βούβρωστις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=voyvrostis
|Transliteration C=voyvrostis
|Beta Code=bou/brwstis
|Beta Code=bou/brwstis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ravenous appetite</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.208</span>, <span class="bibl">Call. <span class="title">Cer.</span>103</span>, <span class="title">AP</span>11.379 (Agath.): <b class="b2">famine, Epigr. Gr</b>.<span class="bibl">793.3</span>: in Hom. only metaph., <b class="b2">grinding poverty</b> or <b class="b2">misery</b>, <span class="bibl">Il.24.532</span> (but expld. by Sch. as = [[οἶστρος]]).</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[ravenous appetite]], Opp.''H.''2.208, Call. ''Cer.''103, ''AP''11.379 (Agath.): [[famine]], [[Epigr. Gr]].793.3: in Hom. only metaph., [[grinding poverty]] or [[misery]], Il.24.532 (but expld. by Sch. as = [[οἶστρος]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[hambre devoradora]] κακὰ β. ἐν ὀφθαλμοῖσι κάθηται Call.<i>Cer</i>.102<br /><b class="num"></b> fig. [[escasez]], [[carestía]] β. σαρκόβορος δεινή τε <i>MAMA</i> 4.140.3 (III d.C.), cf. <i>AP</i> 11.379 (Agath.), Plu.2.694a, Opp.<i>H</i>.2.208, Nic.<i>Th</i>.409.<br /><b class="num">2</b> quizá fig. [[penuria]], [[miseria]], <i>Il</i>.24.532 (explicado en Sch. como [[οἶστρος]]), <i>Epic.Alex.Adesp</i>.4.20, Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Gener. interpr. como comp. de [[βου-]] &lt; *<i>gu̯ou</i>- ‘[[buey]]’ y -βρωστις formado sobre el tema *<i>brō</i>- de [[βιβρώσκω]] q.u. Tb. [[βου-]] se interpr. como el prefijo aumentativo igual que en [[βουγάϊος]], [[βούλιμος]], etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0455.png Seite 455]] εως, ἡ, Heißhunger, großer Hunger, große Noth, Elend, Hom. einmal, Iliad. 24, 532 vom Unglücklichen [[καί]] ἑ κακὴ [[βούβρωστις]] ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει; sp. D., wie Nic. Fh. 785; Opp. H. 2, 208; Agath. 74 (XI, 379).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0455.png Seite 455]] εως, ἡ, Heißhunger, großer Hunger, große Noth, Elend, Hom. einmal, Iliad. 24, 532 vom Unglücklichen [[καί]] ἑ κακὴ [[βούβρωστις]] ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει; sp. D., wie Nic. Fh. 785; Opp. H. 2, 208; Agath. 74 (XI, 379).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''βούβρωστις''': -εως, ἡ, [[μεγάλη]] [[πεῖνα]], [[βουλιμία]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. [[βούλιμος]]·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[ἀνάγκη]], [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Ἰλ. Ω. 532.
|btext=εως (ἡ) :<br />[[nécessité pressante]], [[infortune]].<br />'''Étymologie:''' βου-, [[βιβρώσκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βούβρωστις]] -εως, [[βου-]], [[βιβρώσκω]] reusachtige honger of steekvlieg (die runderen aanvreet). Il. 24.532.
}}
{{elru
|elrutext='''βούβρωστις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[неутолимый голод]] (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[крайняя нужда]], [[беда]] (κακὴ β. Hom.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[ravenous appetite]] (Ω 532), also personified as goddess (like [[Πενία]]).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: The meaning is not quite certain. [[Hunger]] does not fit too well in Homer, and the ancients interpret [[οἶστρος]] [[gadfly]]. Seems to have an augmentative [[βου-]] (Schwyzer 434) like (the synonyms?) [[βούλιμος]], [[βούπεινα]], with a second element to [[βιβρώσκω]]; after [[νῆστις]] (Risch 35), but as an agent noun (as in [[ἄμπωτις]], s. v.).
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=εως (ἡ) :<br />nécessité pressante, infortune.<br />'''Étymologie:''' βου-, [[βιβρώσκω]].
|mdlsjtxt=[[βιβρώσκω]]<br />[[eating]] [[enormously]]: metaph. grinding [[poverty]] or [[misery]], Il.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βούβρωστις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]<br /><b>2.</b> [[αθλιότητα]], [[μεγάλη]] [[ανάγκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βούβρωστις]], ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «[[αθλιότητα]]», ενώ [[ένας]] απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη [[προς]] το [[οίστρος]] «[[αλογόμυγα]]». Σε [[απόσπασμα]] όμως του Καλλίμαχου [[καθώς]] και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «[[μεγάλη]] [[πείνα]]», ενώ μαρτυρείται και ότι η <i>Βούβρωστις</i> ήταν [[θεότητα]] [[προς]] τιμήν της οποίας θυσιαζόταν [[ταύρος]]. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό [[μόρφημα]] <i>βου</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) (<b>[[πρβλ]].</b> [[βούλιμος]], [[βούπεινα]]), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. <i>βρώστις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), πιθ. [[κατά]] το συνών. [[νήστις]]. Κατ' [[άλλην]] [[άποψη]], η λ. [[βούβρωστις]] <span style="color: red;"><</span> <i>βουβρώς τις</i> «[[είδος]] αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «[[μεγάλη]] [[πείνα]]» ήταν μτγν. και προήλθε από [[παρανόηση]]].
|mltxt=[[βούβρωστις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]<br /><b>2.</b> [[αθλιότητα]], [[μεγάλη]] [[ανάγκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βούβρωστις]], ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «[[αθλιότητα]]», ενώ [[ένας]] απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη [[προς]] το [[οίστρος]] «[[αλογόμυγα]]». Σε [[απόσπασμα]] όμως του Καλλίμαχου [[καθώς]] και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «[[μεγάλη]] [[πείνα]]», ενώ μαρτυρείται και ότι η <i>Βούβρωστις</i> ήταν [[θεότητα]] [[προς]] τιμήν της οποίας θυσιαζόταν [[ταύρος]]. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό [[μόρφημα]] <i>βου</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) ([[πρβλ]]. [[βούλιμος]], [[βούπεινα]]), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. <i>βρώστις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), πιθ. [[κατά]] το συνών. [[νήστις]]. Κατ' [[άλλην]] [[άποψη]], η λ. [[βούβρωστις]] <span style="color: red;"><</span> <i>βουβρώς τις</i> «[[είδος]] αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «[[μεγάλη]] [[πείνα]]» ήταν μτγν. και προήλθε από [[παρανόηση]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βούβρωστις:''' -εως, ἡ (βι-βρώσκω), [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]· μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βούβρωστις:''' -εως, ἡ (βι-βρώσκω), [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]· μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βούβρωστις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> неутолимый голод (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);<br /><b class="num">2)</b> перен. крайняя нужда, беда (κακὴ β. Hom.).
|lstext='''βούβρωστις''': -εως, , [[μεγάλη]] [[πεῖνα]], [[βουλιμία]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. [[βούλιμος]]·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[ἀνάγκη]], [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Ἰλ. Ω. 532.
}}
}}
{{etym
{{FriskDe
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">ravenous appetite</b> (Ω 532), also personified as goddess (like <b class="b3">Πενία</b>).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: The meaning is not quite certain. [[Hunger]] does not fit too well in Homer, and the ancients interpret <b class="b3">οἶστρος</b> [[gadfly]]. Seems to have an augmentative [[βου-]] (Schwyzer 434) like (the synonyms?) <b class="b3">βούλιμος</b>, <b class="b3">βούπεινα</b>, with a second element to <b class="b3">βιβρώσκω</b>; after <b class="b3">νῆστις</b> (Risch 35), but as an agent noun (as in [[ἄμπωτις]], s. v.).
|ftr='''βούβρωστις''': {boúbrōstis}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Heißhunger]] (Ω 532, Kall. u. a.), auch als Göttin personifiziert (wie [[Πενία]], Plu., s. Schulze Kl. Schr. 399 A. 5).<br />'''Etymology''': Enthält wie die synonymen [[βούλιμος]], [[βούπεινα]] u. a. ein steigerndes [[βου-]] (Schulze a. a. O., Schwyzer 434); das Hinterglied zu [[βιβρώσκω]], wahrscheinlich nach dem synonymen [[νῆστις]] (Risch 35), aber nicht als Nomen actionis (= [[βρῶσις]]), sondern als Nomen agentis wie in [[ἄμπωτις]] (s. d.).<br />'''Page''' 1,256
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούβρωστις Medium diacritics: βούβρωστις Low diacritics: βούβρωστις Capitals: ΒΟΥΒΡΩΣΤΙΣ
Transliteration A: boúbrōstis Transliteration B: boubrōstis Transliteration C: voyvrostis Beta Code: bou/brwstis

English (LSJ)

-εως, ἡ, ravenous appetite, Opp.H.2.208, Call. Cer.103, AP11.379 (Agath.): famine, Epigr. Gr.793.3: in Hom. only metaph., grinding poverty or misery, Il.24.532 (but expld. by Sch. as = οἶστρος).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 hambre devoradora κακὰ β. ἐν ὀφθαλμοῖσι κάθηται Call.Cer.102
fig. escasez, carestía β. σαρκόβορος δεινή τε MAMA 4.140.3 (III d.C.), cf. AP 11.379 (Agath.), Plu.2.694a, Opp.H.2.208, Nic.Th.409.
2 quizá fig. penuria, miseria, Il.24.532 (explicado en Sch. como οἶστρος), Epic.Alex.Adesp.4.20, Hsch.
• Etimología: Gener. interpr. como comp. de βου- < *gu̯ou- ‘buey’ y -βρωστις formado sobre el tema *brō- de βιβρώσκω q.u. Tb. βου- se interpr. como el prefijo aumentativo igual que en βουγάϊος, βούλιμος, etc.

German (Pape)

[Seite 455] εως, ἡ, Heißhunger, großer Hunger, große Noth, Elend, Hom. einmal, Iliad. 24, 532 vom Unglücklichen καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει; sp. D., wie Nic. Fh. 785; Opp. H. 2, 208; Agath. 74 (XI, 379).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
nécessité pressante, infortune.
Étymologie: βου-, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούβρωστις -εως, ἡ βου-, βιβρώσκω reusachtige honger of steekvlieg (die runderen aanvreet). Il. 24.532.

Russian (Dvoretsky)

βούβρωστις: εως ἡ
1 неутолимый голод (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);
2 перен. крайняя нужда, беда (κακὴ β. Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: ravenous appetite (Ω 532), also personified as goddess (like Πενία).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: The meaning is not quite certain. Hunger does not fit too well in Homer, and the ancients interpret οἶστρος gadfly. Seems to have an augmentative βου- (Schwyzer 434) like (the synonyms?) βούλιμος, βούπεινα, with a second element to βιβρώσκω; after νῆστις (Risch 35), but as an agent noun (as in ἄμπωτις, s. v.).

Middle Liddell

βιβρώσκω
eating enormously: metaph. grinding poverty or misery, Il.

English (Autenrieth)

(βοῦς, βιβρώσκω): ravenous hunger, Il. 24.532†.

Greek Monolingual

βούβρωστις, η (Α)
1. μεγάλη πείνα, βουλιμία
2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του Καλλίμαχου καθώς και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «μεγάλη πείνα», ενώ μαρτυρείται και ότι η Βούβρωστις ήταν θεότητα προς τιμήν της οποίας θυσιαζόταν ταύρος. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό μόρφημα βου- (< βους) (πρβλ. βούλιμος, βούπεινα), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. βρώστις (< βιβρώσκω), πιθ. κατά το συνών. νήστις. Κατ' άλλην άποψη, η λ. βούβρωστις < βουβρώς τις «είδος αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «μεγάλη πείνα» ήταν μτγν. και προήλθε από παρανόηση].

Greek Monotonic

βούβρωστις: -εως, ἡ (βι-βρώσκω), μεγάλη πείνα, βουλιμία· μεταφ., καταθλίβουσα πενία, δυστυχία, αθλιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

βούβρωστις: -εως, ἡ, μεγάλη πεῖνα, βουλιμία, Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. βούλιμος·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα πενία, ἀνάγκη, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἰλ. Ω. 532.

Frisk Etymology German

βούβρωστις: {boúbrōstis}
Grammar: f.
Meaning: Heißhunger (Ω 532, Kall. u. a.), auch als Göttin personifiziert (wie Πενία, Plu., s. Schulze Kl. Schr. 399 A. 5).
Etymology: Enthält wie die synonymen βούλιμος, βούπεινα u. a. ein steigerndes βου- (Schulze a. a. O., Schwyzer 434); das Hinterglied zu βιβρώσκω, wahrscheinlich nach dem synonymen νῆστις (Risch 35), aber nicht als Nomen actionis (= βρῶσις), sondern als Nomen agentis wie in ἄμπωτις (s. d.).
Page 1,256