συγκαίω: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(4)
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkaio
|Transliteration C=sygkaio
|Beta Code=sugkai/w
|Beta Code=sugkai/w
|Definition=Att. συγκάω [ᾱ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">set on fire with</b> or <b class="b2">at once, burn up</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span> 22c</span>:—Pass., <b class="b2">to be burnt up, calcined</b>, ib.<span class="bibl">49c</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>129.17</span> (iii B.C.), etc.; also of the effect of intense cold, <span class="bibl">D.L.2.118</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">overheat, inflame</b>, [ὁ οἶνος] σ. τὰς φλέβας Hp.<b class="b2">Aër</b>.9; ταῦτα σ. τὴν κοιλίην <span class="bibl">Id.<span class="title">VM</span>10</span>, cf. Gal.15.559:—Pass., τὸ συγκεκαυμένον <span class="bibl">Prodic.4</span>; κοιλίη συνεκαύθη <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>.<b class="b3">δ</b>:—intr. in Act., <b class="b3">κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί</b> liable <b class="b2">to inflame</b>, Id.<b class="b2">Aër</b>.<span class="bibl">7</span>.</span>
|Definition=Att. [[συγκάω]] [ᾱ],<br><span class="bld">A</span> [[set on fire with]] or [[set on fire at once]], [[burn up]], Pl.Ti. 22c:—Pass., to [[be burnt up]], [[be calcined]], ib.49c, PCair.Zen.129.17 (iii B.C.), etc.; also of the effect of intense cold, D.L.2.118.<br><span class="bld">2</span> [[overheat]], [[inflame]], [ὁ οἶνος] σ. τὰς φλέβας Hp.Aër.9; ταῦτα σ. τὴν κοιλίην Id.VM10, cf. Gal.15.559:—Pass., τὸ συγκεκαυμένον = the [[product]] of [[inflammation]] Prodic.4; κοιλίη συνεκαύθη Hp.Epid.1.26.δ:—intr. in Act., κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί [[liable]] to [[inflame]], Id.Aër.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0963.png Seite 963]] att. -κάω (s. [[καίω]]), mit od. zugleich in Brand setzen, anzünden; κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί, zur Entzündung geneigt, Hippocr.; τὰ ἐπὶ γῆς ξυνέκαυσε, Plat. Tim.. 22 c. – Pass. mit in Brand gerathen, brennen, συγκαυθέντα ἀέρα, 49 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0963.png Seite 963]] att. -κάω (s. [[καίω]]), mit od. zugleich in Brand setzen, anzünden; κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί, zur Entzündung geneigt, Hippocr.; τὰ ἐπὶ γῆς ξυνέκαυσε, Plat. Tim.. 22 c. – Pass. mit in Brand geraten, brennen, συγκαυθέντα ἀέρα, 49 e.
}}
{{ls
|lstext='''συγκαίω''': Ἀττ. -κάω [ᾱ], μέλλ. -[[καύσω]]. Καίω ἢ [[θερμαίνω]] μετά τινος ἢ ἀμέσως. Λατ. comburere, Πλάτ. Τίμ. 22C· ὁ [[οἶνος]] σ. τὰς φλέβας Ἱππ. 286. 45. -Παθ., κατακαίομαι, εἰς τέφραν ἢ κόνιν μεταβάλλομαι, Πλάτ. Τίμ. 49C, Ἱππ. 976Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους, Διογ. Λ. 2. 118. 2) ἀμεταβ., κοιλίαι ξυγκαίειν ἀγαθαί, ὑποκείμεναι εἰς φλόγωσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκαύσω;<br />brûler <i>ou</i> enflammer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καίω]].
|btext=<i>f.</i> συγκαύσω;<br />brûler <i>ou</i> enflammer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καίω]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=ΝΜΑ, μέσ. και συγκαίγομαι Ν, και αττ. τ. [[συγκάω]] Α [[καίω]]<br />[[καίω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[σύγκαμα]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαίομαι</i><br />[[πάσχω]] από ερεθισμό του δέρματος που οφείλεται σε [[προστριβή]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[αμέσως]]<br /><b>2.</b> [[υπερθερμαίνω]], [[φλογίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[υπόκειμαι]] σε [[φλόγωση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> μεταβάλλομαι σε [[σκόνη]] ή σε [[στάχτη]], κατακαίομαι.
|elnltext=συγ-καίω en συγκάω, Att. ook ξυγκάω alg. helemaal verbranden. geneesk. act. met acc. (causat.) verhitten. act. intrans. en pass. verhit raken.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαίω:''' атт. [[συγκάω]] (ᾱ) (fut. συγκαύσω)<br /><b class="num">1</b> [[вместе или сразу сжигать]] (τὰ ἐπι γῆς Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[воспламенять]]: ὁ συγκαυθεὶς [[ἀήρ]] Plat. раскаленный воздух;<br /><b class="num">3</b> [[обмораживать]] (χειμῶνος συγκεκαυμένος Diog. L.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαίω:''' Αττ. -κάω <i>[ᾱ]</i>, μέλ. -[[καύσω]], [[ανάβω]] [[πυρκαγιά]], [[πυρπολώ]] μαζί με κάποιον ή [[αμέσως]], [[κατακαίω]], Λατ. comburere, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συγκαίω:''' Αττ. -κάω <i>[ᾱ]</i>, μέλ. -[[καύσω]], [[ανάβω]] [[πυρκαγιά]], [[πυρπολώ]] μαζί με κάποιον ή [[αμέσως]], [[κατακαίω]], Λατ. [[comburo|comburere]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκαίω:''' атт. [[συγκάω]] (ᾱ) (fut. συγκαύσω)<br /><b class="num">1)</b> вместе или сразу сжигать (τὰ ἐπι γῆς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> воспламенять: ὁ συγκαυθεὶς [[ἀήρ]] Plat. раскаленный воздух;<br /><b class="num">3)</b> обмораживать (χειμῶνος συγκεκαυμένος Diog. L.).
|lstext='''συγκαίω''': Ἀττ. -κάω [ᾱ], μέλλ. -[[καύσω]]. Καίω ἢ [[θερμαίνω]] μετά τινος ἢ ἀμέσως. Λατ. comburere, Πλάτ. Τίμ. 22C· ὁ [[οἶνος]] σ. τὰς φλέβας Ἱππ. 286. 45. -Παθ., κατακαίομαι, εἰς τέφραν ἢ κόνιν μεταβάλλομαι, Πλάτ. Τίμ. 49C, Ἱππ. 976Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους, Διογ. Λ. 2. 118. 2) ἀμεταβ., κοιλίαι ξυγκαίειν ἀγαθαί, ὑποκείμεναι εἰς φλόγωσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Attic -κάω fut. -[[καύσω]]<br />set on [[fire]] with or at [[once]], [[burn]] up, Lat. [[comburo|comburere]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαίω Medium diacritics: συγκαίω Low diacritics: συγκαίω Capitals: ΣΥΓΚΑΙΩ
Transliteration A: synkaíō Transliteration B: synkaiō Transliteration C: sygkaio Beta Code: sugkai/w

English (LSJ)

Att. συγκάω [ᾱ],
A set on fire with or set on fire at once, burn up, Pl.Ti. 22c:—Pass., to be burnt up, be calcined, ib.49c, PCair.Zen.129.17 (iii B.C.), etc.; also of the effect of intense cold, D.L.2.118.
2 overheat, inflame, [ὁ οἶνος] σ. τὰς φλέβας Hp.Aër.9; ταῦτα σ. τὴν κοιλίην Id.VM10, cf. Gal.15.559:—Pass., τὸ συγκεκαυμένον = the product of inflammation Prodic.4; κοιλίη συνεκαύθη Hp.Epid.1.26.δ:—intr. in Act., κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί liable to inflame, Id.Aër.7.

German (Pape)

[Seite 963] att. -κάω (s. καίω), mit od. zugleich in Brand setzen, anzünden; κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί, zur Entzündung geneigt, Hippocr.; τὰ ἐπὶ γῆς ξυνέκαυσε, Plat. Tim.. 22 c. – Pass. mit in Brand geraten, brennen, συγκαυθέντα ἀέρα, 49 e.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαύσω;
brûler ou enflammer entièrement.
Étymologie: σύν, καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καίω en συγκάω, Att. ook ξυγκάω alg. helemaal verbranden. geneesk. act. met acc. (causat.) verhitten. act. intrans. en pass. verhit raken.

Russian (Dvoretsky)

συγκαίω: атт. συγκάω (ᾱ) (fut. συγκαύσω)
1 вместе или сразу сжигать (τὰ ἐπι γῆς Plat.);
2 воспламенять: ὁ συγκαυθεὶς ἀήρ Plat. раскаленный воздух;
3 обмораживать (χειμῶνος συγκεκαυμένος Diog. L.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, μέσ. και συγκαίγομαι Ν, και αττ. τ. συγκάω Α καίω
καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο
νεοελλ.
1. προκαλώ σύγκαμα
2. μέσ. συγκαίομαι
πάσχω από ερεθισμό του δέρματος που οφείλεται σε προστριβή με κάτι άλλο
αρχ.
1. καίω αμέσως
2. υπερθερμαίνω, φλογίζω
3. (αμτβ.) υπόκειμαι σε φλόγωση
4. παθ. μεταβάλλομαι σε σκόνη ή σε στάχτη, κατακαίομαι.

Greek Monotonic

συγκαίω: Αττ. -κάω [ᾱ], μέλ. -καύσω, ανάβω πυρκαγιά, πυρπολώ μαζί με κάποιον ή αμέσως, κατακαίω, Λατ. comburere, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαίω: Ἀττ. -κάω [ᾱ], μέλλ. -καύσω. Καίω ἢ θερμαίνω μετά τινος ἢ ἀμέσως. Λατ. comburere, Πλάτ. Τίμ. 22C· ὁ οἶνος σ. τὰς φλέβας Ἱππ. 286. 45. -Παθ., κατακαίομαι, εἰς τέφραν ἢ κόνιν μεταβάλλομαι, Πλάτ. Τίμ. 49C, Ἱππ. 976Ε, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους, Διογ. Λ. 2. 118. 2) ἀμεταβ., κοιλίαι ξυγκαίειν ἀγαθαί, ὑποκείμεναι εἰς φλόγωσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.

Middle Liddell

Attic -κάω fut. -καύσω
set on fire with or at once, burn up, Lat. comburere, Plat.