ὑπερβασία: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypervasia | |Transliteration C=ypervasia | ||
|Beta Code=u(perbasi/a | |Beta Code=u(perbasi/a | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[ὑπερβασίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[passover]], given as equiv. to [[Πάσχα]], J.''AJ'' 2.14.6: but commonly,<br><span class="bld">II</span> metaph., [[transgression]], [[trespass]], ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il.3.107; τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς Od.3.206; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; S.''Ant.'' 605 (lyr.): pl., Il.23.589, Od.22.168, Hes.''Op.''828. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] ἡ, poet. = [[ὑπέρβασις]], bes. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] ἡ, poet. = [[ὑπέρβασις]], bes. Überschreitung, Übertretung eines Gesetzes, Vergehen, Frevel, Übermuth, wie [[ὕβρις]]; μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il. 3, 107; ὀλέκονται ὑπερβασίης [[ἕνεκα]] σφῆς 16, 18; τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς Od. 3, 206; auch plur., Il. 23, 589 Od. 22, 168; Hes. O. 830; Soph. Ant. 601. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />transgression (d'une loi divine <i>ou</i> humaine) ; méfait, conduite criminelle <i>ou</i> arrogante.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερβᾰσία:''' ион. [[ὑπερβασίη]] ἡ нарушение закона, т. е. преступление, злодеяние Hom., Hes., Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερβᾰσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, παρέρχεσθαι, τίθεται ὡς ἰσοδύναμον τῷ Πάσχα, «τὴν ἑορτὴν Πάσχα καλοῦντες· σημαίνει δὲ [[ὑπερβασία]], [[διότι]] κατ’ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ θεὸς αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον». ΙΙ. μεταφ., [[παράβασις]] νόμου, [[ἁμάρτημα]], ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσασθαι Ἰλ. Γ. 107· τίσασθαι μνηστῆρας ὑπ. ἀλεγεινῆς Ὀδ. Γ. 206· τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπ. κατάσχοι; Σοφ. Ἀντ. 605· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ψ. 589, Ὀδ. Χ. 168, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 826· - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερβασίας, ὅρκων παραβάσεις, ἐπικορκίας», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὑπερβασίης· ἀδικίας. ὑπερηφανίας»· πρβλ. [[ὑπέρβασις]]. | |lstext='''ὑπερβᾰσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, παρέρχεσθαι, τίθεται ὡς ἰσοδύναμον τῷ Πάσχα, «τὴν ἑορτὴν Πάσχα καλοῦντες· σημαίνει δὲ [[ὑπερβασία]], [[διότι]] κατ’ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ θεὸς αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον». ΙΙ. μεταφ., [[παράβασις]] νόμου, [[ἁμάρτημα]], ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσασθαι Ἰλ. Γ. 107· τίσασθαι μνηστῆρας ὑπ. ἀλεγεινῆς Ὀδ. Γ. 206· τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπ. κατάσχοι; Σοφ. Ἀντ. 605· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ψ. 589, Ὀδ. Χ. 168, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 826· - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερβασίας, ὅρκων παραβάσεις, ἐπικορκίας», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὑπερβασίης· ἀδικίας. ὑπερηφανίας»· πρβλ. [[ὑπέρβασις]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''ὑπερβᾰσία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ὑπερβαίνω]]), [[παράβαση]] του νόμου, [[αδίκημα]], [[παράπτωμα]], [[αμάρτημα]], σε Όμηρ., Σοφ.· επίσης σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὑπερβᾰσία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ὑπερβαίνω]]), [[παράβαση]] του νόμου, [[αδίκημα]], [[παράπτωμα]], [[αμάρτημα]], σε Όμηρ., Σοφ.· επίσης σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὑπερβᾰσία, ἡ, [[ὑπερβαίνω]]<br />a [[transgression]] of law, [[trespass]], Hom., Soph.: also in plural, Il. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=(=παράβαση νόμου). Ἀπό τό [[ὑπερβαίνω]] → [[ὑπέρ]] + [[βαίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. ὑπερβασίη, ἡ,
A passover, given as equiv. to Πάσχα, J.AJ 2.14.6: but commonly,
II metaph., transgression, trespass, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il.3.107; τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς Od.3.206; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; S.Ant. 605 (lyr.): pl., Il.23.589, Od.22.168, Hes.Op.828.
German (Pape)
[Seite 1192] ἡ, poet. = ὑπέρβασις, bes. Überschreitung, Übertretung eines Gesetzes, Vergehen, Frevel, Übermuth, wie ὕβρις; μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il. 3, 107; ὀλέκονται ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς 16, 18; τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς Od. 3, 206; auch plur., Il. 23, 589 Od. 22, 168; Hes. O. 830; Soph. Ant. 601.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
transgression (d'une loi divine ou humaine) ; méfait, conduite criminelle ou arrogante.
Étymologie: ὑπερβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβᾰσία: ион. ὑπερβασίη ἡ нарушение закона, т. е. преступление, злодеяние Hom., Hes., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, παρέρχεσθαι, τίθεται ὡς ἰσοδύναμον τῷ Πάσχα, «τὴν ἑορτὴν Πάσχα καλοῦντες· σημαίνει δὲ ὑπερβασία, διότι κατ’ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ θεὸς αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον». ΙΙ. μεταφ., παράβασις νόμου, ἁμάρτημα, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσασθαι Ἰλ. Γ. 107· τίσασθαι μνηστῆρας ὑπ. ἀλεγεινῆς Ὀδ. Γ. 206· τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπ. κατάσχοι; Σοφ. Ἀντ. 605· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ψ. 589, Ὀδ. Χ. 168, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 826· - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβασίας, ὅρκων παραβάσεις, ἐπικορκίας», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὑπερβασίης· ἀδικίας. ὑπερηφανίας»· πρβλ. ὑπέρβασις.
Greek Monolingual
η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α ὑπερβατός
η καθ' ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου
μσν.-αρχ.
(στους Εβραίους) η γιορτή του Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ' ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον», Ιώσ.).
Greek Monotonic
ὑπερβᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ (ὑπερβαίνω), παράβαση του νόμου, αδίκημα, παράπτωμα, αμάρτημα, σε Όμηρ., Σοφ.· επίσης σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὑπερβᾰσία, ἡ, ὑπερβαίνω
a transgression of law, trespass, Hom., Soph.: also in plural, Il.
Mantoulidis Etymological
(=παράβαση νόμου). Ἀπό τό ὑπερβαίνω → ὑπέρ + βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.