ἀργήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(3)
mNo edit summary
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argieis
|Transliteration C=argieis
|Beta Code=a)rgh/eis
|Beta Code=a)rgh/eis
|Definition=εσσα, εν: Dor. ἀργάεις, contr. ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. <b class="b3">ἀργός</b>):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">white, shining</b>, ταῦρον ἀργᾶντα <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.69</span>; <b class="b3">ἐν ἀργάεντι</b> (v.l. [[ἀργινόεντι]]) μαστῷ <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>4.8</span>; <b class="b3">οἰωνός . . ἔξοπιν ἀργᾶς</b>, = [[πύγαργος]], prob. in <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>115</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις]] <span class="bibl">Orph. <span class="title">A.</span>128</span>, cf. <span class="bibl">685</span>.</span>
|Definition=ἀργήεσσα, ἀργήεν: Dor. [[ἀργάεις]], contr. [[ἀργᾶς]], gen. ἀργᾶντος: (v. [[ἀργός]]):—<br><span class="bld">A</span> [[white]], [[shining]], ταῦρον ἀργᾶντα Pi.''O.''13.69; <b class="b3">ἐν ἀργάεντι</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀργινόεντι]]) μαστῷ Id.''P.''4.8; <b class="b3">οἰωνός.. ἔξοπιν ἀργᾶς</b>, = [[πύγαργος]], prob. in A.''Ag.''115 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> = [[ἀργεστής]] ([[clearing]], [[brightening]], [[that makes clear]]), ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. ''A.''128, cf. 685.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀργήεις''': εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε [[ἀργός]]): - [[λευκός]], λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ [[οὕτως]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ [[ἀργίας]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. [[πύγαργος]]: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ [[ἀργεστής]].
|dgtxt=-εσσα, -εν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀργάεις]] Pi.<i>O</i>.13.69; contr. [[ἀργᾶς]], ἀργᾶντος A.<i>A</i>.115<br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. fem. plu. [[ἀργήεις]] Nic.<i>Fr</i>.74.26]<br /><b class="num">1</b> [[blanco brillante]] ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν [[ἀργᾶς]] águila de cola blanca</i> A.l.c., κάλυκες ... [[ἀργήεις]] πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos</i> Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.<i>SHell</i>.472.3.<br /><b class="num">2</b> [[que aclara]] el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo</i> Orph.<i>A</i>.125.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν ; <i>gén.</i> ήεντος;<br /><i>p. contr.</i> [[ἀργῇς]], ῆσσα, ῆν ; <i>gén.</i> ῆντος;<br /><i>c.</i> [[ἀργής]].
|btext=ήεσσα, ῆεν ; <i>gén.</i> ήεντος;<br /><i>p. contr.</i> [[ἀργῇς]], ῆσσα, ῆν ; <i>gén.</i> ῆντος;<br /><i>c.</i> [[ἀργής]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=-εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀργάεις]] Pi.<i>O</i>.13.69; contr. [[ἀργᾶς]], -ᾶντος A.<i>A</i>.115<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. fem. plu. [[ἀργήεις]] Nic.<i>Fr</i>.74.26]<br /><b class="num">1</b> [[blanco brillante]] ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν [[ἀργᾶς]] águila de cola blanca</i> A.l.c., κάλυκες ... [[ἀργήεις]] πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos</i> Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.<i>SHell</i>.472.3.<br /><b class="num">2</b> [[que aclara]] el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo</i> Orph.<i>A</i>.125.
|ptext=εσσα, εν, <i>[[glänzend]], [[weißschimmernd]]</i>, [[μαστός]] Pind. <i>P</i>. 4.8 (s. [[ἀργᾶς]]); [[κεραυνός]] Luc. <i>Tim</i>. 1; [[ἔλαιον]] Nic. <i>Al</i>. 98, <i>[[durchsichtig]]</i>, [[wofür]] aber <i>Th</i>. 105 ἀργῆτος ἐλαίου steht; ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. <i>Arg</i>. 125, [[wofür]] 685 ἀργῆσιν, [[erinnert]] an [[ἀργεστής]]. Vgl. Βορέαο ἀργῆντα [[κέλευθα]] Opp. <i>Cyn</i>. 2.140.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[ἀργάεις]], стяж. [[ἀργᾷς]] Pind. = [[ἀργής]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀργήεις''': εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε [[ἀργός]]): - [[λευκός]], λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ [[οὕτως]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ [[ἀργίας]] ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. [[πύγαργος]]: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ [[ἀργεστής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργήεις]], -εσσα, -εν και [[ἀργάεις]] και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)<br /><b>1.</b> [[λευκός]] («ταῡρον ἀργᾱντα»<sub>(</sub>«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αστραφτερός]], [[στιλπνός]] («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αργή</i>- του [[αργής]], τ. επιτεταμένος με το [[επίθημα]] -<i>Fεντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δενδρήεις]], [[θυήεις]], [[μεσήεις]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀργήεις]], -εσσα, -εν και [[ἀργάεις]] και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)<br /><b>1.</b> [[λευκός]] («ταῦρον ἀργᾱντα»<sub>(</sub>«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αστραφτερός]], [[στιλπνός]] («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αργή</i>- του [[αργής]], τ. επιτεταμένος με το [[επίθημα]] -<i>Fεντ</i>- ([[πρβλ]]. [[δενδρήεις]], [[θυήεις]], [[μεσήεις]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργήεις:''' -εσσα, -εν, Δωρ. [[ἀργάεις]], συνηρ. [[ἀργᾷς]] ([[ἀργός]]), [[λευκός]], [[λαμπερός]], σε Πίνδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀργήεις:''' -εσσα, -εν, Δωρ. [[ἀργάεις]], συνηρ. [[ἀργᾷς]] ([[ἀργός]]), [[λευκός]], [[λαμπερός]], σε Πίνδ., Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀργός]]<br />[[shining]], [[white]], Pind., Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 05:37, 26 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργήεις Medium diacritics: ἀργήεις Low diacritics: αργήεις Capitals: ΑΡΓΗΕΙΣ
Transliteration A: argḗeis Transliteration B: argēeis Transliteration C: argieis Beta Code: a)rgh/eis

English (LSJ)

ἀργήεσσα, ἀργήεν: Dor. ἀργάεις, contr. ἀργᾶς, gen. ἀργᾶντος: (v. ἀργός):—
A white, shining, ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι) μαστῷ Id.P.4.8; οἰωνός.. ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag.115 (lyr.).
2 = ἀργεστής (clearing, brightening, that makes clear), ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. A.128, cf. 685.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. ἀργάεις Pi.O.13.69; contr. ἀργᾶς, ἀργᾶντος A.A.115
• Morfología: [nom. fem. plu. ἀργήεις Nic.Fr.74.26]
1 blanco brillante ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν ἀργᾶς águila de cola blanca A.l.c., κάλυκες ... ἀργήεις πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.SHell.472.3.
2 que aclara el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo Orph.A.125.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν ; gén. ήεντος;
p. contr. ἀργῇς, ῆσσα, ῆν ; gén. ῆντος;
c. ἀργής.

German (Pape)

εσσα, εν, glänzend, weißschimmernd, μαστός Pind. P. 4.8 (s. ἀργᾶς); κεραυνός Luc. Tim. 1; ἔλαιον Nic. Al. 98, durchsichtig, wofür aber Th. 105 ἀργῆτος ἐλαίου steht; ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. Arg. 125, wofür 685 ἀργῆσιν, erinnert an ἀργεστής. Vgl. Βορέαο ἀργῆντα κέλευθα Opp. Cyn. 2.140.

Russian (Dvoretsky)

ἀργήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ἀργάεις, стяж. ἀργᾷς Pind. = ἀργής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε ἀργός): - λευκός, λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ οὕτως ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ ἀργίας ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. πύγαργος: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ ἀργεστής.

Greek Monolingual

ἀργήεις, -εσσα, -εν και ἀργάεις και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)
1. λευκός («ταῦρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.)
2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή- του αργής, τ. επιτεταμένος με το επίθημα -Fεντ- (πρβλ. δενδρήεις, θυήεις, μεσήεις κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀργήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. ἀργάεις, συνηρ. ἀργᾷς (ἀργός), λευκός, λαμπερός, σε Πίνδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

ἀργός
shining, white, Pind., Aesch.