κτύπημα: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(5)
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ktypima
|Transliteration C=ktypima
|Beta Code=ktu/phma
|Beta Code=ktu/phma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κτύπος]], [[βροντῆς]] <span class="bibl">Critias 25.32</span> D.; κ. τυμπάνων <span class="bibl">D.C.51.17</span>, cf. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.220b</span>; κ. χειρός <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>1211</span> (lyr.).</span>
|Definition=-ατος, τό, = [[κτύπος]], [[βροντῆς]] Critias 25.32 D.; κ. τυμπάνων D.C.51.17, cf. Jul.''Or.''7.220b; κ. χειρός [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1211 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, <b class="b2">Krachen</b>; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ [[κτύπημα]] χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, [[Krachen]]; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ [[κτύπημα]] χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[bruit produit par un choc]], [[bruit retentissant]], [[fracas]].<br />'''Étymologie:''' [[κτυπέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κτύπημα -τος, τό [κτυπέω] [[dreun]], [[slag]].
}}
{{elru
|elrutext='''κτύπημα:''' ατος τό стук, удар: ἐπιτίθεσθαι κάρᾳ κ. χειρός Eur. (в отчаянии) бить себя рукой по голове; κ. βροντῆς Sext. удар грома.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κτύπημα''': ῠ, τό, = [[κτύπος]], βροντῆς Κριτίας 9. 32˙ κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17˙ κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212˙ ἴδε [[κτύπος]] ἐν τέλ.
|lstext='''κτύπημα''': ῠ, τό, = [[κτύπος]], βροντῆς Κριτίας 9. 32· κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17· κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212· ἴδε [[κτύπος]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bruit produit par un choc, bruit retentissant, fracas.<br />'''Étymologie:''' [[κτυπέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χτύπημα]], το (AM [[κτύπημα]]) [[κτυπώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[κτυπώ]], [[ήχος]], [[κτύπος]], [[κρότος]], [[θόρυβος]] που προέρχεται από [[πλήγμα]], [[κρούση]], [[σύγκρουση]] κ.λπ. (α. «το [[κτύπημα]] της καμπάνας τον ξύπνησε» β. «[[κτύπημα]] τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) [[κοπετός]], [[κτύπημα]] του στήθους ή της κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ [[κτύπημα]] χειρὸς ὀλοόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[μέρος]] που χτυπήθηκε, το [[σημάδι]] της πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο [[κεφάλι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ηθικό [[πλήγμα]], απροσδόκητο [[δυστύχημα]], ξαφνική [[συμφορά]] («μεγάλο [[χτύπημα]] ο [[θάνατος]] του [[πατέρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>(λογιστ.)</b> η [[σημείωση]] ενός διακριτικού σημείου [[εμπρός]] από [[κάθε]] ελεγχόμενο αριθμό [[κατά]] την [[αντιπαραβολή]] τών ποσών ενός λογαριασμού, το [[τσεκάρισμα]], ο [[έλεγχος]]<br /><b>4.</b> σφοδρή [[επίθεση]], [[προσβολή]] («ο [[εχθρός]] οπισθοχώρησε με το πρώτο [[κτύπημα]]»<br /><b>μσν.</b><br />(για [[νερό]]) ροή, [[επαφή]] με [[νερό]] («εἰς τὰ [[δροσερά]] κτυπήματα τοῡ ὕδατος»).
|mltxt=και [[χτύπημα]], το (AM [[κτύπημα]]) [[κτυπώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[κτυπώ]], [[ήχος]], [[κτύπος]], [[κρότος]], [[θόρυβος]] που προέρχεται από [[πλήγμα]], [[κρούση]], [[σύγκρουση]] κ.λπ. (α. «το [[κτύπημα]] της καμπάνας τον ξύπνησε» β. «[[κτύπημα]] τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) [[κοπετός]], [[κτύπημα]] του στήθους ή της κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ [[κτύπημα]] χειρὸς ὀλοόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[μέρος]] που χτυπήθηκε, το [[σημάδι]] της πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο [[κεφάλι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ηθικό [[πλήγμα]], απροσδόκητο [[δυστύχημα]], ξαφνική [[συμφορά]] («μεγάλο [[χτύπημα]] ο [[θάνατος]] του [[πατέρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>(λογιστ.)</b> η [[σημείωση]] ενός διακριτικού σημείου [[εμπρός]] από [[κάθε]] ελεγχόμενο αριθμό [[κατά]] την [[αντιπαραβολή]] τών ποσών ενός λογαριασμού, το [[τσεκάρισμα]], ο [[έλεγχος]]<br /><b>4.</b> σφοδρή [[επίθεση]], [[προσβολή]] («ο [[εχθρός]] οπισθοχώρησε με το πρώτο [[κτύπημα]]»<br /><b>μσν.</b><br />(για [[νερό]]) ροή, [[επαφή]] με [[νερό]] («εἰς τὰ [[δροσερά]] κτυπήματα τοῦ ὕδατος»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτύπημα:''' [ῠ], -ατος, τό = [[κτύπος]], <i>χειρός</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''κτύπημα:''' [ῠ], -ατος, τό = [[κτύπος]], <i>χειρός</i>, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κτῠ́πημα, ατος, τό, = [[κτύπος]]<br />κτ. χειρός Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτῠπημα Medium diacritics: κτύπημα Low diacritics: κτύπημα Capitals: ΚΤΥΠΗΜΑ
Transliteration A: ktýpēma Transliteration B: ktypēma Transliteration C: ktypima Beta Code: ktu/phma

English (LSJ)

-ατος, τό, = κτύπος, βροντῆς Critias 25.32 D.; κ. τυμπάνων D.C.51.17, cf. Jul.Or.7.220b; κ. χειρός E.Andr.1211 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1520] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, Krachen; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit produit par un choc, bruit retentissant, fracas.
Étymologie: κτυπέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτύπημα -τος, τό [κτυπέω] dreun, slag.

Russian (Dvoretsky)

κτύπημα: ατος τό стук, удар: ἐπιτίθεσθαι κάρᾳ κ. χειρός Eur. (в отчаянии) бить себя рукой по голове; κ. βροντῆς Sext. удар грома.

Greek (Liddell-Scott)

κτύπημα: ῠ, τό, = κτύπος, βροντῆς Κριτίας 9. 32· κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17· κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212· ἴδε κτύπος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και χτύπημα, το (AM κτύπημα) κτυπώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα της καμπάνας τον ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ.
2. (για άνθρωπο που θρηνεί και χτυπιέται) κοπετός, κτύπημα του στήθους ή της κεφαλής («οὐκ ἐπιθήσομαι κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το μέρος που χτυπήθηκε, το σημάδι της πληγής («έχει δύο χτυπήματα στο κεφάλι»)
2. μτφ. ηθικό πλήγμα, απροσδόκητο δυστύχημα, ξαφνική συμφορά («μεγάλο χτύπημα ο θάνατος του πατέρα»)
3. (λογιστ.) η σημείωση ενός διακριτικού σημείου εμπρός από κάθε ελεγχόμενο αριθμό κατά την αντιπαραβολή τών ποσών ενός λογαριασμού, το τσεκάρισμα, ο έλεγχος
4. σφοδρή επίθεση, προσβολή («ο εχθρός οπισθοχώρησε με το πρώτο κτύπημα»
μσν.
(για νερό) ροή, επαφή με νερό («εἰς τὰ δροσερά κτυπήματα τοῦ ὕδατος»).

Greek Monotonic

κτύπημα: [ῠ], -ατος, τό = κτύπος, χειρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

κτῠ́πημα, ατος, τό, = κτύπος
κτ. χειρός Eur.