искусный: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπίκλοπος]], [[ἴδρις]], [[ἐπιστάμενος]], [[κλυτόμητις]], [[μηχανόεις]], [[εὐπάλαμος]], [[καλλιτέχνης]], [[ποικιλότευκτος]], [[δαιδάλεος]], [[τεχνήεις]], [[κατάτεχνος]], [[εὐμήχανος]], [[τεχνικός]], [[ἔντεχνος]], [[δαιδαλόχειρ]], [[εὔτεχνος]], [[σοφουργός]], [[τεχνήμων]], [[εὐεπήβολος]], [[εὐχερής]], [[αἵμων]], [[χεριάρης]], [[ἔνσοφος]], [[δαΐφρων]], [[γυμνάς]], [[ἐνδέξιος]], [[εὔχειρ]], [[σοφός]], [[ἐμπείραμος]], [[ἐντρεχής]], [[φιλότεχνος]], [[μηχανικός]], [[ἀριστοπόνος]], [[ποικίλος]], [[ἐπιδέξιος]], [[δεξιός]], [[χειροτεχνικός]], [[μουσικός]], [[ὀρθοδαής]], [[τορευτός]], [[κομψός]] | |rueltext=[[ἀκριβής]], [[ἐπίκλοπος]], [[ἴδρις]], [[ἐπιστάμενος]], [[κλυτόμητις]], [[μηχανόεις]], [[εὐπάλαμος]], [[καλλιτέχνης]], [[ποικιλότευκτος]], [[δαιδάλεος]], [[τεχνήεις]], [[κατάτεχνος]], [[εὐμήχανος]], [[τεχνικός]], [[ἔντεχνος]], [[δαιδαλόχειρ]], [[εὔτεχνος]], [[σοφουργός]], [[τεχνήμων]], [[εὐεπήβολος]], [[εὐχερής]], [[αἵμων]], [[χεριάρης]], [[ἔνσοφος]], [[δαΐφρων]], [[γυμνάς]], [[ἐνδέξιος]], [[εὔχειρ]], [[σοφός]], [[ἐμπείραμος]], [[ἐντρεχής]], [[φιλότεχνος]], [[μηχανικός]], [[ἀριστοπόνος]], [[ποικίλος]], [[ἐπιδέξιος]], [[δεξιός]], [[χειροτεχνικός]], [[μουσικός]], [[ὀρθοδαής]], [[τορευτός]], [[κομψός]], [[ἐσθλός]], [[γλαφυρός]], [[δυνατός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀκριβής, ἐπίκλοπος, ἴδρις, ἐπιστάμενος, κλυτόμητις, μηχανόεις, εὐπάλαμος, καλλιτέχνης, ποικιλότευκτος, δαιδάλεος, τεχνήεις, κατάτεχνος, εὐμήχανος, τεχνικός, ἔντεχνος, δαιδαλόχειρ, εὔτεχνος, σοφουργός, τεχνήμων, εὐεπήβολος, εὐχερής, αἵμων, χεριάρης, ἔνσοφος, δαΐφρων, γυμνάς, ἐνδέξιος, εὔχειρ, σοφός, ἐμπείραμος, ἐντρεχής, φιλότεχνος, μηχανικός, ἀριστοπόνος, ποικίλος, ἐπιδέξιος, δεξιός, χειροτεχνικός, μουσικός, ὀρθοδαής, τορευτός, κομψός, ἐσθλός, γλαφυρός, δυνατός