νῶροψ: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=norops
|Transliteration C=norops
|Beta Code=nw=roy
|Beta Code=nw=roy
|Definition=οπος, ὁ, ἡ, Ep. epith. of <b class="b3">χαλκός</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flashing</b>, <span class="bibl">Il.2.578</span>, al. ; later, simply, <b class="b2">bright</b>, ν. πέπλῳ <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>32.14</span>.</span>
|Definition=οπος, ὁ, ἡ, Ep. [[epithet]] of [[χαλκός]], [[flashing]], Il.2.578, al.; later, simply, [[bright]], ν. πέπλῳ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 32.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] οπος, bei Hom. öfters, immer in der Vrbdg νώροπι χαλκῷ oder νώροπα χαλκόν; die Alten leiten das Wort theils von νη – ὁρᾶν ab, nicht anzusehen, vor Glanz blendend, [[λαμπρός]] (vgl. Plut. Symp. 6, 7, 21, theils erklären sie [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], von ὄψ, weniger wahrscheinlich.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] οπος, bei Hom. öfters, immer in der Vrbdg νώροπι χαλκῷ oder νώροπα χαλκόν; die Alten leiten das Wort theils von νη – ὁρᾶν ab, nicht anzusehen, vor Glanz blendend, [[λαμπρός]] (vgl. Plut. Symp. 6, 7, 21, theils erklären sie [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], von ὄψ, weniger wahrscheinlich.
}}
{{ls
|lstext='''νῶροψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], ἐξαστράπτων [[χαλκός]], Ἰλ. Β. 578, κτλ. ([[Κατὰ]] τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ [[ὥστε]] νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. [[ἦνοψ]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νῶροψ]]· [[λαμπρός]]. [[ὀξύφωνος]]. [[ἔνηχος]]. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οπος (ὁ, ἡ)<br /><i>dans les loc.</i> νώροπι χαλκῷ <i>et</i> νώροπα χαλκόν IL, OD airain éblouissant, <i>propr.</i> dont on ne peut supporter la vue.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὁράω]], [[ὤψ]].
|btext=οπος (ὁ, ἡ)<br /><i>dans les loc.</i> νώροπι χαλκῷ <i>et</i> νώροπα χαλκόν IL, OD airain éblouissant, <i>propr.</i> dont on ne peut supporter la vue.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὁράω]], [[ὤψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''νῶροψ:''' οπος adj. (только dat. и acc. sing.) сверкающий, блистающий ([[χαλκός]] Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''νῶροψ''': -οπος, ὁ, ἡ, συχν. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], ἐξαστράπτων [[χαλκός]], Ἰλ. Β. 578, κτλ. ([[Κατὰ]] τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ [[ὥστε]] νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. [[ἦνοψ]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νῶροψ]]· [[λαμπρός]]. [[ὀξύφωνος]]. [[ἔνηχος]]. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νῶροψ]], -οπος, ό, ή (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του χαλκού) [[στιλπνός]], [[αστραφτερός]] («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νῶροψ]]<br />[[λαμπρός]], [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νῶροψ]] μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. <i>νώρ</i>-<i>οπι</i> και <i>νώρ</i>-<i>οπα</i> ως επίθ. του χαλκού και πολύ αργότερα του πέπλου με τη σημ. «[[λαμπρός]], [[οξύφωνος]], [[ένηχος]], αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. της λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «[[λαμπρός]]» αποδίδοντας αυτήν την [[ιδιότητα]] στον χαλκό, [[σημασία]] όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το [[ἀνήρ]] και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. <i>νωρός με</i> σημ. «στέρεος, [[σταθερός]]» (&GT; [[νωρεῖ]]), από όπου το [[νῶροψ]], [[κατά]] το [[αἶθοψ]] ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η [[μαρτυρία]] του μυκην. <i>noriwoko</i>, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. της λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη [[γλώσσα]] «<i>Νώρακος</i><br />[[πόλις]] Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ [[σίδηρος]]». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λέξης με το ρ. [[ἐρέπτομαι]] «[[τρώγω]]» δεν φαίνεται πιθανή].
|mltxt=[[νῶροψ]], -οπος, ό, ή (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του χαλκού) [[στιλπνός]], [[αστραφτερός]] («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νῶροψ]]<br />[[λαμπρός]], [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νῶροψ]] μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. <i>νώρ</i>-<i>οπι</i> και <i>νώρ</i>-<i>οπα</i> ως επίθ. του χαλκού και πολύ αργότερα του πέπλου με τη σημ. «[[λαμπρός]], [[οξύφωνος]], [[ένηχος]], αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. της λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «[[λαμπρός]]» αποδίδοντας αυτήν την [[ιδιότητα]] στον χαλκό, [[σημασία]] όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το [[ἀνήρ]] και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. <i>νωρός με</i> σημ. «στέρεος, [[σταθερός]]» (> [[νωρεῖ]]), από όπου το [[νῶροψ]], [[κατά]] το [[αἶθοψ]] ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η [[μαρτυρία]] του μυκην. <i>noriwoko</i>, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. της λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη [[γλώσσα]] «<i>Νώρακος</i><br />[[πόλις]] Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ [[σίδηρος]]». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λέξης με το ρ. [[ἐρέπτομαι]] «[[τρώγω]]» δεν φαίνεται πιθανή].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νῶροψ:''' -οπος, ὁ, ἡ, [[αστραφτερός]], [[γυαλιστερός]], λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''νῶροψ:''' -οπος, ὁ, ἡ, [[αστραφτερός]], [[γυαλιστερός]], λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''νῶροψ:''' οπος adj. (только dat. и acc. sing.) сверкающий, блистающий ([[χαλκός]] Hom.).
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: ?<br />Other forms: only in <b class="b3">νώρ-οπι</b>, <b class="b3">-οπα</b> as adjunct of <b class="b3">χαλκῳ̃</b>, <b class="b3">-όν</b> (Horn.); after this <b class="b3">νώροπι πέπλῳ</b> (Nonn.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Adjective of unknown meaning (cf. H. <b class="b3">νῶροψ λαμπρός</b>, [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]]. <b class="b3">η ὅτι την ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ</b>), so without explanation. Often connected with [[ἀνήρ]], so esp. by Kuiper (s. [[ἀνήρ]]). Acc. to Bechtel Lex. [[sub verbo|s.v.]] to <b class="b3">νωρεῖ ἐνεργεῖ</b> H., Lith. <b class="b2">nóriu</b>, <b class="b2">-ė́ti</b> [[will]] etc., which have also been compared with with [[ἀνήρ]]; s. except Kuiper [[l.c.]] WP. 2, 332f., Pok. 765, W.-Hofmann s. [[neriōsus]]. (But one would expect <b class="b2">*nuoras</b>, Fraenkel s.v.) Quite diff. Kretschmer Glotta 32, 3 ff. with Epaphroditos of Chaeroneia: to <b class="b3">Νώρακος πόλις Παννονὶας</b>, "<b class="b3">ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ σίδηρος</b>". - The suffix <b class="b3">-οπ-</b> may point to a Pre-Greek word (Kuiper suggest ed that it was taken from [[αἴθοπι]].)
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νῶροψ]], οπος,<br />[[flashing]], [[gleaming]], of [[metal]], Il. [deriv. uncertain]
}}
{{FriskDe
|ftr='''νῶροψ''': {nō̃rops}<br />'''Forms''': nur in νώροπι, -οπα<br />'''Meaning''': als Beiwort von χαλκῳ̃, -όν (Horn.); danach νώροπι πέπλῳ (Nonn.).<br />'''Etymology''': Adjektiv unbekannter Bed. (vgl. H. [[νῶροψ]]· [[λαμπρός]], [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]]. ἢ [[ὅτι]] τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ), mithin ohne sichere Erklärung. Oft zu [[ἀνήρ]] gezogen, so namentlich von Kuiper (s. [[ἀνήρ]]). Nach Bechtel Lex. [[sub verbo|s.v.]] zu [[νωρεῖ]]· ἐνεργεῖ H., lit. ''nóriu'', -''ė́ti'' [[wollen]] usw., die übrigens auch mit [[ἀνήρ]] in Verbindung gebracht worden sind; s. außer Kuiper a.a.O. WP. 2, 332f., Pok. 765, W.-Hofmann s. ''neriōsus''. Ganz anders Kretschmer Glotta 32, 3 ff. mit Epaphroditos aus Chaeroneia: zu Νώρακος· [[πόλις]] Παννονὶας, "[[ὅτι]] γίνεται ἐν Παννονίᾳ [[σίδηρος]]".<br />'''Page''' 2,331
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῶροψ Medium diacritics: νῶροψ Low diacritics: νώροψ Capitals: ΝΩΡΟΨ
Transliteration A: nō̂rops Transliteration B: nōrops Transliteration C: norops Beta Code: nw=roy

English (LSJ)

οπος, ὁ, ἡ, Ep. epithet of χαλκός, flashing, Il.2.578, al.; later, simply, bright, ν. πέπλῳ Nonn. D. 32.14.

German (Pape)

[Seite 273] οπος, bei Hom. öfters, immer in der Vrbdg νώροπι χαλκῷ oder νώροπα χαλκόν; die Alten leiten das Wort theils von νη – ὁρᾶν ab, nicht anzusehen, vor Glanz blendend, λαμπρός (vgl. Plut. Symp. 6, 7, 21, theils erklären sie ὀξύφωνος, ἔνηχος, von ὄψ, weniger wahrscheinlich.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ, ἡ)
dans les loc. νώροπι χαλκῷ et νώροπα χαλκόν IL, OD airain éblouissant, propr. dont on ne peut supporter la vue.
Étymologie: νη-, ὁράω, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

νῶροψ: οπος adj. (только dat. и acc. sing.) сверкающий, блистающий (χαλκός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νῶροψ: -οπος, ὁ, ἡ, συχν. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, στιλπνός, λαμπρός, ἐξαστράπτων χαλκός, Ἰλ. Β. 578, κτλ. (Κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ ὥστε νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. ἦνοψ). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νῶροψ· λαμπρός. ὀξύφωνος. ἔνηχος. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».

English (Autenrieth)

οπος: epithet of χαλκός, shining, glittering. (Il. and Od. 24.467, 500.)

Greek Monolingual

νῶροψ, -οπος, ό, ή (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός
3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ
λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νῶροψ μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. νώρ-οπι και νώρ-οπα ως επίθ. του χαλκού και πολύ αργότερα του πέπλου με τη σημ. «λαμπρός, οξύφωνος, ένηχος, αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. της λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «λαμπρός» αποδίδοντας αυτήν την ιδιότητα στον χαλκό, σημασία όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το ἀνήρ και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. νωρός με σημ. «στέρεος, σταθερός» (> νωρεῖ), από όπου το νῶροψ, κατά το αἶθοψ ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η μαρτυρία του μυκην. noriwoko, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. της λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη γλώσσα «Νώρακος
πόλις Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ σίδηρος». Η σύνδεση, τέλος, της λέξης με το ρ. ἐρέπτομαι «τρώγω» δεν φαίνεται πιθανή].

Greek Monotonic

νῶροψ: -οπος, ὁ, ἡ, αστραφτερός, γυαλιστερός, λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ?
Other forms: only in νώρ-οπι, -οπα as adjunct of χαλκῳ̃, -όν (Horn.); after this νώροπι πέπλῳ (Nonn.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Adjective of unknown meaning (cf. H. νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος. η ὅτι την ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ), so without explanation. Often connected with ἀνήρ, so esp. by Kuiper (s. ἀνήρ). Acc. to Bechtel Lex. s.v. to νωρεῖ ἐνεργεῖ H., Lith. nóriu, -ė́ti will etc., which have also been compared with with ἀνήρ; s. except Kuiper l.c. WP. 2, 332f., Pok. 765, W.-Hofmann s. neriōsus. (But one would expect *nuoras, Fraenkel s.v.) Quite diff. Kretschmer Glotta 32, 3 ff. with Epaphroditos of Chaeroneia: to Νώρακος πόλις Παννονὶας, "ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ σίδηρος". - The suffix -οπ- may point to a Pre-Greek word (Kuiper suggest ed that it was taken from αἴθοπι.)

Middle Liddell

νῶροψ, οπος,
flashing, gleaming, of metal, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

νῶροψ: {nō̃rops}
Forms: nur in νώροπι, -οπα
Meaning: als Beiwort von χαλκῳ̃, -όν (Horn.); danach νώροπι πέπλῳ (Nonn.).
Etymology: Adjektiv unbekannter Bed. (vgl. H. νῶροψ· λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος. ἢ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ), mithin ohne sichere Erklärung. Oft zu ἀνήρ gezogen, so namentlich von Kuiper (s. ἀνήρ). Nach Bechtel Lex. s.v. zu νωρεῖ· ἐνεργεῖ H., lit. nóriu, -ė́ti wollen usw., die übrigens auch mit ἀνήρ in Verbindung gebracht worden sind; s. außer Kuiper a.a.O. WP. 2, 332f., Pok. 765, W.-Hofmann s. neriōsus. Ganz anders Kretschmer Glotta 32, 3 ff. mit Epaphroditos aus Chaeroneia: zu Νώρακος· πόλις Παννονὶας, "ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ σίδηρος".
Page 2,331