стремительный: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(7)
 
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[λαβρόσυτος]], [[ἄητος]], [[περισπερχής]], [[ὠκυδίνητος]], [[ταχύπορος]], [[ταχύρροθος]], [[κραιπνόσυτος]], [[λαβροπόδης]], [[ὠκυδρόμος]], [[ὠκύδρομος]], [[ὠκυβόλος]], [[ταχύπομπος]], [[κραιπνοφόρος]], [[ὠκυπέτης]], [[ποδώκης]], [[λαιψηρός]], [[ὠκύπορος]], [[ὠκύαλος]], [[καρπάλιμος]], [[ὠκύς]], [[θοός]], [[αἰψηροκέλευθος]], [[ταχινός]], [[χειμάρροος]], [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]], [[παλίντονος]], [[αἰπήεις]], [[σύντομος]], [[πτερωτός]], [[καταιβάτης]], [[ἰσχυρός]], [[σύντονος]], [[ἔντονος]], [[ἠνεμόεις]], [[ἀνεμόεις]], [[ἐμμεμαώς]], [[ἐπίσσυτος]], [[ὀξύς]], [[ἀργεστής]], [[ὑβριστής]], [[κραιπνός]], [[λάβρος]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀελλόπους]], [[ἀελλόπος]], [[ἴφθιμος]], [[ἁμιλλητήρ]], [[κατάφορος]], [[πολυάϊξ]], [[ἐπαιγίζων]], [[σπερχνός]], [[σοβαρός]], [[θοῦρος]], [[ἰταμός]], [[ῥαγδαῖος]], [[βολαῖος]], [[ἐπισπερχής]], [[ἐπιδρομικός]], [[ἐσσύμενος]], [[ὁρμητικός]], [[ὁρματικός]], [[αἰθυκτήρ]]
|rueltext=[[λαβρόσυτος]], [[ἄητος]], [[περισπερχής]], [[ὠκυδίνητος]], [[ταχύπορος]], [[ταχύρροθος]], [[κραιπνόσυτος]], [[λαβροπόδης]], [[ὠκυδρόμος]], [[ὠκύδρομος]], [[ὠκυβόλος]], [[ταχύπομπος]], [[κραιπνοφόρος]], [[ὠκυπέτης]], [[ποδώκης]], [[λαιψηρός]], [[ὠκύπορος]], [[ὠκύαλος]], [[καρπάλιμος]], [[ὠκύς]], [[θοός]], [[αἰψηροκέλευθος]], [[ταχινός]], [[χειμάρροος]], [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]], [[παλίντονος]], [[αἰπήεις]], [[σύντομος]], [[πτερωτός]], [[καταιβάτης]], [[ἰσχυρός]], [[σύντονος]], [[ἔντονος]], [[ἠνεμόεις]], [[ἀνεμόεις]], [[ἐμμεμαώς]], [[ἐπίσσυτος]], [[ὀξύς]], [[ἀργεστής]], [[ὑβριστής]], [[κραιπνός]], [[λάβρος]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀελλόπους]], [[ἀελλόπος]], [[ἴφθιμος]], [[ἁμιλλητήρ]], [[κατάφορος]], [[πολυάϊξ]], [[ἐπαιγίζων]], [[σπερχνός]], [[σοβαρός]], [[θοῦρος]], [[ἰταμός]], [[ῥαγδαῖος]], [[βολαῖος]], [[ἐπισπερχής]], [[ἐπιδρομικός]], [[ἐσσύμενος]], [[ὁρμητικός]], [[ὁρματικός]], [[αἰθυκτήρ]], [[ἐνεργός]], [[αἰπύς]], [[προπετής]]
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 18 October 2019

Russian > Greek

λαβρόσυτος, ἄητος, περισπερχής, ὠκυδίνητος, ταχύπορος, ταχύρροθος, κραιπνόσυτος, λαβροπόδης, ὠκυδρόμος, ὠκύδρομος, ὠκυβόλος, ταχύπομπος, κραιπνοφόρος, ὠκυπέτης, ποδώκης, λαιψηρός, ὠκύπορος, ὠκύαλος, καρπάλιμος, ὠκύς, θοός, αἰψηροκέλευθος, ταχινός, χειμάρροος, χειμάρρους, χείμαρρος, παλίντονος, αἰπήεις, σύντομος, πτερωτός, καταιβάτης, ἰσχυρός, σύντονος, ἔντονος, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις, ἐμμεμαώς, ἐπίσσυτος, ὀξύς, ἀργεστής, ὑβριστής, κραιπνός, λάβρος, ἀκαμαντόπους, ἀελλόπους, ἀελλόπος, ἴφθιμος, ἁμιλλητήρ, κατάφορος, πολυάϊξ, ἐπαιγίζων, σπερχνός, σοβαρός, θοῦρος, ἰταμός, ῥαγδαῖος, βολαῖος, ἐπισπερχής, ἐπιδρομικός, ἐσσύμενος, ὁρμητικός, ὁρματικός, αἰθυκτήρ, ἐνεργός, αἰπύς, προπετής