κολακεύω: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolakeyo
|Transliteration C=kolakeyo
|Beta Code=kolakeu/w
|Beta Code=kolakeu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be a flatterer</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>48</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>538b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Grg.</span>521b</span>, <span class="bibl">Antiph.144.2</span>, <span class="bibl">Diod.Com.2.34</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.66 W. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b2">flatter</b>, <span class="bibl">And.4.16</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.1.17</span>, <span class="bibl">Isoc.4.155</span>, <span class="bibl">Ephipp.6</span>, etc.; τὴν πόλιν Pl.<span class="title">Alc.</span>1.120b: metaph., <b class="b3">τὴν κατάποσιν κ</b>. Muson.<span class="title">Fr.</span>18Ap.97 H.:—Pass., <b class="b2">to be flattered, be open to flattery</b>, <span class="bibl">Democr.115</span>, <span class="bibl">D.8.34</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., <b class="b2">soften, render mild</b>, Alex. Trall.<span class="bibl">1.11</span>, al.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[be a flatterer]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''48, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 538b, ''Grg.''521b, Antiph.144.2, Diod.Com.2.34, Phld.''Ir.''p.66 W.<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[flatter]], And.4.16, X.''HG''5.1.17, Isoc.4.155, Ephipp.6, etc.; τὴν πόλιν Pl.''Alc.''1.120b: metaph., <b class="b3">τὴν κατάποσιν κ.</b> Muson.''Fr.''18Ap.97 H.:—Pass., to [[be flattered]], [[be open to flattery]], Democr.115, D.8.34, etc.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[soften]], [[render mild]], Alex. Trall.1.11, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] <b class="b2">schmeicheln</b>; absolut, Plat. Rep. VII, 538 h u. A.; – c. accus.; Ar. frg. 360; τὴν πόλιν Plat. Alc. I, 120 b; Xen. Hell. 5, 1, 17 u. sonst; auch = durch Schmeichelei einnehmen, verführen, Isocr. 4, 155; – auch pass., ἔχαιρε κολακευόμενος Aesch. 3, 234; Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] [[schmeicheln]]; absolut, Plat. Rep. VII, 538 h u. A.; – c. accus.; Ar. frg. 360; τὴν πόλιν Plat. Alc. I, 120 b; Xen. Hell. 5, 1, 17 u. sonst; auch = durch Schmeichelei einnehmen, verführen, Isocr. 4, 155; – auch pass., ἔχαιρε κολακευόμενος Aesch. 3, 234; Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''κολᾰκεύω''': εἶμαι [[κόλαξ]], ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, [[δέχομαι]] κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=flatter, aduler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
|btext=flatter, aduler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=κολακεύω [κόλαξ] vleien; abs. een vleier zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''κολᾰκεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[льстить]], [[быть льстецом]] Plat., Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[льстить]], [[заискивать]], [[окружать лестью]] (τινά Xen.; πόλιν Plat.): κολακευόμενος Aeschin. окруженный лестью или чувствительный к лести.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κολακεύω]]) [[κόλαξ]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με υπερβολική [[φιλοφροσύνη]] για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, [[περιποιούμαι]] ή [[επαινώ]] υπερβολικά κάποιον, [[καλοπιάνω]] (α. «κολακεύει τον [[θείο]] του για να πάρει την [[περιουσία]] του» β. «τιμᾱν ἂν τὸν [[πατέρα]] καὶ τὴν [[μητέρα]] καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους... ἢ τοὺς κολακεύοντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κολακεύομαι</i><br />[[δέχομαι]] ευχαρίστως τις κολακείες, ευχαριστούμαι όταν μού κάνουν κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται, [[προξενώ]] [[τιμή]] ή [[ικανοποίηση]] σε κάποιον («η [[φιλία]] σας μέ κολακεύει»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανεβάζω]] κάποιον [[πάνω]] από την πραγματική του [[αξία]], [[κάνω]] κάποιον καλύτερο («τήν κολακεύει πολύ αυτό το [[φόρεμα]]»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι, μού αρέσει («κολακεύομαι να [[πιστεύω]] ότι θα δεχθείτε την πρότασή μου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ήπιο, μαλακό, καταπραΰνω, [[μαλακώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ευχάριστο.
|mltxt=(AM [[κολακεύω]]) [[κόλαξ]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον με υπερβολική [[φιλοφροσύνη]] για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, [[περιποιούμαι]] ή [[επαινώ]] υπερβολικά κάποιον, [[καλοπιάνω]] (α. «κολακεύει τον [[θείο]] του για να πάρει την [[περιουσία]] του» β. «τιμᾶν ἂν τὸν [[πατέρα]] καὶ τὴν [[μητέρα]] καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους... ἢ τοὺς κολακεύοντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κολακεύομαι</i><br />[[δέχομαι]] ευχαρίστως τις κολακείες, ευχαριστούμαι όταν μού κάνουν κολακείες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται, [[προξενώ]] [[τιμή]] ή [[ικανοποίηση]] σε κάποιον («η [[φιλία]] σας μέ κολακεύει»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανεβάζω]] κάποιον [[πάνω]] από την πραγματική του [[αξία]], [[κάνω]] κάποιον καλύτερο («τήν κολακεύει πολύ αυτό το [[φόρεμα]]»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι, μού αρέσει («κολακεύομαι να [[πιστεύω]] ότι θα δεχθείτε την πρότασή μου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ήπιο, μαλακό, καταπραΰνω, [[μαλακώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ευχάριστο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόλαξ]]), [[κολακεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι [[επιρρεπής]] στην [[κολακεία]], σε Δημ.
|lsmtext='''κολᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόλαξ]]), [[κολακεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι [[επιρρεπής]] στην [[κολακεία]], σε Δημ.
}}
{{ls
|lstext='''κολᾰκεύω''': εἶμαι [[κόλαξ]], ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, [[δέχομαι]] κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόλαξ]]<br />to [[flatter]], Ar., Xen., etc.:— Pass. to be flattered, be [[open]] to [[flattery]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰκεύω Medium diacritics: κολακεύω Low diacritics: κολακεύω Capitals: ΚΟΛΑΚΕΥΩ
Transliteration A: kolakeúō Transliteration B: kolakeuō Transliteration C: kolakeyo Beta Code: kolakeu/w

English (LSJ)

A to be a flatterer, Ar.Eq.48, Pl.R. 538b, Grg.521b, Antiph.144.2, Diod.Com.2.34, Phld.Ir.p.66 W.
2 c. acc., flatter, And.4.16, X.HG5.1.17, Isoc.4.155, Ephipp.6, etc.; τὴν πόλιν Pl.Alc.1.120b: metaph., τὴν κατάποσιν κ. Muson.Fr.18Ap.97 H.:—Pass., to be flattered, be open to flattery, Democr.115, D.8.34, etc.
3 metaph., soften, render mild, Alex. Trall.1.11, al.

German (Pape)

[Seite 1472] schmeicheln; absolut, Plat. Rep. VII, 538 h u. A.; – c. accus.; Ar. frg. 360; τὴν πόλιν Plat. Alc. I, 120 b; Xen. Hell. 5, 1, 17 u. sonst; auch = durch Schmeichelei einnehmen, verführen, Isocr. 4, 155; – auch pass., ἔχαιρε κολακευόμενος Aesch. 3, 234; Folgde.

French (Bailly abrégé)

flatter, aduler, acc..
Étymologie: κόλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολακεύω [κόλαξ] vleien; abs. een vleier zijn.

Russian (Dvoretsky)

κολᾰκεύω:
1 льстить, быть льстецом Plat., Arph.;
2 льстить, заискивать, окружать лестью (τινά Xen.; πόλιν Plat.): κολακευόμενος Aeschin. окруженный лестью или чувствительный к лести.

Greek Monolingual

(AM κολακεύω) κόλαξ
1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β. «τιμᾶν ἂν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους... ἢ τοὺς κολακεύοντας», Πλάτ.)
2. παθ. κολακεύομαι
δέχομαι ευχαρίστως τις κολακείες, ευχαριστούμαι όταν μού κάνουν κολακείες
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται, προξενώ τιμή ή ικανοποίηση σε κάποιον («η φιλία σας μέ κολακεύει»)
2. μτφ. ανεβάζω κάποιον πάνω από την πραγματική του αξία, κάνω κάποιον καλύτερο («τήν κολακεύει πολύ αυτό το φόρεμα»
3. μέσ. ικανοποιούμαι, ευχαριστούμαι, μού αρέσει («κολακεύομαι να πιστεύω ότι θα δεχθείτε την πρότασή μου»)
μσν.-αρχ.
1. κάνω κάτι ήπιο, μαλακό, καταπραΰνω, μαλακώνω
2. μτφ. κάνω κάτι ευχάριστο.

Greek Monotonic

κολᾰκεύω: μέλ. -σω (κόλαξ), κολακεύω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., κολακεύομαι, είμαι επιρρεπής στην κολακεία, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰκεύω: εἶμαι κόλαξ, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 48, Πλάτ. Πολ. 538Β, κἑξ., Γοργ. 521Β. 2) μετ’ αἰτ., εἴ τίς σε κολακεύει παρὼν καὶ τὰς κροκύδας ἀφαιρῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Ἀνδοκ. 31. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 17, κτλ.· μεταφ., τὴν κατάποσιν κ. Μουσών. παρὰ Στοβ. 160. 43. ― Παθ., κολακεύομαι, δέχομαι κολακείας, Δημ. 98. 14, κτκ.

Middle Liddell

κόλαξ
to flatter, Ar., Xen., etc.:— Pass. to be flattered, be open to flattery, Dem.