αίτιος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[αἴτιος]], -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο [[αίτιος]], αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει [[κάτι]], [[υπαίτιος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[αίτιο]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[ένοχος]] κολάσιμης πράξης, [[υπόδικος]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον υπερθ.) <i>αἰτιώτατος</i>, -η, -ον ο [[κυρίως]], ο κατ’ εξοχήν [[αίτιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]]» (διασώζεται στο σύνθετο [[ἔξαιτος]] «[[περιζήτητος]], [[επίλεκτος]]») <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]». Συμφωνα με την ετυμολογική του [[προέλευση]], το [[αἴτιος]] αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει [[μερίδιο]] από [[κάτι]]», άρα «ο [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], ο [[αίτιος]]» — πρβλ. και τις λ. <i>αἶσα</i>, [[αἰτία]], <i>αἰτῶ</i>. Κατά τον Schwyzer, η [[διατήρηση]] του -<i>τ</i>-προ του -<i>ι</i>- ([[αντί]] της κανονικής τροπής του σε -<i>σ</i>-) οφείλεται σε [[προφύλαξη]], δηλ. στην [[αποφυγή]] συγχύσεως του επιθέτου [[αἴτιος]] με το [[αἴσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀναίτιος]], [[ὑπαίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἐπαίτιος]], [[μεταίτιος]], [[συμμεταίτιος]], [[παναίτιος]], [[παραίτιος]], [[συναίτιος]], [[φιλαίτιος]].
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[αἴτιος]], -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο [[αίτιος]], αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει [[κάτι]], [[υπαίτιος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[αίτιο]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[ένοχος]] κολάσιμης πράξης, [[υπόδικος]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον υπερθ.) <i>αἰτιώτατος</i>, -η, -ον ο [[κυρίως]], ο κατ’ εξοχήν [[αίτιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]]» (διασώζεται στο σύνθετο [[ἔξαιτος]] «[[περιζήτητος]], [[επίλεκτος]]») <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]». Συμφωνα με την ετυμολογική του [[προέλευση]], το [[αἴτιος]] αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει [[μερίδιο]] από [[κάτι]]», άρα «ο [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], ο [[αίτιος]]» — πρβλ. και τις λ. <i>αἶσα</i>, [[αἰτία]], <i>αἰτῶ</i>. Κατά τον Schwyzer, η [[διατήρηση]] του -<i>τ</i>-προ του -<i>ι</i>- ([[αντί]] της κανονικής τροπής του σε -<i>σ</i>-) οφείλεται σε [[προφύλαξη]], δηλ. στην [[αποφυγή]] συγχύσεως του επιθέτου [[αἴτιος]] με το [[αἴσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀναίτιος]], [[ὑπαίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἐπαίτιος]], [[μεταίτιος]], [[συμμεταίτιος]], [[παναίτιος]], [[παραίτιος]], [[συναίτιος]], [[φιλαίτιος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:06, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM αἴτιος, -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)
1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος
2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο
(μσν. -αρχ.)
1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος, κατηγορούμενος
αρχ.
(στον υπερθ.) αἰτιώτατος, -η, -ον ο κυρίως, ο κατ’ εξοχήν αίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ουσ. αἶτος «μέρος, κομμάτι» (διασώζεται στο σύνθετο ἔξαιτος «περιζήτητος, επίλεκτος») < ρ. αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω». Συμφωνα με την ετυμολογική του προέλευση, το αἴτιος αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει μερίδιο από κάτι», άρα «ο υπεύθυνος για κάτι, ο αίτιος» — πρβλ. και τις λ. αἶσα, αἰτία, αἰτῶ. Κατά τον Schwyzer, η διατήρηση του -τ-προ του -ι- (αντί της κανονικής τροπής του σε -σ-) οφείλεται σε προφύλαξη, δηλ. στην αποφυγή συγχύσεως του επιθέτου αἴτιος με το αἴσιος.
ΣΥΝΘ. ἀναίτιος, ὑπαίτιος
αρχ.
ἐπαίτιος, μεταίτιος, συμμεταίτιος, παναίτιος, παραίτιος, συναίτιος, φιλαίτιος.