κισσοποίητος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kissopoiitos
|Transliteration C=kissopoiitos
|Beta Code=kissopoi/htos
|Beta Code=kissopoi/htos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of ivy</b>, δούρατα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Bacch.</span>1</span>.</span>
|Definition=κισσοποίητον, [[made of ivy]], δούρατα Luc.''Bacch.''1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.
}}
{{elru
|elrutext='''κισσοποίητος:''' атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κισσοποίητος:''' -ον ([[ποιέω]]), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.
|lsmtext='''κισσοποίητος:''' -ον ([[ποιέω]]), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κισσο]]-ποίητος, ον [[ποιέω]]<br />made of ivy, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοποίητος Medium diacritics: κισσοποίητος Low diacritics: κισσοποίητος Capitals: ΚΙΣΣΟΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: kissopoíētos Transliteration B: kissopoiētos Transliteration C: kissopoiitos Beta Code: kissopoi/htos

English (LSJ)

κισσοποίητον, made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.

German (Pape)

[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.

Russian (Dvoretsky)

κισσοποίητος: атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.

Greek Monolingual

κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κισσοποίητος: -ον (ποιέω), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.

Middle Liddell

κισσο-ποίητος, ον ποιέω
made of ivy, Luc.