53, Cic.Att.1.19.2; title of Menippean satire by Varro; ὅταν φακῆν ἕψητε μὴ 'πιχεῖν μύρον Stratt.45.

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, 1) die Hülsenfrucht der Linse. – 2) bes. die daraus bereitete Speise, das Linsengericht; Ar. Equ. 1002 Vesp. 811 Plut. 192 u. öfter; Ath. IV, 158; Phanias bei Ath. IX, 406 allgemein von Hülsenfrüchten.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
p. contr. p. φακέα;
plat ou purée de lentilles.
Étymologie: fém. de *φακέος, dér. de φακός.

Russian (Dvoretsky)

φᾰκῆ:чечевица или чечевичная похлебка Arph., Xen., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰκῆ: ῆς, ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ φακέα, τὸν τὺπον δὲ τοῦτον καταγελᾷ ὁ Εὔφρων, ἐπὰν δὲ καλέσῃ… φακέαν τὴν φακῆν, τί δεῖ ποιεῖν; ὁ αὐτ. ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1 (ἴδε Meineke). ― ὡς καὶ νῦν, ἔδεσμα ἐκ φακῶν (φακοί), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1007, Σφ. 811, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀθήν. 156-8, καὶ ἴδε φακός. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 312.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φακέα Α
βοτ. κοινή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λενς, που ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή ή φαβίδες
β) κοινή, σήμερα, ονομασία του είδους φυτών Lens esculenta ή Lens culinaris και του εδώδιμου σπέρματός του, που αποτελεί μια από τις αρχαιότερες καλλιεργούμενες τροφές του ανθρώπου και πολυτιμότατο όσπριο
νεοελλ.
φρ. α) «αντί πινακίου φακής» — αντί μηδαμινής αμοιβής, με ευτελές αντάλλαγμα
β) «παλληκάρι της φακής»
ειρων. θρασύδειλος
γ) «φακή τών νερών»
βοτ. κοινή ονομασία τριών ειδών του γένους φυτών λέμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. - / -έα (πρβλ. συκ- / -έα)].

Greek Monotonic

φᾰκῆ: -ῆς, ἡ, πιάτο με φακές (φακοί), σούπα φακές, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

a dish of lentils (φακοί), lentil-soup, Ar.

English (Woodhouse)

lentil soup

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)